Η μάχη του Σαραβαλίου είναι ένοπλη σύγκρουση της Επανάστασης του ’21, που διεξήχθη στις 9 Μαρτίου του 1822 ανάμεσα στους Έλληνες επαναστάτες υπό την γενική αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και στους Τούρκους, κατά την πρώτη πολιορκία των Πατρών. Τελική έκβαση της μάχης ήταν η νίκη των Ελλήνων.
Προ της μάχης
Κατά την πολιορκία της Πάτρας το 1822 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε αρχικά στρατοπεδεύσει στην Αχαγιά, αλλά τις πρώτες μέρες του Μαρτίου μετεγκαταστάθηκε στο Σαραβάλι, που είχε περίοπτη θέα στον κάμπο των Πατρών και οχυρή θέση, μεταφέροντας παράλληλα εκεί το στρατηγείο του και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του, με εξαίρεση τμήματα των ελληνικών δυνάμεων που εγκαταστάθηκαν σε άλλες γύρω οχυρές τοποθεσίες από την Πάτρα και ευρύτερα. Ο συνολικός αριθμός των στρατιωτών υπολογίζεται σχεδόν σε 6.500 άνδρες.
Οι Τούρκοι που ήταν κλεισμένοι στα τείχη του κάστρου της Πάτρας είχαν δύναμη 12.000 στρατιωτών. Ορμώμενοι από το φρούριο, στις 25 Φεβρουαρίου περί τους 5.000 λεηλάτησαν την πόλη της Πάτρας, ενώ στις 2 Μαρτίου περί τους 2.000 πολιόρκησαν την Μονή Γηροκομειού.
Εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι βρισκόντουσαν και εν αναμονή της καθόδου 80.000 στρατιωτών από τα Ιωάννινα προς την Ρούμελη και τον Μωριά, ενώ νωρίτερα ο Καρά Αλί με τον στόλο του ερχόταν να κάνει απόβαση στην Πάτρα με περίπου 9.000 στρατιώτες, αλλά με τον Μιαούλη να τον περιμένει στον Πατραϊκό κόλπο και τελικά να τον κατατροπώνει παρά τα σαφώς λιγότερα πλοία του, η απόβαση δεν πραγματοποιήθηκε.
Η Μάχη
Στις 9 Μαρτίου οι Τούρκοι χτύπησαν πάνοπλοι και αιφνιδιαστικά ελληνικές θέσεις προς τα ανατολικά και περισσότερο προς τα νοτιοανατολικά του φρουρίου της Πάτρας (κυρίως πλησίον του Σαραβαλίου, καθώς και την Μονή Γηροκομειού), με σκοπό την αποτίναξη του κλοιού αποκλεισμού τους από τους επαναστατημένους Έλληνες, ενώ παράλληλα ο Κολοκοτρώνης βλέποντας τα γεγονότα από το στρατόπεδο στο κάστρο του Σαραβαλίου έστελνε δυνάμεις στα πεδία όπου αντιλαμβανόταν πως υπήρχε ανάγκη. Παρόλα αυτά οι Τούρκοι που είχαν και αριθμητική ανωτερότητα και υπεροχή στον οπλισμό, κυριαρχούσαν σχεδόν καθολικά και ακόμη σε κάποιες περιπτώσεις οι Έλληνες είχαν αποχωρήσει ή διασκορπιστεί, με εξαίρεση κάποιες θέσεις που μάχονταν ηρωικά και σκληρά, δείχνοντας απαράμιλλη μαχητικότητα.
Έτσι λοιπόν ο Κολοκοτρώνης άρχισε και πήγε μοναχός προς τα μέτωπα και πρώτα στην θέση «Παλαιόπυργος», που από εκεί και ύστερα ανασυντάσσοντας σκορπισμένους στρατιώτες του, αλλά και με την στρατηγική και την αποφασιστικότητά του, κατάφερε και ανέκτησε την κυριαρχία στην μάχη απέναντι στους Τούρκους, κάτι που μέχρι πρότινος φάνταζε αδύνατο. Οι Τούρκοι τελικά από επιτιθέμενοι και συσπειρωμένοι κατέληξαν σταδιακά και μαζικά να τρέπονται σε άτακτη φυγή προς το κάστρο.
Χαρακτηριστικά, αναφέρεται πως ο Κολοκοτρώνης είπε τα στρατηγικά ψέματα για λόγους εμψύχωσης και ανύψωσης ηθικού στους στρατιώτες του, πως έρχονται ενισχύσεις-βοήθεια, ενώ σε μια άλλη στιγμή που η μάχη χωρίστηκε σε δύο μεριές, σκέφτηκε να ανεβεί σε ένα ύψωμα με οπτικό πεδίο και προς τα δύο μέτωπα και από εκεί φώναξε: «Ετσάκισαν οι Τούρκοι, ετσάκισαν· πάρτε τους Έλληνες, πάρτε τους», χωρίς αυτό να ισχύει μέχρι την δεδομένη στιγμή. Αλλά οι μαχόμενοι, χωρίς να έχουν οπτική επαφή μεταξύ τους τα δύο μέρη, εκατέρωθεν νόμιζαν ότι αυτό γίνεται στο αντίστοιχο άλλο· ώσπου έπειτα από λίγο τα λόγια αυτά “επαληθεύτηκαν” ετεροχρονισμένα από τους Έλληνες σε όλο το εύρος της μάχης, αφού όλοι αυτοί που είχαν σκορπίσει στις γύρω πλαγιές ξαναμαζεύτηκαν και καταδίωξαν τους Τούρκους με ορμή. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης αναφέρει στη διήγηση του: «Επήραμε κεφάλια διακόσια πενήντα. Τι όμως έγιναν οι λαβωμένοι δεν ηξεύρω». Μετά το πάθημα τους εκείνο οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να ξεμακρύνουν από την Πάτρα προς τα έξω.
Οι τοποθεσίες «Παλαιόπυργος» και «Νερόμυλος του Σαϊταγά» που έλαβε χώρα η μάχη που έμεινε γνωστή ως «Μάχη του Σαραβαλίου», ανήκουν πλέον στην σημερινή περιφέρεια της άλλοτε κοινότητας του Πετρωτού.
Κάθε χρόνο στο Σαραβάλι, σε ανάμνηση και τίμηση της μάχης, γίνονται εορταστικές εκδηλώσεις, καθώς και αναπαράσταση της.