Ἄς μή βρέξει ποτέ
τό σύννεφον, καί ὁ ἄνεμος
σκληρός ἄς μή σκορπίσει
τό χῶμα τό μακάριον
πού σᾶς σκεπάζει.
Ὦ γνήσια τέκνα τῆς Ἑλλάδος
τέκνα ψυχαί πού ἐπέσατε
εἰς τόν ἀγῶνα ἀνδρείως,
τάγμα ἐκλεκτῶν Ἡρώων,
καύχημα νέον[1].
(Ἄνδρέας Κάλβος)
Αὐτό τό λαμπρό καύχημα, τό τάγμα τῶν ἐκλεκτῶν ἡρώων τοῦ 1821 τιμοῦμε σήμερα, καί τούς ἀποδίδουμε τόν δίκαιο καί πηγαῖο ἔπαινο καί τήν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη μας. Ἀποδίδουμε τόν δίκαιο ἔπαινο σ’ αὐτούς πού γέννησαν μέ τό αἷμα τους καί μέ τό δάκρυ τῆς ψυχῆς τους τήν λευτεριά τῆς ἱερῆς μας γῆς, τῆς εὐλογημένης μας πατρίδος, τῆς Ἑλλάδος μας. Σ’ αὐτούς πού πῆραν τά ὅπλα καί ἐπαναστάτησαν ἐνάντια στόν ζυγό τοῦ ὀθωμανοῦ κατακτητῆ.
Καί τούς ἀποδίδουμε τόν δίκαιο αὐτό ἔπαινο σήμερα, πού, ἀντίθετα μέ τήν εὐχή τοῦ ποιητῆ Ἀνδρέα Κάλβου, «σύννεφα σκοτεινά καί ἄνεμοι σκληροί» ἀπειλοῦν μέ τόν τρόπο τους νά σκορπίσουν «τό χῶμα τό μακάριον πού τούς σκεπάζει».
Εἶναι τά σκοτεινά σύννεφα τῆς ὑποτέλειας, τῆς ξενομανίας, τοῦ ραγιαδισμοῦ καί τοῦ γραικυλισμοῦ. Εἶναι ἡ καταιγίδα τοῦ θρησκευτικοῦ καί ἐθνικοῦ ἀποχρωματισμοῦ, τῆς ἱστορικῆς ἀλλοίωσης καί παραχάραξης, τῆς παραγραφῆς καί τῆς λησμοσύνης. Εἶναι οἱ σκληροί ἄνεμοι τοῦ ἐφησυχασμοῦ, τῆς εὐμάρειας, τῆς εὐδαιμονίας, τῆς ἄνεσης, τῆς εὐζωΐας καί τῆς ἀσφάλειας.
Εἶναι τό σύνδρομο τοῦ δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ καί τῆς ψευτοδιανόησης, πού ἔχει ἀλλοτριώσει τήν πνευματική καί πολιτική ἡγεσία τοῦ τόπου μας καί τήν ὁδηγεῖ στήν ἄρνηση τοῦ ἱστορικοῦ μας παρελθόντος, στήν ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης καί τῆς ἐθνικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, στήν ἀπαξίωση τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἰδανικῶν τοῦ γένους μας, στήν ἀμαύρωση ἀκόμη καί αὐτῶν τῶν ἴδιων τῶν ἡρώων καί τῶν μαρτύρων τῆς φυλῆς μας.
Ἐμεῖς, ὅμως, δέν παύουμε νά τό βροντοφωνάζουμε καί νά τό διακηρύττουμε πρός πᾶσα κατεύθυνση, ὅτι εἴμαστε ὑπερήφανοι καί δοξάζουμε τόν Πανάγαθο Τριαδικό Θεό μας, πού ἐν τῇ ἀπείρῳ εὐσπλαγχνίᾳ Του εὐδόκησε νά γεννηθοῦμε σ’ αὐτή τήν εὐλογημένη Πατρίδα, τήν Ἑλλάδα μας, τήν τόσο δοξασμένη μά καί τόσο πονεμένη.
Ἡ χώρα μας, δέν εἶναι οὔτε «μικρή» (ὅπως τή χαρακτήρισε προσφάτως ὁ πρωθυπουργός), οὔτε ἀδύναμη, οὔτε ἀσήμαντη. Εἶναι μιά χώρα ἀρχῆθεν ἡρωική, πολυένδοξη, περιάκουστη, γεννήτρα τῆς ἀνυπέρβλητης φιλοσοφίας, τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, τῶν σοφωτάτων τραγωδῶν, τῆς ἀρχιτεκτονικῆς φιλοκαλίας (Ἀκρόπολη, Ἁγια-Σοφιά), τῆς ἀστρονομίας, τῆς ἰατρικῆς, τῆς φυσικῆς, τῶν μαθηματικῶν. Εἶναι ἐν γένει ἡ ἐφευρέτρια ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ καί ἀέναη πηγή τῆς τόλμης, τῆς ἀνδρείας, τῆς ἀρετῆς καί τῆς φιλοτιμίας.
Συγκλονιστικό καί ἐξόχως τιμητικό γιά τό λαό μας καί τήν θεολογία μας εἶναι τό γεγονός ὅτι ὅλα τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι γραμμένα ἐξ ἀρχῆς στήν ἑλληνική γλῶσσα, ὅπως καί ἡ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν Ἑβδομήκοντα, πού ἐκπονήθηκε250 περίπου χρόνια πρό Χριστοῦ, μέ πρωτοβουλία τοῦ Ἕλληνα βασιλέως Πτολεμαίου Β΄, τοῦ Φιλαδέλφου (βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, 283-245 π.Χ., ἐκ τῶν διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου). Στά αὐθεντικά καί ἀναλλοίωτα αὐτά κείμενα στηρίχθηκαν ἀργότερα οἱ μεταφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς σέ ὅλες τίς ἑκατοντάδες ἄλλες γλῶσσες τῆς οἰκουμένης.
Ἡ μεγίστη, ὅμως, τιμή καί θεία δωρεά γιά τόν λαό μας εἶναι ὅτι ἀποτελοῦμε τόν ἐκλελεγμένο λαό τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ μας καί διατηροῦμε ἐπί 2000 χρόνια τήν αὐθεντική ὀρθόδοξη πίστη καί λατρεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, μέ ταυτόχρονη ὁλόθερμη πίστη καί ἀγάπη στήν Κυρία μας Θεοτόκο, τήν ἀπροσμάχητη Μάνα καί Προστασία τοῦ λαοῦ μας καί σ’ ὅλους τούς Ἁγίους, τῶν ὁποίων ἡ παρουσία ὡς νέφος περισκέπει τήν πάντοθεν πολεμουμένη καί ἀείποτε προδομένη Πατρίδα μας.
Δέν εἶναι, ἄλλωστε, τυχαῖο, ἀλλά ἀποτελεῖ μοναδικό καί ἀξιοσημείωτο γεγονός τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας ἀναδεικνύει μέχρις ἐσχάτων -ἐν μέσῳ ἐθνῶν ἀπίστων καί διεστραμμένων- δεκάδες ἁγίων, πού μέ τά θαύματά τους στηρίζουν, παρηγοροῦν καί καθοδηγοῦν τόν πονεμένο λαό μας.
Δέν εἶναι, λοιπόν, ἡ Πατρίδα μας, «μικρή», ἀλλά, σύν Θεῷ, Μεγίστη, δέν εἶναι «ἀδύναμη», ἀλλά Παντοδύναμη, δέν εἶναι «ἀσήμαντη», ἀλλά Πολυσήμαντη. Ἔχουμε, δηλαδή, τήν καλύτερη, ὡραιότερη, ἡρωϊκότερη, ἐνδοξότερη καί ποθεινότερη Πατρίδα τοῦ κόσμου, τήν Ἑλλάδα μας. Δόξα τῷ Θεῷ!
Κάθε σπιθαμή τῆς γῆς της εἶναι ποτισμένη μέ τά ἱερά αἵματα πολυάριθμων μαρτύρων, ἱερομαρτύρων καί ἐθνομαρτύρων. Τό μαρτυρικό τους αἷμα ἔχει ποτίσει κάθε γωνιά τῆς Πατρίδας μας, κάθε χωριό καί πόλη, κάθε κορυφή καί κάθε λαγκαδιά καί ὅλες τίς θάλασσές μας καί τούς καθιστᾶ ἀκοίμητους φρουρούς καί προστάτες τῶν συνόρων μας καί τῆς ἐλευθερίας μας. «Τούτων τά πνεύματα ὡς νέφος ἡμῖν ὧδε περίκεινται καί τῶν ὀστέων αὐτῶν οἱ τύμβοι τά ὅρια τῆς πατρίδος γῆς φυλάττουσι, τά δέ αὐτῶν τίμια αἵματα τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν τό δένδρον ἀρδεύουσιν»[2], διαβάζουμε στήν ἐπιμνημόσυνη Δέηση ὑπέρ τῶν ἐν πολέμῳ πεσόντων.
Αὐτούς τούς ἥρωες τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ γένους μας, τούς μάρτυρες τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος, τούς ὑπερασπιστές τῶν ἐθνικῶν μας δικαίων καί ἰδανικῶν τιμοῦμε ἐπισήμως, χρεωστικῶς καί εὐγνωμόνως σήμερα.
Τιμώντας τούς συντελεστές καί πρωτεργάτες τοῦ ἐθνικοῦ θαύματος τοῦ 1821, δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι τό θαῦμα αὐτό εἶναι πρωτίστως ἀποτέλεσμα τῆς πίστεως στόν Θεό, πού ἐνδυνάμωνε τήν ἀνδρεία τους καί τήν ὁρμή τους γιά τήν διάσωση τοῦ πολύπαθου γένους μας.
«Παιδιά μου, πρέπει νά φυλάξετε τήν πίστιν σας καί νά τήν στερεώσετε», προέτρεπε ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τούς νέους, «διότι ὅταν ἐπιάσαμεν τά ἅρματα, εἴπαμεν πρῶτα ὑπέρ πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος»[3].
Καί κατά τήν μακρά περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν αὐτή πού κράτησε ὄρθιο τό Γένος, πού φρόντισε γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν ἑλληνοπαίδων, πού ἔθρεψε γενιές καί γενιές μέ τήν πίστη καί τήν προσμονή τῆς ποθητῆς ὥρας τῆς λευτεριᾶς, πού ἐκποίησε ἀκόμη καί τά ἱερά της κειμήλια γιά τήν οἰκονομική ὑποστήριξη τοῦ ἀγῶνα, πού προσέφερε ὡς θυσία πλήθη νεομαρτύρων, ἱερομαρτύρων καί ἐθνομαρτύρων στόν βωμό τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ.
Τό αἱματοβαμένο ράσο, οἱ ταπεινοί παπάδες καί οἱ καλόγεροι ἦταν τό σύμβολο τοῦ ἀδούλωτου φρονήματος καί τοῦ ἀγῶνα γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ. Τά μοναστήρια καί οἱ ἐκκλησιές ἦταν τά κέντρα τῆς παιδείας, τά κέντρα τοῦ συντονισμοῦ, τά κέντρα φύλαξης πολεμικοῦ ὑλικοῦ, τά κέντρα τοῦ ἔνοπλου ἀγῶνα. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ καρδιά τῆς σταυρικῆς πορείας, τοῦ Γολγοθᾶ τῶν Ἑλλήνων πρός τήν ἐθνική τους ἀνάσταση.
«Αὐτά τά μοναστήρια ἦταν τά πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας –μαρτυρεῖ ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης– Ὅτι ἐκεῖ ἦταν οἱ τσεμπιχανέδες μας κι ὅλα τά ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, ὅτ’ ἦταν παράμερον καί μυστήριο ἀπό τούς Τούρκους. Καί θυσίασαν οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι, καί σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τόν ἀγῶνα»[4].
Σέ ὅλους αὐτούς τούς ἀρνησιπάτριδες καί τούς φραγγεμένους γραικύλους τήν ἀπάντηση τήν δίνει μία ἀπό τίς ἡρωικώτερες καί εὐγενέστερες μορφές τοῦ ἀγῶνα, ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης: «..καὶ βρίζουν, οἱ πουλημένοι [Ἕλληνες] εἰς τοὺς ξένους, καὶ τοὺς παπάδες μας, ὁποῦ τοὺς ζυγίζουν ἄναντρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς παπάδες τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διὰ νὰ βλογᾶνε τὰ ὅπλα τὰ ἱερά, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μὲ ντουφέκι καὶ γιαταγάνι, πολεμώντας ὡσὰν λεοντάρια. Ντροπὴ Ἕλληνες»[5].
Ἡ φωνή τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη ἀντηχεῖ καί σήμερα εὐθύβολη καί στεντόρεια: «Ντροπή Ἕλληνες»!!! Ντροπή στούς ἀρνητές τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος· ντροπή στούς παραχαράκτες τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας· ντροπή στούς ἀλλοτριωτές τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης· ντροπή στούς ἐθνομηδενιστές καί στούς βιαστές τῆς ἐθνικῆς μας συνειδήσεως.
«Ντροπή Ἕλληνες», φωνάζει ὁ Μακρυγιάννης, στούς ξεθεμελιωτές τῆς ἐθνικῆς μας συνοχῆς, στούς ὁδοστρωτῆρες τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητος, πού ἀδηφάγα καί μανιακά δέν σταματοῦν νά ξηλώνουν, νά ἀποκαθηλώνουν, νά γκρεμίζουν, νά ἀποσυνθέτουν θεσμούς, ἀξίες, σύμβολα, ἀρχές, ἰδέες, ἰδανικά, μέ ὅποιο μέσο διαθέτουν καί μποροῦν νά χρησιμοποιήσουν.
Ἕνα, λοιπόν, ἀπό τά ἀντίθεα καί ἀνθελληνικά σχέδια πού ἐφαρμόζονται στίς μέρες μας εἶναι ἡ παραχάραξη τῆς ἱστορίας μας καί ἡ συνολική ἀποδόμηση τῆς ἐθνικῆς μας παιδείας καί ἀπό τήν ἐπίσημη Πολιτεία. Πρόκειται γιά μία ἐνορχηστρωμένη προσπάθεια, πού ἐκτυλίσσεται ἀπροκάλυπτα καί μέ ταχεῖς ρυθμούς καί ἔχει ὡς «θύμα» της καί τήν ἐθνική μας παλιγγενεσία γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ, τῆς ὁποίας τήν ἐπέτειο τῶν 200 ἐτῶν τιμοῦμε ἐφέτος.
Ὁ ὁδοστρωτήρας τοῦ ἀφελληνισμοῦ ἀπειλεῖ νά ἰσοπεδώσει καί νά ἀναιρέσει ἀκόμη καί τά αὐτονόητα: τόν ἐθναρχικό ρόλο καί τήν πολύπλευρη προσφορά τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν ἀγῶνα τοῦ 1821, τόν πόθο καί τόν ἀγῶνα γιά τήν ἐλευθερία ὅλων τῶν Ἑλληνῶν, ἀνεξαρτήτως κοινωνικῆς προελεύσεως, τό φρόνημα, τό ἦθος καί τήν θυσία τῶν ἀγωνιστῶν, ἀκόμη καί αὐτή τήν βαρβαρότητα τοῦ κατακτητῆ καί τίς συνθῆκες καταπίεσης καί τυραννίας τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων!
Ἐπιχειρεῖ νά παραποιήσει τόν χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ὁ ὁποῖος ἦταν καθαρά ἐθνικοαπελευθερωτικός καί ὄχι ταξικός ἤ κοινωνικός ἤ μοναδικό ἀποτέλεσμα τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅπως κατά συρροήν προπαγανδίζεται στίς μέρες μας.
Ὁ σύγχρονος ὁδοστρωτήρας τοῦ ἀφελληνισμοῦ ἐπιχειρεῖ νά ἀκυρώσει ἀκόμη καί τίς ἐπιλογές, τίς ἐπιθυμίες καί τίς ἀποφάσεις τοῦ ἴδιου τοῦ λαοῦ, πού ἀγωνίστηκε γιά τήν ἐλευθερία τῆς πατρίδος του καί πού διεκήρυσσε στήν πρώτη Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου τό 1822, ὅτι «… ὁ λαός τῆς Ἑλλάδος ἔλαβε τά ὅπλα καί δέν ζητεῖ διά τῶν ὅπλων παρά τήν λαμπρότητα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μετά τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς κλήρου κατεδιώκετο καί κατεφρονεῖτο ὑπό τῶν Τούρκων…»[6]. Καί στήν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας τό 1827 διεκήρυττε, ἐπίσης, ὅτι «ὡς χριστιανοί οὔτε ἦτο, οὔτε εἶναι δυνατόν νά πειθαρχήσωμεν δεσποζόμενοι ἀπό τούς θρησκομανεῖς Μωαμεθανούς, οἱ ὁποῖοι κατέσχιζαν καί κατεπάτουν τάς ἁγίας εἰκόνας, κατεδάφιζαν τούς ἱερούς ναούς, κατεφρόνουν τό Ἱερατεῖον, ὑβρίζοντες τό θεῖον ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί μᾶς ἐβίαζον ἤ νά γίνωμεν θύματα τῆς μαχαίρας των, ἀποθνήσκοντες χριστιανοί ἤ νά ζήσωμεν Τοῦρκοι, ἀρνηταί τοῦ Χριστοῦ καί ὀπαδοί τοῦ Μωάμεθ. Πολεμοῦμεν πρός τούς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου μας»[7].
Ἀλλά καί στά πρῶτα Συντάγματα τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων τῆς Ἐπιδαύρου, τοῦ Ἄστρους καί τῆς Τροιζήνας οἱ Ἕλληνες διεκήρυσσαν: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν εἰσί Ἕλληνες»[8].
Ἡ σύγχρονη λαίλαπα τοῦ ἀφελληνισμοῦ μέ μανιώδη ὁρμή ἐπιχειρεῖ νά ἀκυρώσει τήν ἀνδρειοσύνη καί μαρτυρική προσφορά τῶν ἀγωνιστῶν καί τῶν ἐθνομαρτύρων τοῦ Γένους μας, τούς ὁποίους δικαίως καί ἐπιβεβλημένα τιμοῦμε καί ἐπαινοῦμε σήμερα. Νά παραγράψει ἀπό τίς μνῆμες τῶν Νεοελλήνων τήν φλογερή πίστη, τήν λεβεντιά, τόν πόθο γιά τήν ἐλευθερία τόσων καί τόσων ἐπώνυμων καί ἀνώνυμων, πού ἀφιέρωσαν τήν ζωή τους στόν μεγάλο καί ἱερό σκοπό τῆς ἀνάστασης τοῦ Γένους, πού πάσχισαν καί μόχθησαν νά κρατήσουν ζωντανή τήν ψυχή τοῦ βασανισμένου ραγιᾶ, νά κρατήσουν ζωντανή τήν πίστη του, τήν γλῶσσα του, τήν ἐθνική του συνείδηση.
Ἐπιχειρεῖ νά ἀπαξιώσει καί νά ξεριζώσει ἀπό τήν μνήμη τῶν Νεοελλήνων πατριάρχες, ἐπισκόπους, παπάδες, καλογήρους, ἄρχοντες, δασκάλους τοῦ Γένους, ἐμπόρους, ἀρματωλούς, κλέφτες, ὁπλαρχηγούς, καπεταναίους, πλοιάρχους καί πυρπολητές, ἡρωϊκές κόρες καί μητέρες, ὅλους ὅσοι ἀποτέλεσαν τήν θεία ἐκείνη «παρεμβολή τῆς παρατάξεως Κυρίου» καί τοῦ Γένους, ἀνθρώπους μέ πίστη στόν Θεό, ἡ ὁποία τούς ὅπλιζε μέ ὑπομονή, μέ θάρρος, μέ εὐψυχία, μέ ἐλπίδα, μέ πνεῦμα θυσίας, αὐτά πού ἦταν «τά μόνα φοβερά ὅπλα εἰς χεῖρας λαοῦ πολεμοῦντος πρός ἀπόκτησιν τῆς ἐλευθερίας του»[9], ὅπως τόνιζε χαρακτηριστικά ὁ μάρτυρας τῆς ἐλευθερίας Ἀθανάσιος Διάκος.
Τό βαθύτερο νόημα καί ἡ οὐσία τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 εἶναι αὐτό πού βάλλεται κατ’ ἐξοχήν στίς μέρες μας καί ἀπειλεῖται ἀπό τήν λαίλαπα τοῦ σύγχρονου ἀφελληνισμοῦ. Γιατί τό Εἰκοσιένα δέν εἶναι ἕνας ἁπλός σταθμός στήν πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι μιά ἀφετηρία, ἕνα ξεκίνημα, μιά Ἐθνική Παλιγγενεσία. Ἕνας θεμελιώδης ὅρος δημιουργίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, πού μᾶς ζητεῖ νά τοῦ ἀφιερώσουμε τόσο τήν καρδιά ὅσο καί τή γνώση μας. Γιά τόν σημερινό Ἕλληνα πρέπει νά στέκει τόσο ψηλά, ὥστε νά ἀγγίζει τή σφαίρα τοῦ μύθου. Νά γίνει θρύλος, ἐθνικό μνημεῖο, σύμβολο τῆς ἀγωνιστικῆς ἰδέας, πού συμπυκνώνει καί ἐκφράζει ὅλους μαζί τούς ἀγῶνες καί τά κλέη, ἀπό τότε πού ὑπάρχει συνείδηση ἑλληνική.
Τό Εἰκοσιένα συνδέει δυναμικά καί ὁλοκληρωμένα τόν Νέο Ἑλληνισμό μέ τό δοξασμένο ἱστορικό παρελθόν του. Ἀποκαθιστᾶ, ἀναμφίβολα, κατά τρόπο ὁριστικό καί τελεσίδικο, τήν ἑλληνική ἱστορική συνέχεια, τήν ἀδιαίρετη ἑνότητα τοῦ ἑλληνισµοῦ ἀπό τήν ἀρχαιότητα µέχρι καί τήν σύγχρονη ἐποχή. Αὐτή τήν ἀδιάσπαστη πορεία τοῦ ἑλληνισµοῦ, πού τόσο βάλλεται καί ἀμφισβητεῖται ἀπό ὅσους ἀποµονώνουν καί τιμοῦν µόνον τήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, ὑποτιµώντας καί ἀγνοώντας συνειδητά τήν φυσική ἱστορική συνέχειά της. Ἀποκόπτουν, ἔτσι, τούς νεοέλληνες ἀπό τούς φυσικούς προγόνους τους, ἀπονεκρώνοντας ἕνα ὁλόκληρο κοµµάτι τῆς ἱστορίας τους: τό χιλιόχρονο ἑλληνικό Βυζάντιο καί τὴ νεώτερη Ἑλλάδα, τήν ἴδια τήν ρωµιοσύνη, παραµορφώνοντας τήν ταυτότητά τους, τὴν ἐθνικὴ καί πολιτισµικὴ ἰδιοπροσωπία τους.
Ἡ ἐπιχείρηση ἀφελληνισμοῦ πού περιγράψαμε ἐκδηλώνεται μέ ἀκόμη μεγαλύτερη ἔνταση καί ἐπιμονή μέ ἀφορμή τήν ἐφετινή ἐπέτειο τῶν διακοσίων ἐτῶν ἀπό τήν ἐθνική μας παλιγγενεσία. Βρισκόμαστε, ἔτσι, καθημερινά ἀντιμέτωποι μέ τίς πιό ἀκραῖες καί πρωτόγνωρες τοποθετήσεις, πού δυσφημοῦν καί κατασυκοφαντοῦν τό ἀληθινό πνεῦμα καί τούς ἥρωες τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀκοῦμε καί διαβάζουμε γιά τήν ἀνάγκη «νά μάθουμε τήν πραγματική μας ἱστορία», «νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τίς “ἁμαρτίες μας”», γιά τήν ἀνάγκη «νά ἐπανασυστηθεῖ ἡ Ἑλλάδα στόν σύγχρονο κόσμο», τήν ἀνάγκη «ἐπανεκκίνησης» τῆς ἱστορίας μας καί ἄλλα ἀνάλογα.
Τά ἀντίθεα καί ἀνθελληνικά σχέδια πού ἐφαρμόζονται στίς μέρες μας εἶναι ὁ καρπός τῆς μακρᾶς καί πολυετοῦς συντονισμένης καί ἐνορχηστρωμένης προσπάθειας τῶν ἀρνητῶν τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας. Ὅπως δήλωσε τόσο ἀποκαλυπτικά ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός σέ κάποια ραδιοφωνική συνέντευξή του:
«Ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους (1830-32) καί μετά τό 1836, μέ τά πρωτόκολλα τῆς Εὐρώπης, ἔπαψε ὁ ἑλληνισμός νά λαμβάνει ἀποφάσεις γιά τόν ἑαυτό του μέσω τῶν κυβερνητῶν του. Ὁ μόνος ὀρθόδοξος καθ’ ὁλοκληρίαν κυβερνήτης ἦταν ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἔχουμε πολιτικούς καί διανοουμένους πού ὑπηρετοῦν τήν Δύση καί τά δυτικά σχέδια. Δέν ἀπολυτοποιῶ. Δέν ἐκτείνομαι σ’ ὅλο τό χῶρο τῶν πολιτικῶν καί τῶν διανοουμένων, ἀλλά καί οἱ λίγοι ἐκεῖνοι ἀπό τίς δύο πλευρές πού θέλουν νά σκεφθοῦν καί ν’ ἀποφασίσουν ἑλληνικά, ἐλέγχονται ἀπό ξένα κέντρα».
Εἶναι προφανές ὅτι βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τό ξενοκίνητο κατεστημένο πού συντηροῦν οἱ ἀργυρώνητοι προπαγανδιστές, οἱ ψευτοδιανοούμενοι καί ψευτοδημοκράτες, πού στό ὄνομα τῆς ἀσφάλειας μετατρέπονται σέ δικτατορίσκους καί καταστρατηγοῦν ἐτσιθελικά συνταγματικά δικαιώματα καί ἐλευθερίες.
Βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τό κατεστημένο τῶν «γνωστῶν ἄγνωστων» κατ’ ἐπάγγελμα καί κατ’ ἐπίφαση ἀντιρρησιῶν, μιᾶς δράκας ἀνθρώπων, μιᾶς ἐλάχιστης μειοψηφίας,πού καθημερινά ἀναστατώνει καί ἐπιβαρύνει τήν ζωή τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν πολιτῶν καί σκορπᾶ τήν τυφλή βία καί τόν τρόμο στούς πολίτες.
Προσπαθοῦν ὅλοι αὐτοί νά ἐπιβάλουν βίαια καί στανικά τά δικά τους διαβρωτικά καί ἀλλοτριωτικά πρότυπα σέ ἕναν ὁλόκληρο λαό, ἐπικαλούμενοι μάλιστα τήν ἐλευθερία του, τήν εὐημερία του καί τά δικαιώματά του. Ἔλεγε προφητικά ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου, ἐκφράζοντας τήν διαχρονική ἀλήθεια:
«Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ καλούπι θέλετε νὰ βάλετε τὸν λαό, κ’ ἔτσι νὰ χαθεῖ ἀπὸ πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι ἀληθινῆς ζωῆς, κάθε χαρακτήρας. Αὐτὸ τὸ λέτε “συγχρονισμὸ” καὶ “ἐξέλιξη”! Ἀνόητοι κι ἀναίσθητοι! “Συγχρονισμένο” καὶ “ἐξελιγμένο” εἶναι ὅ,τι εἶναι ζωντανό, καὶ μοναχὰ ὅ,τι εἶναι πνευματικὰ πεθαμένο, ὅπως εἴσαστε ἐσεῖς, αὐτὸ δὲ μπορεῖ νὰ ’ναι οὔτε συγχρονισμένο οὔτε ἐξελιγμένο, ἀφοῦ δὲν εἶναι ζωντανό. Ὁ συγχρονισμὸς ὁ ἀληθινὸς εἶναι κάποια ἐνέργεια, ποὺ γίνεται μόνη της μέσα σὲ κάθε ζωντανὸ πλάσμα. Λοιπόν, ποιὰ Ἑλλάδα καὶ ποιὸν λαὸ θὰ “συγχρονίσετε”, ἀφοῦ ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὁλοζώντανη κι ὁ λαός της εἶναι ἀείζωος; Θὰ ζωντανέψετε ἐσεῖς τὴ ζωή, ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι καὶ θαμμένοι; Θαρρεῖτε, πὼς μὲ τὶς ὑστερικὲς φωνὲς καὶ μὲ τὶς θεατρικὲς σκηνοθεσίες φανερώνεται ἡ ζωή; Νά, αὐτὴ ἡ ἄψυχη σκηνοθεσία, αὐτὴ εἶναι ἡ “ἐξέλιξη” κι ὁ “συγχρονισμός” σας. Αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, γιατὶ ἡ ψευτιὰ εἶναι θάνατος κ’ ἡ ζωὴ ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ κ’ ἐσεῖς, μὲ ὅλες τὶς φωνὲς ποὺ βάζετε, καὶ μ’ ὅλες τὶς δραστηριότητες, καὶ μὲ ὅλα τά ὑστερικὰ ξετινάγματα, ἔχετε ἀπάνω σας τὴ μπόχα τοῦ θανάτου. Κι ἀντὶ νὰ πᾶτε κοντὰ στὸν λαό, ποὺ εἶναι πηγὴ ζωῆς, γιὰ νὰ πάρετε λίγη ζωὴ κι ἀλήθεια, ἐσεῖς θέλετε νὰ τὸν κάνετε ζωντανόν, ἐκεῖνον· ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι νὰ ζωντανέψετε τὴ ζωή, οἱ ψεῦτες νὰ φανερώσετε τὴν ἀλήθεια, οἱ βρουκολάκοι νὰ δώσετε δύναμη καὶ νεῦρα στὸν ἀντρειωμένον!»[10].
Ἄς γνωρίζουν, λοιπόν, ὅλοι ὅσοι φωνασκοῦν, παραπληροφοροῦν, ταλαιπωροῦν καί τρομοκρατοῦν τόν λαό μας, ὅτι ματαιοπονοῦν. Ἄς εἶναι βέβαιοι ὅτι τά ὀνόματά τους θά ἐξαφανισθοῦν ἀπό τήν ἱστορία τῆς ἱερᾶς γῆς τῆς πατρίδος μας καί θά ριφθοῦν στόν κάλαθο τῆς ἀμνημοσύνης.
Ἄς γνωρίζουν ὅτι, μέ τήν χάρη καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, δέν ὑποστέλλουμε τήν σημαία τοῦ ἀγῶνα, δέν ἐγκαταλείπουμε τό πεδίο τῆς μάχης, δέν μᾶς κάμπτουν οἱ δοκιμασίες καί οἱ ἀντιξοότητες, δέν ἐνδίδουμε στίς ἀπειλές καί τίς ἐπιβουλές τους, δέν ἐκχωροῦμε τά τιμαλφῆ τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας, ἀλλά θά σταθοῦμε ἀντάξιοι τῆς ἱστορίας καί τῆς παραδόσεώς μας, μέ ὅποιο κόστος ἤ τίμημα. Ἡ νίκη θά εἶναι βεβαία καί θά εἶναι δική μας, ἐπειδή εἴμαστε μέ τήν Ἀλήθεια, τόν Αἰώνιο Νικητή, τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Ἄς ξέρουν οἱ ἀρχιτέκτονες τῆς Νέας Τάξης πραγμάτων, πού κρίνουν μόνο μέ τό μυαλό καί τά νούμερα, ὅτι «ἡ τύχη μᾶς ἔχει πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ὡς τώρα, ὅλα τά θεριά πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέ μποροῦνε. Τρῶνε ἀπό μᾶς καί μένει καί μαγιά»[11].
Ἄς ξέρουν ὅτι μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἕνας μπορεῖ νά κατατροπώσει χίλιους καί δύο μποροῦν νά κατατροπώσουν μυριάδες («διώξεται εἷς χιλίους καὶ δύο μετακινήσουσι μυριάδας»[12]).
Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, σθεναρή, ἡρωική καί ἄκαμπτη ἀντίσταση σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί πρός κάθε κατεύθυνση. Ἀντίσταση στόν ἀφελληνισμό καί τήν παραχάραξη τῆς ἱστορίας μας· ἀντίσταση στήν ἀπορθοδοξοποίηση καί τήν ἀποεκκλησιοποίηση τῆς ζωῆς μας· ἀντίσταση στήν ποδηγέτηση καί τόν ἔλεγχο τῶν ἐπιλογῶν καί τῆς συνειδήσεώς μας· ἀντίσταση στήν δέσμευση τῆς ἐλευθερίας καί τῶν δικαιωμάτων μας.
Ἀντίσταση παντί σθένει καί πάσῃ δυνάμει· ἀντίσταση μέχρις ἐσχάτων.
Καί τέλος, ἄς γνωρίζουν πώς ὅσο τελοῦνται Θεῖες Λειτουργίες στά ὀρθόδοξα θυσιαστήρια τῶν καθαγιασμένων ναῶν μας καί ὅσο οἱ πιστοί θά μετέχουν, μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης, στό θειότατο καί σωτηριῶδες μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, ἡ καταπονημένη καί καταπονεμένη πατρίδα μας θά παραμένει ἀκέραια, ἀδούλωτη καί ἀκτινοβολοῦσα, εἰς πεῖσμα καί καταισχύνη τῶν ἐχθρῶν καί ὑπονομευτῶν της καί πρός δόξα τοῦ τά πάντα χορηγοῦντος Δεσπότου μας Χριστοῦ.
ΖΗΤΩ Η ΑΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ!
ΖΗΤΩ Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821!
ΖΗΤΩΣΑΝ ΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΜΑΣ!
ΖΗΤΩ Η ΠΟΛΥΑΘΛΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΕΝΔΟΞΗ
ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ!
[1] Ἀνδρέα Κάλβου, Ὡδή Τετάρτη [ΙV] Εἰς τόν Ἱερόν Λόχον
[2] Ἐπιμνημόσυνη δέηση ὑπέρ τῶν ἐν πολέμῳ πεσόντων, Περιστατικαί Ἀκολουθίαι, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἑλλάδος
[3] Κολοκοτρώνη, Ἀπομνημονεύματα
[4] Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα
[5] Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα
[6] Α΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, 1822
[7] «Πολιτικόν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος», Γ’ Ἐθνοσυνέλευση Τροιζήνας, 1827
[8] «Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος», Α΄ Ἐθνοσυνέλευση Ἐπιδαύρου, Ἰανουάριος 1822, Β’ Ἐθνοσυνέλευση Ἄστρους, 1823, Γ’ Ἐθνοσυνέλευση Τροιζήνας, 1827
[9] Σπυρίδωνος Φόρτη, Βιογραφία Ἀθανάσιου Διάκου, Λόγος Ἀθανάσιου Διάκου πρός τούς Λιβαδεῖτες
[10] Φ. Κόντογλου, Τό τρελλό νερό, «Εὐλογημένο Καταφύγιο», ἐκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ» 1990
[11] Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα
[12] Δευτερονόμιο, κεφ. 32, 30