Ο Γέρος του Μοριά, ο ανεπανάληπτος, θρυλικός οπλαρχηγός της Επανάστασης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770, σε ένα βουνό, κάτω από ένα δέντρο στην παλαιά Μεσσηνία, όπως ο ίδιος αφηγείται στα Απομνημονεύματά του. «Ἐγεννήθηκα εἰς τὰ 1770, Ἀπριλίου 3, τὴν δευτέραν τῆς Λαμπρῆς. Ἡ ἀποστασία τῆς Πελοποννήσου ἔγινε εἰς τὰ 1769. Ἐγεννήθηκα εἰς ἕνα βουνό, εἰς ἕνα δένδρο ἀποκάτω, εἰς τὴν παλαιὰν Μεσσηνίαν, ὀνομαζόμενον Ραμαβούνι. Ὁ πατέρας μου ἦτον ἀρχηγὸς τῶν ἀρματολῶν εἰς τὴν Κόρινθον».
Για τον ίδιο ήτανε θέλημα Θεού η λευτεριά της Ελλάδας. Για την Ελλάδα ήτανε θέλημα Θεού η γέννηση μιας τέτοιας προσωπικότητας που με αυταπάρνηση και ηρωισμό ρίχτηκε στη φωτιά της μάχης, παράτολμος όπως και η Επανάσταση, «ωραίος και τρελός», όπως οι σκλαβωμένοι Ρωμιοί.
Η εξοχότερη φυσιογνωμία του αγώνα δεν είχε καμία αμφιβολία για τη νικηφόρο έκβαση του αγώνα, αφού όπως προσυπέγραφε «Ὁ Θεός, ἔλεγε, ἔδωσε τὴν ὑπογραφή του διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος, δὲν τὴν παίρνει ὀπίσω». Γεννημένος σε μια ταραγμένη περίοδο και σε μια οικογένεια πνιγμένη στο αίμα, ο μικρός Θεόδωρος βρέθηκε σε ένα αδιάκοπο πόλεμο με τους Οθωμανούς από πολύ μικρή ηλικία καθώς ο πατέρας του Κωνσταντής, που ήταν αρχηγός των αρματολών της Κορίνθου και οι δύο θείοι του, σκοτώθηκαν στον πύργο της Καστανίτσας σε συμπλοκή με Οθωμανούς στρατιώτες.
Σε ηλικία 15 ετών ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε αρματολός στην επαρχία Λεονταρίου και πέντε χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του τοπικού προεστού Αικατερίνη Καρούσου. Τον Αύγουστο του 1805 κατέφυγε μέσω των Κυθήρων στη Ζάκυνθο με σκοπό να πείσει τα ρωσικά στρατεύματα να απελευθερώσουν την Πελοπόννησο. Εκεί, ο αρχηγός των ρωσικών του πρότεινε να τον ακολουθήσει σε εκστρατεία εναντίον του Ναπολέοντα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, τίμιος και περήφανος ανέτεινε: «Ὅσον διὰ τὸ μέρος μου δὲν ἐμβαίνω εἰς τὴν δούλευσιν. Τί ἔχω νὰ κάμω μὲ τὸν Ναπολέοντα; Ἂν θέλετε ὅμως στρατιώτας, διὰ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν πατρίδα μας σὲ ὑπόσχομαι καὶ 5 καὶ 10 χιλιάδας στρατιώτας. Μία φορὰ ἐβαπτισθήκαμεν μὲ τὸ λάδι, βαπτιζόμεθα καὶ μίαν μὲ τὸ αἷμα καὶ ἄλλη μίαν διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος μας».
Από το 1810 θήτευσε στον αγγλικό στρατό στα Επτάνησα, εναντίον των Γάλλων και για τις υπηρεσίες του ανταμείφθηκε και προήχθη σε ταγματάρχη (μαγιόρο). Ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν σε επαφή με την στρατιωτική οργάνωση και την πολεμική εξάσκηση ενός τακτικού στρατεύματος: ικανότητες οι οποίες θα του φαίνονταν ιδιαίτερα χρήσιμες αργότερα, όταν στο ξέσπασμα της Επανάστασης θα μπορούσε να είναι ένας από τους μόνους άντρες που ήξεραν πώς να πολεμήσουν τακτικά και με επιτυχία, συνδυάζοντας ταυτόχρονα το όραμα για ελευθερία, τα χαρακτηριστικά του κόσμου της κλεφτουριάς, τη διαύγεια, την ευφυΐα και τις στρατιωτικές δεξιότητες. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αν και αγράμματος συνδύαζε τα χαρακτηριστικά ενός επιτυχημένου ηγέτη. Ήταν ευθύς και φιλότιμος, ατρόμητος και στιβαρός, είχε όραμα, πίστη στην αρετή της Ελευθερίας, ήξερε να ακούει, να ζυγίζει, να αξιολογεί και να αξιοποιεί τα έμφυτα πολιτικά χαρακτηριστικά του, όταν επρόκειτο να εμπνεύσει και να πείσει τον στρατό του για το δίκαιο του αγώνα τους.
Όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του, εκείνη την περίοδο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον ταγματάρχη του ρωσικού στρατού Νικόλαο Πάγκαλο. Διηγείται ο ίδιος για τη νέα ζωή όπου επρόκειτο να ζήσει: «Τὴν Ἑταιρείαν μὲ τὴν εἶπε ὁ Πάγκαλος. Ἔπειτα ἐπέρασε ὁ Ἀριστείδης, καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μὲ ἔφερε γράμμα ἀπὸ τὴν Ἑταιρεία, καὶ τότε ἄρχισα νὰ κατηχῶ καὶ ἐγὼ διαφόρους εἰς τὴν Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, καὶ διαφόρους καπεταναίους Σπετζιώτικων καραβιῶν καὶ Ὑδραϊκῶν καὶ εἰς τὰ 20 μὲ ἦλθαν γράμματα ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη διὰ νὰ εἶμαι ἕτοιμος, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἐδικοί μας. 25 Μαρτίου ἦτον ἡ ἡμέρα τῆς γενικῆς ἐπαναστάσεως. […] Ἐδῶ τελειώνει ἡ ζωή μου ἡ περασμένη, καὶ ἀρχινᾶ τῆς ἐπαναστάσεως».
Αγράμματος μεν, οξυδερκέστατος δε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατανοώντας τα σημεία των καιρών και λαμβάνοντας τα μηνύματα της εποχής σημείωνε: «Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ᾿ ὅσες γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος, ἦτον μὲ ἕνα λαόν, ὁποὺ ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς τοιοῦτος, οὔτε νὰ ὁρκισθεῖ, παρὰ μόνο ὅ,τι ἔκαμνε ἡ βία. Οὔτε ὁ Σουλτάνος ἠθέλησε ποτὲ νὰ θεωρήσει τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν ὡς λαόν, ἀλλ᾿ ὡς σκλάβους». Η πίστη του στην ενότητα, στην ομοψυχία και στο όραμα για ελεύθερο Έθνος υπερίσχυαν, μετατρέποντάς τον σε έναν καθ’ όλα ανιδιοτελή αγωνιστή. Όπως σημειώνει η Σία Κοσιώνη στον πρόλογό της για το βιβλίο Ο Θεόδωρος πίσω από τον Κολοκοτρώνη «το μόνο που φοβόταν ο Κολοκοτρώνης ήταν η διχόνοια, τα δεινά και την πίκρα της οποίας γεύθηκε στη διάρκεια του αγώνα. Και στις εμφύλιες διαμάχες αλλά και στο ίδιο του το στράτευμα». Δεινά και διχόνοια, τα οποία τελικά στάθηκαν η αφορμή για τα μετέπειτα προσωπικά του δεινά, αφού ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε λόγω της δράσης του στον εμφύλιο πόλεμο και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Το 1821 βρέθηκε στη Μάνη κι από εκεί πρωτοστάτησε στην προετοιμασία της Επανάστασης, καθώς ήδη από τον Ιούνιο του 1820 έλαβε επιστολή από τη Φιλική Εταιρεία η οποία τον όριζε αρχηγό των πελοποννησιακών στρατευμάτων. Στις 23 Μαρτίου 1821, μέσα σε κλίμα άκρατου ενθουσιασμού, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με επικεφαλής των Μανιατών τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη κινήθηκαν προς την Καλαμάτα και την κατέλαβαν χωρίς δυσκολία, αιχμαλωτίζοντας τους Οθωμανούς. Η πρώτη αυτή νίκη υπήρξε καθοριστική και ιδιαίτερα σημαντική για το όραμα του ατρόμητου οπλαρχηγού. Ο κόσμος από τα γύρω χωριά συνόδευαν το στράτευμα ψάλλοντας μαζί με τους ιερείς. Ο Κολοκοτρώνης σημειώνει «Κινώντας ἐγώ, εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ ὅλοι μὲ τὰς εἰκόνας ἔκαναν δέηση καὶ εὐχαριστήσεις. Μοῦ ἤρχετο πότε νὰ κλαύσω… ἀπὸ τὴν προθυμίαν ποὺ ἔβλεπα. Ἱερεῖς ἔκαναν δέηση. Εἰς τὸν ποταμὸν τῆς Καλαμάτας ἀνασπασθήκαμε καὶ ἐκινήσαμε».
Έξι μήνες μετά την έναρξη της Επανάστασης, έλαβε χώρα η Άλωση της Τριπολιτσάς, ένα γεγονός το οποίο υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την έκβαση του αγώνα. Ως το διοικητικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο και με θέση ιδιαίτερα εξέχουσα στον στρατηγικό τομέα, η σημερινή Τρίπολη ως έδρα του Μόρα-Βαλεσί αποτελούσε εχθρική εστία και για αυτό τον λόγο η κατάληψή της θα σήμαινε de facto κατάλυση της οθωμανικής εξουσίας στον Μοριά. Στη μάχη μάλιστα της Τρίπολης, διαφάνηκε η στρατηγική ευφυΐα του Κολοκοτρώνη, όταν σχεδόν αυθόρμητα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα που έρχονταν ταυτόχρονα από τις κατευθύνσεις εφάρμοσε την τακτική του «δίζυγου πυρ», όπου οι στρατιώτες αλληλοπροστατεύουν τα νώτα τους.
Ακολούθησε η μάχη στα Δερβενάκια στις 16 Ιουλίου 1822, η οποία όχι μόνο απέδειξε ξανά την στρατιωτική του ευφυΐα αλλά και τη ρητορική του ικανότητα, ενισχύοντας έτσι τη δικαιολογημένη φήμη που συνόδευε τον ατρόμητο οπλαρχηγό του Μοριά. Θορυβημένες οι οθωμανικές αρχές από την άλωση της Τρίπολης, απέστειλαν στο Άργος τον Μαχμούτ Αλή Πασά, γνωστότερο ως Δράμαλη με 30.000 άνδρες προκειμένου να καταπνίξει τις επαναστατικές εστίες. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γνώριζε ότι η απευθείας αναμέτρηση με τον υπερμεγέθη στρατό των Οθωμανών θα επέφερε σαφή πλήγματα. Για αυτό επέλεξε να οχυρωθεί σε δύο από τα τέσσερα μικρά ορεινά περάσματα (δερβενάκια), μεταξύ Κορίνθου και κοιλάδας Άργους, εξ ου και η ονομασία της μάχης. Ο Γέρος του Μοριά συγκέντρωσε τους άντρες του και τους εμψύχωσε, όταν μαθεύτηκε ότι ο Δράμαλης πλησίαζε το Άργος και αυτό προκάλεσε σύγχυση. Ορθώνοντας το ανάστημά του αναφώνησε «Ἕλληνες, μὴ φοβεῖσθε! Ἐμεῖς ἐσκοτώσαμε τόσους Τούρκους ἐντόπιους, καὶ τούτους ἔτζι θὰ τοὺς κάμωμε. Δὲν εἶναι πολλοὶ οἱ Τοῦρκοι ὅσους τοὺς λέγουν. Νὰ ὑπάγομε νὰ σκοτωθοῦμε μακρὰν ἀπὸ τὰ παιδιά μας καὶ τὲς φαμελιές μας. Μὴν παίρνετε μαζί σας οὔτε μουλάρια, καπότες, ὅλα μᾶς τὰ φέρνουν ἐκεῖνοι» και κήρυξε πανστρατία. Εφαρμόζοντας την τακτική της «καμμένης γης» εστίασε την τακτική του στην κατάληψη στρατηγικών θέσεων δημιουργώντας επισιτιστικό πρόβλημα στους εχθρούς του. Η μάχη έληξε υπέρ των Ελλήνων στις 26 Ιουλίου 1822 και ο Κολοκοτρώνης ανακηρύχθηκε Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου.
Παρ’ όλες ωστόσο τις σημαντικές μάχες που έφερε εις πέρας και τη μοναδική συμβολή του στο ξεσκλάβωμα της Ελλάδας, η πατρίδα του φανερά αγνωμονούσα και τα εμφύλια πάθη τον οδήγησαν δύο φορές στη φυλακή. Η στήριξή του προς τον Καποδίστρια καθώς τον οδήγησε το 1833 σε έντονη διαφωνία με την Αντιβασιλεία. Στις 30 Απριλίου 1834, στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου η κυβέρνηση του Όθωνα δίκαζε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για εσχάτη προδοσία και συνωμοσία για ανατροπή του βασιλέως. Ο ανεπανάληπτος, θρυλικός οπλαρχηγός της Επανάστασης, δήλωνε μετά στα απομνημονεύματά του «Εἶδα τόσες φορὲς τὸν θάνατον, καὶ δὲν ἐφοβήθηκα οὔτε τότε. Καλλίτερα εἶναι ὁποὺ σκοτώνομαι ἄδικα, παρὰ δίκαια».
Οι δικαστές αποφάσισαν: εις θάνατον. Ήταν όμως η φωνή του Πολυζωΐδη και του Τερτσέτη, που μέσα από την καθαρή συνείδησή τους, αρνήθηκαν να καταδικάσουν σε θάνατο τον Κολοκοτρώνη καταδικάζοντας έτσι ολόκληρο το έθνος. Οι φωνές δύο ανθρώπων που αργότερα δικάστηκαν για «απειθαρχία» επειδή αρνήθηκαν να σημαδεύσουν με «σκοτάδι» τη μέχρι τότε φωτεινή πορεία των αγωνιστών του ’21. Και που στην απολογία τους φώναξαν: «Ζουν οι οπλαρχηγοί. Ζουν! Χαρείτε, ω Έλληνες. Ζουν! Φυλακισμένοι. Αληθινά, εις τα φρούρια, οπού προ δέκα χρόνων επήραν επί κεφαλής σας από τον εχθρόν, αλλά ζουν!». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρέθηκε φυλακισμένος στο Ναύπλιο, στις φυλακές του Ιτς-Καλέ. Το 1836, ο ενήλικας πλέον Όθωνας απένειμε χάρη στον φλογερό αρχηγό του ’21. Φτωχός, ρακένδυτος και σχεδόν τυφλός, ο Γέρος του Μοριά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου γνώρισε τη λαϊκή αποδοχή για τη μεγάλη του προσφορά. Φύση ανιδιοτελής, ό,τι έκαμε το έκαμε για την πατρίδα.
Ως η αντιπροσωπευτικότερη προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έλαβε εν τέλει τη θέση που του άξιζε στη συλλογική εθνική συνείδηση. Η προσωπικότητά του, οι ικανότητές του, τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, το ήθος και η ευφυΐα του μα πάνω από όλα η πίστη του στην ελευθερία, τον κατέστησαν συνώνυμο της Ελληνικής Επανάστασης και στο πρόσωπό του συγκεντρώθηκαν όλα τα χαρακτηριστικά της ελληνικής ψυχής που μάχεται για την απελευθέρωση. Οι περιγραφές των ξένων φιλελλήνων είναι χαρακτηριστικές. Σημειώνει ο Γάλλος Αξιωματικός Εζέν ντε Βιλνέβ «Περίπου 68 χρονών αλλά ακμαίος. Λιγνοπρόσωπος, βλέμμα σταθερό και σκληρό, πελώριο μαύρο μουστάκι και κυματίζοντα μαλλιά. Στη μέση του μαχαίρι και δύο πιστόλες. Πολεμάνθρωπος» ενώ συμπληρώνει η περιγραφή του Γάλλου αρχαιολόγου Φ-Ρ. Σανκ «Μάτια που σπινθηροβολούσαν από γενναιότητα και ορμή. Αντικρίζοντας το κολοσσιαίο παράστημά του θα νόμιζες πως ήταν απόγονος του Ηρακλή».
Συγκρατώντας τα λόγια του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας Εμπρός «Ο Γέρος του Μοριά δεν υπήρξεν άτομον. Υπήρξε ιδέα… Ο Κολοκοτρώνης ήτο η Ελλάς. Ήτο ο πιστός, ο ακατάβλητος, ο φλογερός οραματιστής του ονείρου, τον οποίο εσφυρηλάτησε με την θερμήν πνοήν του εις ζωντανήν πραγματικότητα».
Βιβλιογραφία
Γεώργιος Τσερτσέτης, Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη, Βεργίνα, Αθήνα 2008
Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Ο Θεόδωρος πίσω από τον Κολοκοτρώνη, Η Καθημερινή, Αθήνα 2014
Θεοφάνης Μαλκίδης (επ.), Θεόδωρος Κολοκοτρώνης «Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την επανάσταση», Αιγαίον, Λευκωσία 2010