Η είδηση της σφαγής της Χίου συγκλόνισε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η στάση της οποίας μεταστράφηκε απέναντι στην ελληνική επανάσταση και πλέον υπήρξε θετική. Μετά το γεγονός αυτό, το φιλελληνικό κίνημα φούντωσε και σημαντικός αριθμός Ευρωπαίων φιλελλήνων έσπευσαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να ενισχύσουν τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα. Σημαντική επιρροή άσκησε το γεγονός σε Ευρωπαίους καλλιτέχνες.
Εμπνευσμένος από την σφαγή της Χίου ο Ευγένιος Ντελακρουά ζωγράφισε τον ομώνυμο πίνακα που εκτέθηκε στο Παρίσι και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση της γαλλικής κοινής γνώμης για τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων. Το 2009, ένα αντίγραφο του πίνακα εκτέθηκε στο τοπικό Βυζαντινό μουσείο της Χίου. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα αντίγραφα του έργου, με έτος δημιουργίας το 1919 (Ε. Ιωαννίδης) και εκτελέστηκε με εντολή του Γεωργίου Παπανδρέου που εκείνη την περίοδο εκτελούσε χρέη Γενικού Διευθυντή Νήσων Αιγαίου. Ακόμα ένα εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα σε μικρότερη κλίμακα (Λ. Κογεβίνας) και ένα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Πράγας.
Αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τις φρικιαστικές σκηνές στις εφημερίδες, ζωγράφοι (Ντελακρουά) τις απεικόνισαν και ποιητές (Ουγκώ, Χέμανς, Πιέρποντ, Χιλ, Σιγκούρνεϊ) έψαλλαν τη θλιβερά καταστροφή.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ (1802 – 1885) ήταν ένας από τους Φιλέλληνες στους οποίους η Ελλάδα χρωστάει πολλά. Όπως έλεγε ο ίδιος, «Η Μούσα που με εμπνέει να γράφω στίχους είναι η Ελλάς του Βύρωνος και του Ομήρου». Περίφημη είναι η εισήγησή του στον μεταρρυθμιστή της παιδείας στην Γαλλία, Γκυζώ: «Η Ελλάς, η Ιταλία και η Γαλλία αξίζει να αποτελέσουν πολιτιστική συμπολιτεία».
Οι Έλληνες «Λόγιοι» του 19ου αι τον αγαπούσαν πολύ, τον αποκαλούσαν «φίλο της Ελευθερίας» και μετέφραζαν το όνομά του «Νικίας Ούγος» ή «Νικηφόρος Ούγος» (από την λατινική λέξη Victoria = Νίκη).
Το ποίημα «L’ Enfant» περιέχεται στην Ποιητική Συλλογή «Orientales» [=Ανατολικά], Ιούνιος 1828). Το μετέφρασε ο Κωστής Παλαμάς (1885) (Άπαντα Κωστή Παλαμά, Τόμος ΙΑ΄ σελ. 290 – 291).
Το Ελληνόπουλο
Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ’όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μες την αφάνταστη φθορά.
-Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν’αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια, που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ’ το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μες στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει
μες απ’ τον ίσκιο του να βγει;
Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τ’ αγαθά
τούτα; Πες. Τ’ άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!