Ο ταγματάρχης Νικόλαος Μυκώνιος (1803 – 1890) ήταν Έλληνας θρυλικός αγωνιστής του 1821 και μετέπειτα ανώτερος αξιωματικός του ελληνικού στρατού.
Γεννήθηκε στην Κορωνίδα της Νάξου στις 6 Νοεμβρίου του 1803. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1821 από την αρχή. Υπηρέτησε αρχικά στο ναυτικό, και κατατάχτηκε το 1825 στον τακτικό Ελληνικό στρατό στο Ναύπλιο. Υπό τις διαταγές του Φαβιέρου πολέμησε σε όλες τις μάχες. Τραυματίστηκε στις μάχες του Χαιδαρίου το 1826 και στην μάχη της Καρύστου. Εκεί μάλιστα ανδραγάθησε, όταν στους Μύλου του Ναυπλίου επιτέθηκε στους Τούρκους που πολιορκούσαν τον Μακρυγιάννη και έλυσε την πολιορκία. Στην Χίο εκπλήρωσε διαταγή του Φαβιέρου πέφτοντας στην θάλασσα και κολύμπησε παλεύοντας με τον θάνατο τρεις ώρες στα βαθιά νερά μέχρι που βγήκε στην απέναντι όχθη και ειδοποίησε τα εκεί πλοιάρια, τα οποία ήρθαν προς ενίσχυση και έσωσαν όλο τον τακτικό στρατό της Χίου από σίγουρη καταστροφή. Πήρε επίσης μέρος στην είσοδο στην πολιορκημένη Ακρόπολη.
Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους σταδιοδρόμησε επί σειρά ετών στις ένοπλες δυνάμεις φτάνοντας μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη πεζικού. Αποστρατεύτηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1861. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 1890.
«Ιστορικές μορφές της Νάξου
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΥΚΩΝΙΟΣ
ο ηρωικός αγωνιστής του 21-ένας μεγάλος άθλος του
του ΝΙΚΟΥ ΣΦΥΡΟΕΡΑ
Τέτοια είναι κι η μορφή του ήρωά μας. Ονομαζόταν Νικόλαος Μυκώνιος κι είχε πατρίδα του τη Νάξο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε δίπλα στη θάλασσα, που του’ χε ανοίξει την ψυχή με την ελεύθερη απλωσιά της, ενώ τα μαύρα σκότη της σκλαβιάς σκέπαζαν όλα γύρω του. Μα η παλληκαρίσια νιότη του Νικολή, όπως τον φώναζαν στο νησί, μέστωνε σε μέρες κοινής λαχτάρας του ελληνισμού, που τα γιαταγάνια άστραφταν πάνω απ’ τα κεφάλια των εχθρών του και τα καριοφύλια βροντολογούσαν κι εναρμόνιζαν τον ύμνο της ελευθερίας. Παλληκαρόπουλο ακόμη ο Μυκώνιος, συνεπαίρνεται από το εγερτήριο σάλπισμα και της μάχης τη χλαλοή. Έτσι, μόλις οι νησιώτες συμπατριώτες του αποφάσισαν να βοηθήσουν κι αυτοί την επαναστατημένη πατρίδα, ο Νικολής, ξαναμμένος απ’ τη δυνατή του ψυχή, βρίσκεται στ’ άρματα ανάμεσά τους. Δε λογαριάζει τους γονείς, που φεύγοντας αποχαιρετά, δε φοβάται τη φωτιά, που πάει να πέσει. Απογερμένος μονάχα, την ώρα του ηλιοβασιλέματος, στην κουπαστή της γολέττας του συμπατριώτη του αγωνιστή Μιχάλη Δαμιράλη, που τον φέρνει μακρυά απ’ τ’ αγαπημένο του νησί, κι αντικρύζοντάς ίσως για στερνή φορά να σβήνει σιγά-σιγά μέσα στην καταχνιά του ορίζοντα και να χάνεται απ’ τα μάτια του, αφίνει ένα δάκρυ να κυλήσει στα ξαναμμένα του μάγουλα.
Φθάνοντας στη στεριά το εκστρατευτικό σώμα της Νάξου, ο Μυκώνιος μπαίνει στον ταχτικό στρατό του Φαβιέρου. Κι η στρατιωτική του σταδιοδρομία, γεμάτη ηρωικές πράξεις, αρχίζει. Στα πολεμικά πεδία που του δίνεται η ευκαιρία να δείξει το θάρρος του και την παλληκαριά του, πολεμά με τέτοια τόλμη κι αυταπάρνηση, που όλοι οι συμπολεμιστές κι οι αρχηγοί του τον θαυμάζουν και τον επαινούν. Στην εκστρατεία της Τριπολιτσάς ο Μυκώνιος παίρνει τον βαθμό του δεκανέα (1 Νοεμβρίου 1825). Τον άλλο χρόνο τον βρίσκουμε λοχία στην εκστρατεία της Καρύστου και τον ίδιο χρόνο, στη μάχη του Χαϊδαρίου, που διαλύεται το τετράγωνο του τακτικού στρατού, ο Μυκώνιος πληγώνεται στο αριστερό μέρος της κοιλιάς. Δεν έχει όμως ακόμα γειάνει η λαβωματιά του κι ενώ η Ακρόπολη πολιορκείται, ο Μυκώνιος, μαζί με μερικούς άλλους άντρες, αψηφώντας το βέβαιο κίνδυνο, μπαίνει μέσα φορτωμένος μπαρούτι και τροφές. Παίρνει αμέσως θέση στο λεγόμενο ταμπούρι του Καράσοϊ, μα εκεί ένα κομμάτι βόμβας τον βρίσκει και τον πληγώνει βαρειά στο αριστερό γόνατο.
Όλα όμως αυτά ο απλός ηρωικός αγωνιστής τα παίρνει για ψιλοπράγματα κι η ψυχή του πια, ατσαλωμένη και μπαρουτοκαπνισμένη στους αγώνες, τον σπρώχνει σε καινούριους άθλους. Και ο ηρωικότερος πράγματι άθλος του είναι τούτος που θα διηγηθούμε παρακάτω. Τις πληροφορίες μας τις παίρνουμε από τον ατομικό το φάκελλο στην Εθνική Βιβλιοθήκη και από το «Χιακόν Αρχείον».
Στα 1827, μόλις είχαν γειάνει τα δυό του μεγάλα τραύματα, ο Μυκώνιος ακολουθεί τον Φαβιέρο στην άτυχη εκείνη εκστρατεία της Χίου, που βάστηξε πέντε περίπου μήνες από τον Οκτώβρη ως τον Μάρτη του 1828. Είχαν περάσει οι τέσσερις γεμάτοι θυσίες, στερήσεις και σκληρούς αγώνες για τον ελληνικό στρατό, όταν την Τετάρτη 4 Μαρτίου 1828 τέσσερις χιλιάδες ταχτικός και άταχτος ελληνικός στρατός με τον Φαβιέρο επικεφαλής πολεμούσε απεγνωσμένα από το πρωί γύρω στα Μαστιχοχώρια της Χίου με αντίπαλο υπερδιπλάσια τουρκικά στρατεύματα. Ως το μεσημέρι η μάχη έκλινε με το μέρος των Ελλήνων κι είχαν τρέψει τον εχθρό σε οπισθοχώρηση, μα όταν το απόγευμα ξανάρχισε η μάχη, πιο πεισμωμένη, από τους Τούρκους, οι Έλληνες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση γιατί είχαν λείψει τα πολεμοφόδια κι έτσι καταδιώχτηκαν ως την παραλία, που τους βρήκε η νύχτα, ενώ οι εχθροί μη συνηθίζοντας να κάνουν τη νύχτα επιθέσεις, κατασκήνωσαν απέναντί τους με την πρόθεση μόλις ξημερώσει να αποτελειώσουν το έργο της καταστροφής.
Ο Φαβιέρος, βλέποντας τότε τη δύσκολη θέση του, κάλεσε πολεμικό συμβούλιο για ν’ αποφασιστεί η τύχη τους. Η στιγμή ήταν κρίσιμη και κανείς δεν αποφάσιζε να πει τη γνώμη του. Μέσα στη σιωπή και το σφίξιμο της καρδιάς που επικρατούσε, σηκώθηκε ξαφνικά κάποιος και βροντοφώναξε: «να κάνουμε την προσευχή μας και να πεθάνουμε σαν άντρες». Ο Φαβιέρος όμως συλλογιζόταν την ευθύνη του και δίσταζε να θυσιάσει τόσο στρατό. Μέσα στην αμηχανία του το βλέμμα του καρφώθηκε σε δυο νησάκια που βρίσκονται σε αρκετή απόσταση απέναντι στο Χιακό γιαλό, το ένα κοντά στο άλλο, ονομαζόμενα «Κόκκινα». Σκέφθηκε τότε πως μόνο σε κείνα υπήρχε κάποια ελπίδα σωτηρίας, του χρειαζόταν όμως ένας καλός κολυμβητής. Ύστερα από μακρυά συζήτηση, αποφασίστηκε να ρωτήσουν οι αρχηγοί τους στρατιώτες τους και αν κανείς τους ξέρει καλό κολύμπι να πάει στα νησάκια κι αν βρει πλοία ή βάρκες να τις φέρει. Αν αποτύχαιναν σ’ αυτό, άλλος δρόμος δεν υπήρχε παρά να ριχτούν πρώτοι τα ξημερώματα κατά του εχθρού κι’ ό,τι φέρει ο Θεός.
Όλο το στρατόπεδο τότε σηκώθηκε στο πόδι και η αναζήτηση του κολυμβητή άρχισε. Η αγωνία έσφιγγε τις καρδιές, όταν ένας λοχίας από το λόχο του Ανδριένη βγαίνει από τη γραμμή, πλησιάζει το λοχαγό, τον χαιρετά στρατιωτικά και του λέει:
-Εγώ, κύριε λοχαγέ, πάω. Διατάξετε!
-Αλήθεια, μπορείς Νικόλαε; του λέει γεμάτος συγκίνηση ο λοχαγός, δίνοντας το χέρι.
-Μάλιστα, κύριε λοχαγέ.
Ο λοχίας αυτός ήταν ο Νικόλαος Μυκώνιος, που ήθελε να δείξει ακόμα μια φορά το θάρρος και την παλληκαριά του, σώζοντας ένα ολόκληρο στρατό.
Ο λοχαγός Ανδριένης τον πήρε αμέσως και τον παρουσίασε στον Φαβιέρο. Ο γενναίος Φιλέλλην τον χτύπησε τότε στον ώμο φιλικά και του είπε:
-Λοχία μπορείς να πας εκεί στα στ’ αντικρυνά νησιά, μήπως εύρεις κανένα πλοίο να μας μεταφέρει;
-Κολυμπώ καλά, αρχηγέ, απάντησε ο λεβεντόκορμος λοχίας, κι ελπίζω να τα καταφέρω.
Ο Φαβιέρος τότε σχημάτισε με τους δυο τους λιχανούς το σύμβολο του σταυρού.
-Φίλησε το σταυρό! Λέει στο Μυκώνιο σοβαρά, και ορκίσου ότι δεν θα φύγεις.
Ο λοχίας φίλησε ηχηρά τον σταυρό και: -Το ορκίζομαι! Φωνάζει, θα πάω!
Όλο το στράτευμα σιωπούσε στην επίσημη αυτή στιγμή.
Και ο Φαβιέρος, δακρυσμένος, σφίγγει στην αγκαλιά του το ηρωικό του παλληκάρι, το φιλεί στο έτωπο και του λέει:
-Λοχία, πήγαινε στην ευχή του Θεού και αν εύρεις πλοιάρια φέρε τα. Συλλογίσου ότι θα σώσεις τους αδελφούς σου. Αν δεν εύρεις, να γυρίσεις πίσω να μας πεις και να πεθάνεις μαζί μας.
Ο Νικόλας αμέσως χωρίς να πει λέξη χαιρέτησε κανονικά και γυρνώντας προχώρησε στην παραλία παρακολουθούμενος από τους άντρες του λόχου του κι από τους λίγους πατριώτες του που τον καμάρωναν. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και κρύα και το πέλαος βογγούσε από την τρικυμία. Έφτασε στο γιαλό κι αφού ξεντύθηκε γρήγορα-γρήγορα φώναξε:
-Συχωράτε με αδέρφια κι ο Θεός να σας συχωρέσει.
Κανένας δεν μίλησε κι ο λοχίας πέφτει στη θάλασσα.
Έφταναν τα μεσάνυχτα και το κρύο δυνάμωνε, μα ο Νικόλας εξακολουθούσε να κολυμπά με όλες του τις δυνάμεις. Όσο όμως προχωρούσε, τόσο και τα κύματα γινόταν μεγαλύτερα, ώσπου ένα απ’ αυτά τον σκέπασε ολόκληρο. Ξαναβγήκε στον αφρό αλλά και κείνα που ερχόταν τον απειλούσαν. Τότε, όπως ο ίδιος διηγόταν στους συναγωνιστές του, δίστασε κι εσκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Στράφηκε μάλιστα κι άρχισε να κολυμπά προς το στρατόπεδο, μα ξαφνικά σα να πέρασε ένα φως από το νου του κι ένα χέρι να τον ανασήκωνε, ξαναγύρισε κι άρχισε να κολυμπά λαχανιασμένος πια και νοιώθοντας τα μέλη του να παγώνουν και τις δυνάμεις του να τον αφίνουν. Μέσα σ’ αυτό το μούδιασμα, ένα πελώριο κύμα τον περιτύλιξε. Δείλιασε τότε ξανά και σκέφτηκε ότι είναι αδύνατο να προχωρήσει. Ξαναστράφηκε τότε να γυρίσει, μα σκέφτηκε αμέσως την ντροπή που θα’ παιρνε και τους συντρόφους του που κινδύνευαν και το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι.
-Μόνο αν πνιγώ, είπε μέσα του, δεν θα πάω. Θεέ μου βοήθα με.
Τόσο είχε ανάψει από την ταραχή του και τον ανακοχλασμό του αίματός του, που πήρε καινούργια δύναμη. Άρχισε να κολυμπά φρενιασμένα από την έξαψη, να παλεύει με τα κύματα και να τα καβαλικεύει σαν δελφίνι, με τη ακλόνητη πια απόφαση ή να πάει ή να μην στραφεί, ώσπου ύστερα από δίωρη αγωνία και πάλη, βγήκε στην αμμουδιά του δεξιού νησακιού. Ξάπλωσε παράμερα κι έτριψε τα μέλη του να ζεσταθούν, αλλά δεν έπρεπε να χάνει καιρό. Σηκώθηκε κι ολόγυμνος, τρέμοντας από το κρύο, άρχισε περπατεί μηχανικά. Πουθενά όμως δεν φαινόταν σημείο ζωής παρά σιωπή και ερημιά βασίλευαν γύρω του. Ύστερα από μισής ώρας αληθινό μαρτύριο είδε κάπου μακρυά ένα φτωχό φως. Βίασε το βήμα του κι έφτασε προς το μέρος που το είδε. Δεν γελάστηκε γιατί ήταν πραγματικά ένα πλοιάριο αλλ’ αγκυροβολημένο μακρυά από την ακτή. Πλησίασε απέναντι κι άρχισε να φωνάζει:
-Έ! Από το καϊκι, έ! Από το καϊκι!
Η φωνή του όμως, παγωμένη πες κι αυτή, ακουόταν μόλις βραχνά. Έπεσε ξανά στη θάλασσα και κολυμπόυσε προς το καϊκι, φωνάζοντας συγχρόνως, αλλά κανείς δεν τ’ απαντούσε. Τέλος επλησίασε και τότε μια φωνή του αποκρίθηκε:
-Ποιος είσαι; Τι θέλεις;
-Χριστιανός και για σας ήρθα!
Το τράβηξαν απάνω, του δώσανε κάπα να σκεπαστεί, γιατί χτυπούσαν τα δόντια του από το κρύο, τον έτριβαν να ζεσταθεί και γεμάτοι περιέργεια κι έκσταση τον ρωτούσαν. Ο λοχίας Μυκώνιος σιγά-σιγά συνήλθε και τους διηγήθηκε τα καθέκαστα και στο τέλος τους είπε:
-Λοιπόν ήρθα να μας γλυτώσετε και να μας περάσετε εδώ.
-Και πώς μπορούμε εμείς, ένα καράβι μονάχα να περάσουμε τόσους ανθρώπους και μάλιστα ως το πρωί, λέει ο καπετάνιος του καϊκιού.
Αμέσως όμως ένας ναύτης φωνάζει:
-Μα από τον άλλο κάβο, καπετάνιε, είναι καϊκια σφουγγαράδικα κι αν τα παίρναμε κάτι μπορούσαμε να κάμουμε.
-Δόξα σοι ο Θεός, φώναξε ο λοχίας κι έκαμε το σταυρό του. Ελάτε λοιπόν γρήγορα να πάμε στο στρατόπεδο, να πάρουμε συντρόφους και να γυρίσουμε να πάρουμε τα σφουγγαράδικα.
-Σάλπα, παιδιά την άγκουρα! Φώναξε ο καπετάνιος του καϊκιού και να σας δω, πανιά και κουπιά.
Όταν πήγαν στο στρατόπεδο, όλοι κλέγανε από τη μεγάλη τους χαρά και καταφιλούσαν τον σωτήρα τους Μυκώνιο και πρώτος ο Φαβιέρος. Πήραν εβδομήντα άντρες, τους πήγαν στα νησάκια και βρήκαν και εννιά σφουγγαράδικα, που πρόθυμα άρχισαν αμέσως τη μεταφορά. Πριν ανατείλει ο ήλιος, όλος ο στρατός είχε μεταφερθεί και σωθεί στα νησάκια. Τελευταίος πάτησε στην ακτή ο Φαβιέρος έχοντας τους λοχαγούς του δίπλα και το γενναίο του λοχία.
Την άλλη μέρα, Πέμπτη 5 Μαρτίου 1828, όλοι ήταν σωσμένοι. Όσο όμως προχωρούσε η μέρα βρέθηκαν σε νέα αμηχανία γιατί τα νησάκια ήταν κατάξερα και η δίψα άρχισε να τους βασανίζει. Ο Νικόλας όμως έσωσε και πάλι την κατάσταση.
Γνώριζε μικρό παιδί από το νησί του ότι όπου υπάρχει αμμουδιά κι ύστερα απ’ την πεδιάδα, άμα προχωρήσεις δεκαπέντε-είκοσι μέτρα προς την πεδιάδα και σκάψεις σε βάθος, όχι παραπάνω από μέτρο, θα βρεις οπωσδήποτε νερό, μπορεί θολό, αλλά θα πίνεται. Ο λοχίας λοιπόν πήρε μαζύ του τους άντρες.
-Αδέρφια, φώναξε, έχει ο Θεός, κοντά μου! Και αφού προχώρησε είκοσι βήματα, στάθηκε και σαν νέος Ααρών χτύπησε το πόδι του και είπε: «εδώ σκάψετε». Σκάψανε και σε βάθος ενός μέτρου βρήκανε νερό θολωμένο μα γλυκό κι έσκυψε πρώτος και ήπιε. Σκάφτηκαν τότε γύρω κι άλλοι λάκκοι κι όλος ο στρατός έσβησε τη δίψα του.
Η θέση όμως του στρατού ήταν οπωσδήποτε δύσκολη από την έλλειψη τροφίμων και γι αυτό έγινε καινούργιο πολεμικό συμβούλιο χωρίς όμως να μπορεί ν’ αποφασιστεί τίποτα.
-Αύριο βλέπομε, είπε επί τέλους ο Φαβιέρος. Ο Θεός που μας έσωσε χθες, θα μας σώσει και πάλι. Και κουρασμένοι όλοι έπεσαν να κοιμηθούν. Τα χαράματα της άλλης μέρας 6 Μαρτίου φάνηκαν –κι είναι άγνωστο από πού πληροφορήθηκαν-νά ‘ρχονται στα νησάκια τέσσερα μεγάλα πλοία. Άραξαν. Ήταν ο ίδιος ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ με τη φρεγάτα του, ένα αγγλικό δίκροτο και δύο μεγάλα ανδριώτικα καράβια που τους παρέλαβαν όλους και τους μετέφεραν στη Σύρο. Εκεί όλοι θαύμαζαν τον σωτήρα λοχία τους Νικόλαο Μυκώνιο.
Αυτά είναι τα μεγάλα κατορθώματα του ήρωά μας, που η πολεμική του δράση δεν σταματά κι αποστρατεύεται από τις τάξεις του στρατού μόνο, όταν τον παίρνουν τα γηρατειά.
Ο Νικόλαος Μυκώνιος, απόστρατος ταγματάρχης, ζούσε στη Νάξο γέρος πια. Κάποτε που έμαθε ότι ένας συναγωνιστής του, ο γέρο Ρουσελής (Μανώλης Κληρονόμος) από τ’ Απεράθου, ψυχομαχούσε και πήγε να τον δει για τελευταία φορά. Σαν αντίκρυσε τον παλιό του συμπολεμιστή ξαπλωμένο σ’ ένα φτωχό κρεββάτι, του είπε:
-Έ, γέρο Ρουσελή, θυμάσαι τα … που φάγαμε στα Κόκκινα; Και πρόφερε μια βρωμισιά.
Ο γέρο Ρουσελής κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ο γε΄ρο τότε Μυκώνιος έβγαλε το πηλίκιό του, έσκυψε και τον φίλησε και του είπε:
-Θαρρώ, κοντεύει κι η δική μου ώρα. Άντε, καλό ταξίδι και καλήν αντάμωση. Τώρα δεν θα παλεύω με τα κύματα.
Και πραγματικά ο ηρωικός αγωνιστής έκλεισε σε λίγο καιρό ήσυχα και ταπεινά τα μάτια του».