Γιὰ τὴν ἀξία τῆς Ἑλληνικῆς Παράδοσης, ὡς θεμελιώδους παράγοντα συνέχισης τῆς ὕπαρξης τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων, ἔγραψαν οἱ περισσότεροι λόγιοί μας. Ἐκφράζουν τὴν ἀλήθεια, πὼς μὲ αὐτὴ τὴν Παράδοση οἱ Ἕλληνες διατηρήσαμε τὴν ταυτότητά μας ἐπὶ αἰῶνες σκλαβιᾶς σὲ ἑτερόδοξους καὶ ἀλλόθρησκους βάρβαρους κατακτητές μας.
Ὁ Γιῶργος Σεφέρης στὸ βιβλίο του «Τρεῖς μέρες στὰ Μοναστήρια τῆς Καππαδοκίας» (Ἔκδοση τοῦΓαλλικοῦ Ἰνστιτούτου Ἀθηνῶν τὸ 1953) γράφει: «Πρέπει νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει μὲ ἄνεση ἕνα διάστημα σ’ αὐτὰ τὰ μέρη. Νὰ ἰδεῖ καὶ νὰ ξαναϊδεῖ, νὰ ἀργοπορήσει, νὰ στοχαστεῖ καὶ νὰἀναμετρήσει… Κι ἂν τύχει καὶ εἶναι Ἕλληνας, πρέπει νὰ ἔχει τὸν πόθο νὰ κοιτάξει ἀπὸ πιὸ κοντὰ τί χρωστᾶμε καὶ νομίζω ὅτι χρωστᾶμε πολλὰ στὸ σταυροδρόμι αὐτῆς τῆς Ἄκρης, ποὺ εἶναι συνάμα ἕνα ἀνυποψίαστο, γιὰ τοὺς περισσότερους, χωνευτήρι ρευμάτων Ἀνατολῆς, Βοριᾶ, Νοτιᾶ καὶΔύσης. Πρέπει νὰ ἔχει τὴν ἰδιοσυγκρασία νὰ ἰδεῖ αὐτὸ ποὺ λέμε ἑλληνικὴ παράδοση, ἐν κινήσει, ὅπου τὸ μικρὸ καὶ λησμονημένο μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ἴδια σημασία μὲ τὰ ἀπαρασάλευτα μνημεῖα τῆς τέχνης».
Ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος στὴν παρθενική του ὁμιλία στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, τὸ 1988, εἶπε μεταξὺ ἄλλων: «Νὰ εἰπῶ ὅτι ἡ ἠθική μας ἀντίσταση ἔχει καταθέσει τὰ ὅπλα καὶ ὅτι κινδυνεύουμε νὰ καταποντιστοῦμε μέσα στὴν εὐρωπαϊκὴ χοάνη, ποὺ αὔριο θὰ ἀρχίσει νὰ ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς τὰ ἐδῶ; Νὰ εἰπῶ ὅτι ἀρχίσαμε νὰ κατεδαφίζουμε τὴ γλῶσσα μας καὶ ὅτι αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ κατεδάφιση τοῦ ἴδιου τοῦ ἔθνους μας;… Αὐτὸς εἶναι ἕνας λόγος περισσότερος ποὺ ἐπιβάλλει νὰ συνέλθουμε ἐμεῖς, σὰν φυσικοὶ κληρονόμοι, ποὺ εἴμαστε, καὶ νὰ σκεφτοῦμε τί θὰ κάνουμε. Πῶς θὰ ἀνασυνθέσουμε τὴ φθαρμένη μας ἑλληνικὴ ταυτότητα. Ὅλοι τὸ γνωρίζουμε πὼς δὲν μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ μίαν ἀνανεωμένη ἐθνικὴ παρουσία, ἔχοντας πάψει νὰ λειτουργοῦμε πάνω στὶς ρίζες μας».
Ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος γράφει στὸ βιβλίο του «Collectanea» (Ἔκδ. Δόμος): «Χωρὶς τὴν πίστη μου καὶχωρὶς τὴ γλῶσσα μου – τὰ δύο αὐτὰ ὑπερατομικὰ κρατήματα ἢ κερκέλια (σημ. γρ.: συνδετικοὺς κρίκους) – πέφτω… πέφτω… πέφτω… στὸ κενό, ὄχι τὸ φυσικὸ κενὸ ποὺ προβλημάτιζε τὸν Πασκὰλ καὶ τοὺς ἀκόλουθους τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης – μήτε τὸ κενὸ τῆς φιλοσοφίας, ποὺ τὸἀπόστεργε ὁλότελα ὁ Λάϊμπνιτς, ἀλλὰ πέφτω… πέφτω… πέφτω… στὴν ἄβυσσο τὴν πνευματική, τὴν ἄπατη».
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Λαμπριάτικος ψάλτης» γράφει: «Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τι δήποτε. Ἔκαμε τὸχρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ ὁ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμη δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰφθάσῃ εἰς ὕψος καὶ νὰ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ’ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκη τῆς θρησκείας του».