Στις 15 Μαΐου 1826 οι ηρωϊκοί υπερασπιστές που διασώθηκαν από τη φρουρά του Μεσολογγίου άρχισαν να καταφθάνουν στο Ναύπλιο, μπαρουτοκαπνισμένοι και σκελετωμένοι, σωστά ανθρώπινα ράκη, όπως τους είχε καταντήσει η πείνα, ο τύφος και τα τραύματα του πολέμου. Η πίκρα από την καταστροφή, ο χαμός των δικών τους και η εγκατάλειψη από την κυβέρνηση που είχε οδηγήσει στο ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου, βασάνιζαν τις ψυχές τους. Το μόνο που ζητούσαν τώρα ήταν στέγη, τροφή και φάρμακα. Οι ξενιτεμένοι για ακόμα μία φορά Σουλιώτες, μέσω των αρχηγών τους, ζητούσαν κτήματα και σπίτια για να μπορέσουν επιτέλους να στεγάσουν τις οικογένειές τους.
Με αφορμή την άφιξή τους και το ηρωικό τους παράδειγμα, ο Φιλικός και λόγιος Γεννάδιος εκφώνησε φλογερό πατριωτικό λόγο, τονίζοντας την ζωτική ανάγκη της συνέχειας του Αγώνος και της οικονομικής του ενισχύσεως. Ο ίδιος πρόσφερε όλες του τις οικονομίες, αλλά το γεγονός που παρέσυρε και τους υπολοίπους στην πράξη αυτή, ήταν η προσφορά της Πανωραίας Χατζηκώστα, της λεγομένης «Ψωροκώσταινας», Ελληνίδος Μικρασιάτισας από τις Κυδωνιές, που ξεριζωμένη από τους διωγμούς των Οθωμανών, χωρίς την οικογένειά της που κατέσφαξαν οι τούρκοι, ζούσε στο Ναύπλιο πλένοντας τα ρούχα των παιδιών του ορφανοτροφείου.
Η “Ψωροκώσταινα” λεγόταν Πανωραία Χατζηκώστα καί ήταν αρχόντισσα των Κυδωνιών (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, από όπου καταγόταν. Είχε παντρευτεί έναν πλούσιο έμπορο, τον Κώστα Αϊβαλιώτη και είχε αποκτήσει μαζί του πέντε παιδιά. Φημιζότανε όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, αλλά και για τα πολλά δικά της κι ακόμα για την ομορφιά της.
Στις σφαγές που πραγματοποίησαν οι τούρκοι στο Αϊβαλί, στις αρχές Ιουνίου του 1821, για να εκδικηθούν την πυρπόληση τουρκικού δίκροτου στις 27 Μαΐου στην Ερεσό της Λέσβου, τα τουρκικά θηρία έσφαξαν τον άντρα της μαζί με όλα τα παιδιά της. Η Πανωραία μόλις που πρόφτασε να σωθεί και τελικά κατέληξε στο Ναύπλιο πρόσφυγας, πάμφτωχη, άστεγη και εγκαταλελειμμένη. Εκεί ζούσε πότε κάνοντας την πλύστρα, πότε την υπηρέτρια.
Το 1826 πραγματοποιήθηκε στην πλατεία του Ναυπλίου έρανος, προκειμένου να υποστηριχθούν οι διασωθέντες του Μεσολογγίου, που κατέφθασαν στο Ναύπλιο. Ποιός έρανος όμως και από ποιους; Μάταια ζητούσαν από τον πολύπαθο λαό να βάλει το χέρι στην τσέπη. Δεν είχε απομείνει τίποτα. Η φτώχεια και η εξαθλίωση ήταν συγκάτοικος σε κάθε ελληνικό σπίτι.
Τότε μέσα από τον κόσμο, ξεπρόβαλε η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και μαζί με ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της, τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής. «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι», είπε.
Η απρόσμενη αυτή χειρονομία έκανε κάποιον από το πλήθος να αναφωνήσει: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο. Ένας ένας, όλοι άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά, ό,τι είχε ο καθένας από το υστέρημά του.
Έπειτα από το περιστατικό του εράνου στο Ναύπλιο, όταν έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, τη συμμάζεψε κι όταν ίδρυσε το ορφανοτροφείο, η Πανωραία, που τώρα έγινε γνωστή με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα», προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά πληρωμή.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος λέγεται πως παρομοίασε το νεοελληνικό κράτος με την «Ψωροκώσταινα». Ο συσχετισμός αυτός άρεσε και έμεινε. Η Αιβαλιώτισσα αρχόντισσα που ορφανεμένη ζητιάνευε για να ταΐσει τα ορφανά παιδιά του αγώνα, η γυναίκα της απόλυτης ανέχειας που προσέφερε τα πάντα στον αγώνα, έγινε το προσωνύμιο του Ελληνικού κράτους. Ως κράτος φτωχό, που βασίζεται περισσότερο στην εθελοντική συνδρομή και προσφορά των κατοίκων του παρά στη σωστή και επιστημονική οργάνωση και διαχείριση των εσόδων του.