Διαβάζετε τώρα
8 Νοεμβρίου 1843. Ξεκινούν οι εργασίες της Εθνικής Συνέλευσης

8 Νοεμβρίου 1843. Ξεκινούν οι εργασίες της Εθνικής Συνέλευσης

  • Χασάπη Χρυσούλα-Ειρήνη, Προπτυχιακή Εργασία

Η 3η Σεπτεμβρίου του 1843

Η δυσαρέσκεια των Ελλήνων συνολικά κατά της Βαυαροκρατίας, αλλά πιο συγκεκριμένα κατά των Αντιβασιλέων και του ίδιου του Όθωνα, κωδικοποιήθηκε και συμβολίστηκε από την έλλειψη συντάγματος. Καθοριστικό ρόλο στην έκρηξη του κινήματος της «3ης Σεπτεμβρίου 1843» έπαιξε και η συλλογική ενέργεια των Προστάτιδων Δυνάμεων, που κατέλυσαν την δημοσιονομική αυτονομία της Ελλάδας και εξανάγκασαν να μειώσει τις δαπάνες της, θέτοντας την χώρα υπό ευρωπαϊκό οικονομικό έλεγχο. Το εθνικό αυτό πλήγμα «χρεώθηκε» στον Όθωνα. Τον Αύγουστο του 1843 το Σύνταγμα ήταν για τους περισσότερους Έλληνες πλέον ο μόνος τρόπος για να βγει ο τόπος από το διοικητικό χάος. Η απαίτηση λοιπόν συντάγματος από τον ελληνικό λαό ήταν αναπόφευκτη και δεν άργησε να έρθει. Στις 1 μετά τα μεσάνυχτα την 3η Σεπτεμβρίου του 1843, ύστερα από διαδοχικές αναβολές, στασίασε η στρατιωτική φρουρά των Αθηνών υπό την συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη και αναπτύχθηκε στην πλατεία των ανακτόρων. Παράλληλη ήταν και η υποστήριξη του λαού της πρωτεύουσας, που συγκεντρώθηκε και περικύκλωσε τα ανάκτορα διαδηλώνοντας, με αίτημα την παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα. Με ταυτόχρονη απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας προσχωρούσε στην εξέγερση.

Ο Όθων που δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε να δημιουργήσει ένα φιλοβασιλικό «εθνικό κόμμα», που θα μπορούσε να τον στηρίξει, είχε αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά την παραχώρηση Συντάγματος. Τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου όμως τον πρόλαβαν. Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να ενδώσει και να αποδεχθεί τη θέσπιση συντάγματος. Αμέσως υπέγραψε διάταγμα , με το οποίο όριζε τη σύγκληση Εθνικής Συνελεύσεως για τη σύνταξη Συντάγματος του κράτους. Το ίδιο πρωί ο Όθωνας διόρισε νέα κυβέρνηση υπό την προεδρία του αρχηγού του «ρωσικού» κόμματος Ανδρέα Μεταξά, όπου αντιπροσωπεύονταν με ίση αναλογία υπουργείων και τα τρία κόμματα.

Οι εκλογές για την ανάδειξη της Εθνοσυνέλευσης προκηρύχθηκαν την 7η Σεπτεμβρίου. Η κυβέρνηση έστειλε αντίγραφα σε όλα τα εκλογικά κέντρα. Σύμφωνα με την προκήρυξη οι εκλογείς θα προσέρχονταν στις κάλπες για την ανάδειξη της Εθνικής Συνέλευσης την τελευταία βδομάδα του Οκτωβρίου 1843 και θα ψήφιζαν σύμφωνα με τις διατάξεις του καποδιστριακού εκλογικού νόμου «περί παραστατών» της 4ης Μαρτίου 1829, που καθιέρωνε την έμμεση και καθολική ψηφοφορία του άρρενος πληθυσμού, πάνω από 25 ετών. Ο εκλογικός λόγος ήταν σύμφωνα με τον κανονισμό της πρώτης Εθνικής Συνέλευσης στην Επίδαυρο το 1822 και της τρίτης Εθνικής Συνέλευσης στην Τροιζήνα. Οι Έλληνες ψήφιζαν μετά από 14 χρόνια. Η εκλογική διαδικασία ολοκληρώθηκε παρά τον εύλογο «αναβρασμό των πνευμάτων» χωρίς σοβαρές αλλοιώσεις στην ελεύθερη εκδήλωση της βούλησης των ψηφοφόρων.

Η της Γ’ Σεπτεμβρίου Εθνική Συνέλευση

Η Συνέλευση συνήλθε στις 8 Νοεμβρίου 1843 και ονομάστηκε «η της Γ’ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις». Ο Βασιλιάς κήρυξε την έναρξη των εργασιών με βασιλικό λόγο, στον οποίο παρουσίαζε το Σύνταγμα ως κορωνίδα των φιλελεύθερων θεσμών, με τους οποίους άρχιζε την κυβέρνησή του. Χαρακτήριζε δε τις δημοτικές ελευθερίες, τα νομαρχιακά συμβούλια και το ΣτΕ σαν προπαρασκευαστικά έργα του συντάγματος. Μετά το βασιλικό λόγο έγινε εκλογή μιας επιτροπής που θα προετοίμαζε την απάντηση στο λόγο του Βασιλιά.

Η Συνέλευση απαρτίστηκε αρχικά από 221 και τελικά από 244 πληρεξούσιους που είχαν εκλεγεί από 92 εκλογικές περιφέρειες. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν και πληρεξούσιοι αλύτρωτων περιοχών (οι οποίοι θεωρήθηκαν ότι αντιπροσώπευαν «σωματεία»), που είχαν συμμετάσχει στην επανάσταση του1821, αλλά παρέμεναν υπόδουλες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έτσι αντιπροσωπεύτηκαν οι Θράκες, Κρήτες, Θεσσαλοί, Μακεδόνες, Σάμιοι και άλλοι. Επίσης παρόντα στη Συνέλευση ήταν και αρκετά από τα παλιά «μεγάλα ονόματα» των πολιτικών και στρατιωτικών της εθνεγερσίας του 1821: Κουντουριώτης, Κωλέττης, Μαυροκορδάτος, Κανάρης, Μαυρομιχάλης, Γρίβας, Μακρυγιάννης, Πανουριάς, Λόντος, Ζαΐμης κ. ά.

Κατά τη διάρκεια του συντακτικού έργου, φάνηκαν να διαμορφώνονται δύο βασικές τάσεις στους κόλπους της Εθνοσυνέλευσης: από τη μία μεριά, μια μετριοπαθής πλειοψηφία που βασιζόταν στη συνεργασία των αρχηγών των τριών κομμάτων (Μεταξά, Μαυροκορδάτου και Κωλέττη). Οι τελευταίοι, μαζί με τους πρέσβεις της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Αυστρίας, συμμετείχαν σε ένα είδος ανεπίσημου υπουργικού συμβουλίου, όπου παίρνονταν όλες οι σημαντικές αποφάσεις για τα τρέχοντα θέματα, αλλά για την πορεία του συντακτικού έργου. Η τάση που εκπροσωπούσαν ήταν και η κυρίαρχη κατά την κατάρτιση του συντάγματος και κατόρθωσε να επιβάλει τις πολιτειακές απόψεις της για μία συντηρητική συνταγματική μοναρχία.

Από την άλλη μεριά, μια ομάδα 90 περίπου πληρεξουσίων αποτελούσε την αντιπολίτευση, ακολουθώντας τον στρατηγό Μακρυγιάννη και τον Ρ. Παλαμήδη: ανομοιογενής, χωρίς σαφές πρόγραμμα και ξεκάθαρες πολιτειακές θέσεις, η ομάδα αυτή αρκέστηκε στο να προβάλλει πολύ ειδικές προτάσεις ή σε ηθικολογικές παροτρύνσεις για τη θέσπιση π.χ. «καλών νόμων», με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη του συντακτικού έργου, παρά τη ριζοσπαστικότητα ορισμένων θέσεών της, και παρά την οξύτητα της κριτικής που ασκούσε στην ανεπίσημη κυβέρνηση και ιδιαίτερα στον Μαυροκορδάτο και τον Κωλέττη .

Τέλος μία τρίτη ομάδα αποτελούσε μία πλειοψηφία, μάλλον μετριοπαθή, που βασιζόταν στη συνεργασία των τριών κομμάτων. Πιο συγκεκριμένα πρέπει να αναφερθούν οι Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και Μεταξάς, που ήταν ταυτόχρονα και μέλη του προεδρείου της Συνέλευσης και μέλη της επιτροπής που είχε εκλεγεί από την Εθνοσυνέλευση, για να καταρτίσει το σχέδιο Συντάγματος, και ήταν έτσι σε θέση να ενεργούν ως μεσολαβητές. Λειτουργούσαν έτσι κυρίως ως θεματοφύλακες των βασιλικών συμφερόντων, σύμφωνα με το πολιτειακό σχέδιο που είχαν ετοιμάσει οι προστάτιδες δυνάμεις.

Στις 26 Νοεμβρίου η Συνέλευση εξέλεξε μία 12μελή επιτροπή από τους περισσότερο μορφωμένους και νομομαθείς άντρες της συνέλευσης, για να ετοιμάσει το σχέδιο του συντάγματος, που θα ερχόταν στη Συνέλευση προς συζήτηση. Γενικός εισηγητής ορίστηκε ο πληρεξούσιος Λ. Μελάς. Πρόεδρος της συνέλευσης ορίστηκε ο Πανούτσος Νοταράς, που ήταν πρόεδρος στις συνελεύσεις της Τροιζήνας και του Άργους. Αντιπρόεδροι ψηφίστηκαν ο Α. Μαυροκορδάτος, ο Α. Μεταξάς, ο Ι. Κωλέττης και ο Α. Λόντος.

Το Σύνταγμα του ’44

Η Συνταγματική Συνέλευση περάτωσε τις εργασίες της στις 18 Μαρτίου 1844. Οι εργασίες της τελείωσαν σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, μέσα σε τέσσερις μήνες και 10 ημέρες (08.11.1843-18.03.1844) και ύστερα από 75 συνεδριάσεις. Το μικρό αυτό διάστημα θεωρήθηκε μάλιστα μεγαλύτερο απ’ όσο χρειαζόταν και δικαιολογήθηκε μόνο από την ανάγκη που είχε η επιτροπή, που εκλέχτηκε για να συντάξει το Σύνταγμα, να μελετήσει τους συνταγματικούς χάρτες όλων των χωρών που είχαν συνταγματικό πολίτευμα. Η επιτροπή που ανέλαβε τη σύνταξη του σχεδίου του Συντάγματος, παρουσίασε το τελικό σχέδιο μετά από πολλές μέρες και συγκεκριμένα την 28η Δεκεμβρίου. Η συζήτηση στην ολομέλεια ξεκίνησε στις 3 Ιανουαρίου και το τελικό σχέδιο ψηφίστηκε στο σύνολό του στις 21 Φεβρουαρίου. Υποβλήθηκε δε στον Όθωνα την ίδια ακριβώς ημέρα «δια να λάβει αυτό υπ’ όψιν, και φέρει επ’ αυτού όσας αναγκαίας παρατηρήσεις».

Η συνέλευση ασχολήθηκε με τη μελέτη των παρατηρήσεων, τις οποίες θεώρησε απαραίτητες ο βασιλιάς, μελετώντας το κείμενο του Συντάγματος που είχε ψηφιστεί. Η Συνέλευση αποδέχτηκε κάποιες από τις μικροαλλαγές, μάλλον επουσιώδεις, που πρότεινε ο Όθωνας, και έκανε τις αναγκαίες μεταβολές στο κείμενο του Συντάγματος, ενώ άλλες τις απέρριψε.

Μετά το τέλος του συντακτικού έργου της Εθνοσυνέλευσης, ο βασιλιάς κύρωσε και εξέδωσε το νέο Σύνταγμα, πήγε δε με μεγάλη πομπή κι έδωσε όρκο επί του νέου Συντάγματος, σύμφωνα με το άρθρο 36, μπροστά στη Συνέλευση, κηρύσσοντας έτσι τη λήξη των εργασιών της. Το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα τέθηκε σε ισχύ και ταυτοχρόνως με αυτό ξεκίνησε η περίοδος της συνταγματικής μοναρχίας.

Λεζάντα φωτογραφίας: Οι υπογραφές των πληρεξούσιων της Εθνικής Συνέλευσης του 1843. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα