Χριστόδουλος Χατζηπέτρος
(10 Μαΐου 1799 – 29 Οκτωβρίου 1869)
Έλληνας αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στο Βετερνίκο (Νεραϊδοχώρι) Τρικάλων το 1799. Η καταγωγή του ήταν από την ιστορική οικογένεια Χατζηπέτρου του Ασπροπόταμου. Αναφέρεται ότι η οικογένειά του ανήκε σε δίγλωσσο πληθυσμό που εκτός από την Ελληνική μιλούσαν και την Βλαχική. Πατέρας του ήταν ο βαθύπλουτος Γεώργιος Χατζηπέτρος.
Βλάχος, από το Βετερνίκο (το χωριό µετονόµαστηκε διαδοχικά Νεραϊδοχώρι , Χατζηπέτριο -προς τιµήν της οικογένειας Χατζηπέτρου- και πάλι Νεραϊδοχώριο ) γιος του αρχι-τσέλιγγα και ισχυρότερου κοτζάµπαση του Ασπροπόταµου Γούσιου (Γιώργου) Χατζηπέτρου (η µητέρα του, Ξανθή, ήταν κόρη του «άρχοντα» Δηµάκη από το Χαλίκι Ασπροποτάµου). Η οικογένεια Χατζηπέτρου που διατηρούσε τα πρωτεία της περιοχής επί 200 περίπου χρόνια διέθετε µεγάλη κτηµατική και κτηνοτροφική περιουσία.
Το 1812 σε ηλικία 15 ετών πήγε για εµπορικές υποθέσεις της οικογένειας -και για σπουδές- µε το µεγαλύτερο αδελφό του, Γιαννάκη, στις Σέρρες και στη συνέχεια ταξίδεψε στη Βιέννη όπου υπήρχε ισχυρή βλαχική εµπορική παροικία µε την οποία συναλλασσόταν η οικογένειά του. Επέστρεψε το 1817 και εργάστηκε ως γραµµατικός του Αλή Τεπελενλή Πασά των Ιωαννίνων.
Το 1818 µυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από δύο άλλους επιφανείς «αληπασαλίδες» εξαδέλφους του, τον Ιωάννη Κωλέττη, τότε γιατρό του αλβανού τοπάρχη, και τον Γιώργο Τουρτούρη, πλούσιο έµπορο και σηµαίνον πολιτικό στέλεχος της αυλής του Αλή.
Ο Χριστόδουλος µύησε µε τη σειρά του τον πατέρα του Γούσιο (1819) και τον αδελφό του Γιαννάκη (1919), ενώ η οικογένειά του φαίνεται να υπήρξε ο πυρήνας διάδοσης των ιδεών της Εταιρείας και µύησης νέων µελών σε αυτήν, όπως ο καπετάνιος του Κλινοβού Γρηγόρης Λιακατάς, ο αρµατολός των Χασίων Νάσος Μάνταλος, ο οπλαρχηγός των Αγράφων Σταµούλης Γάτσος, και ο ισχυρός αρµατολός του Ασπροπόταµου Νικόλας Στορνάρης.
‘Ηδη, από το 1820 όταν άρχισε η εκστρατεία της Υψηλής Πύλης εναντίον του Αλή των Ιωαννίνων, ο Ασπροπόταµος βρέθηκε µέσα στη δίνη των εξελίξεων και οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες του προσπάθησαν να ισορροπήσουν ανάµεσα στον αποστάτη Αλή και στην οθωµανική νοµιµότητα.
Ωστόσο, όταν τον Ιούλιο 1821 ο αρµατολός Νικόλας Στορνάρης κήρυξε την επανάσταση στην περιοχή, η οικογένεια Χατζηπέτρου συµµετείχε πρωταγωνιστικά και στο επόµενο διάστηµα µέλη της ηγήθηκαν επικεφαλής ενόπλων σωµάτων στις στρατιωτικές συγκρούσεις στην Πίνδο και τη Θεσσαλία.
H επανάσταση στον Ασπροπόταµο δεν είχε διάρκεια λόγω της αποµόνωσης της περιοχής, της εισβολής ισχυρών οθωµανικών δυνάµεων αλλά και της «υποταγής» του αρµατολού των Αγράφων Σταµούλη Γατζου. και κατεστάλη στις 29 Ιουλίου, ενώ οι προύχοντες και οι πρόκριτοι δήλωσαν υποταγή. Έτσι, η οικογένεια Χατζηπέτρου, όπως και οι Στορνάρηδες και άλλοιασπροποταµίτες εγκατέλειψαν στη συνέχεια την περιοχή και κατευθύνθηκαν νότια προς τις περιοχές που είχε επικρατήσει η επανάσταση.
Ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρου, συµµετείχε -αν και δίχως προγενέστερη εµπειρία- ως στρατιωτικός στον Αγώνα και σύντοµα καθιερώθηκε µεταξύ των επαγγελµατικών ενόπλων της περιόδου.
Διακρίθηκε ιδιαίτερα: κατά τη Β΄ Πολιορκία του Μεσολογγίου -µπήκε στην πόλη µαζί µε τον αρµατολό Κώστα Σιαδήµα και τον Γιαννάκη Στράτο στις 13 Σεπτεµβρίου 1825- έγινε ένας από τους σωµατάρχες της Φρουράς και πήρε µέρος στην Έξοδο· στις µάχες εναντίον του Ιµπραήµ Πασά στην Πελοπόννησο · στις επιχειρήσεις της Στερεάς υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και ιδιαίτερα στη µάχη της Αράχωβας (18-24 Νοεµβρίου 1826) και στις συγκρούσεις του Σώµατος Καραϊσκάκη στην Αττική.
Επί Ιωάννη Καποδίστρια, όντας µέλος της οµάδας των «Παλαµηδιωτών» και έχοντας υπό την άµεση διοίκησή του 390 από τους 1020 συνολικά ενόπλους της οµάδας, ευνοήθηκε από το καθεστώς, εντάχθηκε στο νέο «Στρατιωτικόν Διοργανισµόν» και ανέλαβε χιλιάρχος-διοικητής της Β’ Χιλιαρχίας, λάµβάνοντας µέρος σε επιχειρήσεις για την ανακατάληψη της Στερεάς και στην τελευταία ένοπλη σύγκρουση του Αγώνα, στη νικηφόρα µάχη της Πέτρας (12 Σεπτεµβρίου 1829) υπό τον στρατάρχη της Ανατολικής Στερεάς, Δηµήτριο Υψηλάντη.
Το 1829 ο Χατζηπέτρος παντρεύτηκε την Ειρήνη µία από τις κόρες του Νικολάου Στορνάρη, ενισχύοντας ακόµη περισσότερο το πολιτικό και στρατιωτικό κύρος του.
Κατά την οθωνική περίοδο ο Χριστόδουλος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εντάχθηκε στο βασιλικό στρατό, και διορίσθηκε αρχηγός-τετράρχης της Βασιλικής Φάλαγγας, βασιλικός υπάσπιστής και έφτασε στο βαθµό του υποστρατηγου. Οπαδός, όπως άλλωτε και η συντριπτική πλειοψηφία των οµολόγων του στην κυρίαρχη εξωτερική πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, υποστήριξε τα αλυτρωτικά κινήµατα της περιόδου και πρωταγωνίστησε στο κίνηµα του 1854 στη Θεσσαλία.
Παρέµεινε πιστός στον Όθωνα, τον οποίο συνόδεψε στη Βαυαρία µετά την έξωσή του και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα συµµετείχε τον Ιανουαρίο 1863 σε συνωµοσία για την επαναφορά της έκπτωτης δυναστείας («συνωµοσία των Μπερναϊκών») και ανάρρηση στο θρόνο του ανεψιού του Όθωνα, Λουδοβίκου, και φυλακίστηκε. Αφέθηκε ελεύθερος τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου και σύντοµα αποκαταστάθηκε και τοποθετήθηκε βασιλικός υπασπιστής του Γεωργίου Α’.
Κατά τα οθωνικά χρόνια σκανδάλισε την αθηναϊκη κοινωνία µε τη µακρόχρονη σχέση του µε την αγγλίδα σύζυγο του κόµη Θεοτόκη (Jane Elisabeth Digby, Lady Ellenboroug). Πέθανε από αποπληξία στις 29 Οκτωβρίου 1869 σε ηλικία 75 ετών. Τον επιτάφιό του εκφώνησε ο Τιµολέων Φιλήµων. Ο γιος του Ευθύµιος Χατζηπέτρος (1833 – 1890) επίσης στρατιωτικός, διετέλεσε υπασπιστής και αυλάρχης του Γεωργίου Α’. Στον Αγώνα συµµετείχαν και άλλα µέλη της οικογένειας Χατζηπέτρου, από τους οποίους σηµαντικότεροι είναι οι:
_Γιαννάκης Χατζηπέτρου, µεγαλύτερο αδελφό του Χριστόδουλου (1885 – 1871), προεπαναστατικό µεγαλέµπορο των Σερρών, συνεργάτη του Εµµανουήλ Παππα στην επανάσταση στη Μακεδονία και στη συνέχεια υπό τον Καραϊσκάκη, πολιτικό της επαναστατικής και καποδιστριακής περιόδου, και στρατιωτικό και γερουσιαστή της Οθωνικής περιόδου·
_Σταθάκης Χατζηπέτρου (πέθανε το 1849) που πολέµησε µέχρι το 1823 και στη συνέχεια πήγε στη Βιέννη, συνδράµοντας οικονοµικά στην Επανάσταση·
_Πετράκος Χατζηπέτρου, αδελφό του Χριστόδουλου, στρατιωτικό που σκοτώθηκε κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου·
_Δηµήτριος Χατζηπέτρου, θείο του Χριστόδουλου και τους γιους του Σταθάκη και Γιαννάκη, επίσης στρατιωτικού.
Ο Κριμαϊκός πόλεμος που διήρκεσε μέχρι το 1856 εμφύσησε στους Έλληνες επαναστατικό πνεύμα και ελπίδα για απελευθέρωση των αλύτρωτων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς η Ρωσία προσπάθησε να προσδώσει σ’ αυτόν τον πόλεμο θρησκευτικό χαρακτήρα.
Μέσα σ’αυτό το επαναστατικό πνεύμα, τον Ιανουάριο του 1854 πρώτοι ξεσηκώθηκαν οι κάτοικοι της Ηπείρου και σε σύντομο χρονικό διάστημα το επαναστατικό κίνημα εξαπλώθηκε και στη δυτική Θεσσαλία. Οι κάτοικοι της περιοχής των Σταγών, της σημερινής Καλαμπάκας, ύψωσαν το λάβαρο της ελληνικής επανάστασης τον Απρίλιο του 1854 και μάλιστα τα όπλα των Ελλήνων τα είχε ευλογήσει ο επίσκοπος των Σταγών Κύριλλος.
Ήδη στην περιοχή της Καλαμπάκας είχε κατέβει ο βλαχόφωνος καπετάνιος Χριστόδουλος Χατζηπέτρος με σώμα 500 αντρών από την 1η Μαρτίου. Το σώμα του Χατζηπέτρου ενώθηκε μαζί με όλους τους άλλους επαναστατημένους, συνασπίζοντας μια δύναμη 9.000 αντρών, που έλεγχαν την περιοχή της Καλαμπάκας με τους παρακείμενους κήπους και δύο νερομύλους δίπλα στον Πηνειό ποταμό.
Ο καπετάνιος Χριστόδουλος Χατζηπέτρος
Ο Χατζηπέτρος προερχόταν από μια πολύ πλούσια οικογένεια με καταγωγή από το Νεραϊδοχώρι Τρικάλων. Από την πρώτη στιγμή που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, έβαλε πια ως κύριο στόχο την απελευθέρωση της πατρίδας του. Την εποχή της βασιλείας του Όθωνα, ο Χατζηπέτρος έφερε το βαθμό του στρατηγού και υπηρετούσε ως υπασπιστής του βασιλιά. Έτσι, το 1854 ο Όθωνας τού ανέθεσε την αρχηγία της εκστρατείας στη Θεσσαλία.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις
Απέναντι στους 9.000 εξεγερμένους Έλληνες της Καλαμπάκας παρατάχθηκε μια δύναμη 10.000 Τουρκοαράβων στρατιωτών για να καταπνίξουν την επανάσταση. Οι Τουρκοάραβες παρατάχθηκαν στην αριστερή όχθη του ποταμού, ακριβώς απέναντι από την πόλη της Καλαμπάκας, και σε τρία ξεχωριστά υψώματα. Τόσο οι Τουρκοάραβες όσο και οι Έλληνες διέθεταν χαρακώματα.
Βέβαια, οι Έλληνες βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους αντιπάλους τους καθώς δεν διέθεταν καθόλου κανόνια, ενώ ο τουρκικός στρατός έχοντας στη διάθεσή του κανόνια, βομβάρδιζε την πόλη επί τρεις συνεχόμενες ημέρες.
Όπως ήταν φυσικό, οι κάτοικοι της Καλαμπάκας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Αφήνοντας όλα τα υπάρχοντά τους στα σπίτια τους, κάποιοι βρήκαν καταφύγιο στα μοναστήρια των Μετεώρων και άλλοι μέσα στις σπηλιές, ανάμεσα στις πλαγιές της Μονής του Βαρλαάμ και της Μονής του Ρουσάνου.
Η νίκη των Ελλήνων
Την τέταρτη πια ημέρα της εξέγερσης, ο καπετάνιος Χριστόδουλος Χατζηπέτρος έβγαλε το στρατιωτικό σώμα του σε ανοιχτή μάχη με τον εχθρό. Το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού στρατού συγκεντρώθηκε στο νερόμυλο, ο οποίος βρισκόταν απέναντι από την λαξευτή πλαγιά της Πίνδου. Έτσι, ο Χατζηπέτρου κατάφερε να αποκόψει την επικοινωνία των Τούρκων με τα Τρίκαλα, οπότε εκείνοι αδυνατούσαν πια να εφοδιαστούν με επιπλέον στρατιώτες και τρόφιμα.
Ο αρχηγός των οθωμανικών δυνάμεων, ο Ζεϊνέλ πασάς, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εξαναγκάσει τους Έλληνες να βγουν από τις μουριές, όπου κρύβονταν. Όσες όμως επιθέσεις και αν έκαναν οι Τούρκοι, αποκρούστηκαν με επιτυχία από τους Έλληνες.
Από την άλλη μεριά, η αδυναμία των οθωμανικών στρατευμάτων να εφοδιαστούν από τα Τρίκαλα, είχε ως άμεση συνέπεια να μαστίζονται οι στρατιώτες τους από την πείνα. Έτσι, λόγω της πείνας αλλά και τις αποτυχίας των επιθέσεων, οι Τουρκοάραβες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν γρήγορα πίσω από το ποτάμι. Η βιασύνη των Οθωμανών να υποχωρήσουν από τις θέσεις τους οδήγησε να εγκαταλείψουν πίσω τους 14 κανόνια, αλλά ακόμη και τους νεκρούς και τους τραυματίες. Όμως, ούτε στο ποτάμι βρήκαν οι Οθωμανοί σωτηρία. Επειδή εκείνη την εποχή το ποτάμι είχε πολύ νερό και εκείνοι έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν, πολλοί Τουρκοάραβες πνίγηκαν στα παγωμένα νερά.
Η μεσολάβηση της ξένης διπλωματίας για την κατάπνιξη της εξέγερσης
Η νίκη των Ελλήνων σ’ αυτή τη μάχη της Καλαμπάκας γιορτάστηκε με ένα μεγάλο γλέντι. Επίσης, ο επίσκοπος των Σταγών Κύριλλος τέλεσε δοξολογία για την ανάπαυση των ψυχών εκείνων που έχασαν τη ζωή τους στη μάχη. Μετά το γλέντι, το ελληνικό στράτευμα κατευθύνθηκε προς την Τρίκκη, όπου όμως βρέθηκαν μπροστά σε μια απρόσμενη συνάντηση.
Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι διαμεσολαβητές σταμάτησαν την προέλασή τους, καθώς στόχος όλων αυτών των ξένων διπλωματών ήταν να απομακρυνθούν οι Έλληνες αξιωματικοί από τις επαναστατημένες περιοχές, έτσι ώστε οι κάτοικοι να μείνουν χωρίς βοήθεια και να σταματήσουν την επανάσταση.
Έπειτα από λίγες μέρες, ο στρατός επέστρεψε στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και οι Θεσσαλοί παρά τη νίκη τους παρέμειναν δυστυχώς υπόδουλοι του Σουλτάνου.
Δηµοτικό τραγούδι:
Δεν κλαίτε µαύρα δέντρα κι εσείς µαύρα κλαριά.
Κι εσύ βρε Χατζηπέτρο δεν το ‘πραξες καλά,
π’ αµόλησες τ’ ασκέρι, λίµουρα στα χωριά.
Μας πήραν δυο κορίτσια, στην Πόρτα Παναγιά,
το ΄να το λένε Λένη, τ’ άλλο Κωσταντινιά.