Μετά τήν καταστροφή τών Τούρκων στήν Αράχωβα, ο Καραϊσκάκης έστειλε τούς Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δράκο καί Λάμπρο Βέϊκο νά πολιορκήσουν τά Σάλωνα, τούς Ρουμελιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δυοβουνιώτη, Γιάννη Ρούκη καί Χριστόφορο Περραιβό νά καταλάβουν τή Βελίτσα (Άνω Τιθωραία) καί τόν Γιάννη Μπαϊρακτάρη νά οχυρώσει τό Δίστομο.
Η Βελίτσα ήταν ένα άριστα οχυρωμένο χωριό καί συχνά χρησίμευε ως καταφύγιο γιά τά κατατρεγμένα γυναικόπαιδα. Οι Έλληνες κατέλαβαν εύκολα τή Βελίτσα καί στίς 29 Νοεμβρίου 1826 έφθασε καί ο αρχιστράτηγος, ο οποίος συσκέφθηκε μέ τούς άλλους αρχηγούς γιά νά οργανώσουν τίς μελλοντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις καί κυρίως γιά νά διακόψουν τίς επικοινωνίες τού Κιουταχή μέ τή Λαμία.
Στίς 4 Δεκεμβρίου 1826, ένας χωρικός από τή Δαμάστα έδωσε τήν πληροφορία στόν Καραϊσκάκη ότι πεντακόσιοι Τούρκοι ιππείς μέ επικεφαλής τόν Οσμάν μπέη Κόρτζα είχαν ξεκινήσει από τό Ζητούνι μέ 2000 φορτηγά ζώα φορτωμένα μέ προμήθειες γιά τόν στρατό τού Κιουταχή. Η διαδρομή πού θά ακολουθούσε ο εχθρός περνούσε από τή Μπουντουνίτσα (Μενδενίτσα), τή Φοντάνα (στενό ορεινό πέρασµα τού Καλλίδροµου, ανάµεσα στά χωριά Ρεγκίνι καί Μόδι) καί τό Τουρκοχώρι Ελάτειας.
Τά χαράματα τής 7ης Δεκεμβρίου 1826, οι Έλληνες έπιασαν τίς δασωμένες πλαγιές τού βουνού έξω από τό ερειπωμένο Τουρκοχώρι καί ο Χατζημιχάλης μέ τό ιππικό του κρύφτηκε στό χωριό Μόδι. Η χωσιά (ενέδρα) ήταν άρτια οργανωμένη καί οι Τούρκοι θά πάθαιναν τήν ίδια καταστροφή πού είχαν πάθει στά γειτονικά Βασιλικά τό 1821, εάν κάποιοι απρόσεκτοι Έλληνες στρατιώτες δέν πρόδιδαν τήν θέση τους στούς προπορευόμενους Τούρκους ιππείς. Οι Έλληνες επιτέθηκαν αλλά δέν σκότωσαν παραπάνω από 100 Τούρκους δεδομένου ότι ο εχθρός πρόλαβε νά οργανώσει τήν άμυνά του. Ολόκληρο όμως τό φορτίο πού συνόδευαν οι Τούρκοι ιππείς πέρασε στά χέρια τών Ελλήνων, οι οποίοι μέσα στή λαχτάρα τους νά τό λαφυραγωγήσουν, άφησαν ακάλυπτο τόν αρχηγό τους πού κινδύνεψε σοβαρά νά συλληφθεί από τούς εχθρούς. Οι Σουλιώτες τού Γιαννούση Πανομάρα καί τού Νάσου Κουτσονίκα άκουσαν τίς φωνές τού Καραϊσκάκη καί κατάφεραν νά τόν απεγκλωβίσουν από τόν εχθρικό κλοιό. Ένας από τούς αρχηγούς τής συνοδείας, ο γιός τού Πασόμπεη Μεχμέτ πασάς, σκοτώθηκε από τόν ίδιο τόν Καραϊσκάκη.
Ύστερα καί από αυτή τή νίκη του, ο Σταυραετός τής Ρούμελης, επέστρεψε στήν Αράχωβα, αφού όμως ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από τή δυνατή βροχή καί τή λάσπη, η οποία τού προκάλεσε τόν θάνατο τεσσάρων ανδρών στά χωριά Σουβάλα (Πολύδροσο) καί Αγόριανη. Στή συνέχεια ο Έλληνας αρχιστράτηγος πήγε στά Κράβαρα γιά νά αντιμετωπίσει τά εχθρικά αποσπάσματα πού είχαν εξορμήσει από τό Μεσολόγγι καί είχαν καί τή συνεργασία τού προσκυνημένου οπλαρχηγού Ανδρέα Σαφάκα. Στά Λαμποτινά Ναυπακτίας (Άνω Χώρα) οι Δημήτριος Μακρής, Ξυδής καί Καλύβας αιχμαλώτισαν ένα τουρκικό απόσπασμα πού ήταν στήν περιοχή καί λεηλατούσε τά χωριά. Εκεί ο Καραϊσκάκης ειδοποιήθηκε γιά τήν εισβολή τού Ομέρ πασά τής Ευβοίας στήν Ανατολική Στερεά καί έτσι αναγκάστηκε νά επιστρέψει στή Βελίτσα.
(Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα)