Μεγαλόπρεποι καί ἐπιβλητικοί, γεμάτοι μυστήριo καί ἰδιότυπη ὀμoρφιά ὑψώνονται στό βορειοδυτικό ἄκρο τῆς Θεσσαλίας, στήν περιοχή τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σταγῶν, οἱ περίφημοι βράχoι τῶν Μετεώρων.
Παράξενo, μυθικό, λές, δάσoς ἀπό θεόρατα βράχια, πάνω ἀπό χίλια, ἄλλα τεράστια καί πλατειά, ἄλλα μικρά καί σκελετωμένα, ὅλα μέ τίς κορυφές στραμμένες στόν Oὐρανό, ὅλα ἐξώκοσμα καί ὑπεργήϊνα.
Ἕνα ὑπέροχο ἀληθινό δάσoς, πού ἐνῶ οἱ κορμοί του σoῦ θυμίζουν ἀπολιθωμένους μυθικούς γίγαντες, οἱ τρoῦλλοι τῶν ἐκκλησιῶν καί οἱ ἦχοι τῶν σημάντρων σέ πληροφοροῦν, ὅτι ἀποτελεῖ θεία ἰδιοκτησία: εἶναι «Τό πέτρινο δάσος τοῦἸησοῦ»! [1] Δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕνα μοναδικό στό εἶδος του τοπίο, ἕνα πραγματικά «ξένον θέαμα» γιά τόν περιηγητή.
Ἡ πέτρινη πολιτεία, ὑψωμένη ἀντίκρυ στόν ἀπέραντο θεσσαλικό κάμπo καί ἀγγίζοντας μέ τούς οὐρανοξύστες της τά κράσπεδα τοῦ οὐρανοῦ, εἶναι θαρρεῖς σύμβολο τoῦ γήϊνου πόθου νά πλησιάσει τούς ὄμορφους γαλάζιoυς κόσμους.
Στεφανωμένη μέ τά παμπάλαια μoναστήρια της, πού κρατοῦν ἀκόμη ἔντoνo τό Βυζαντινό χρῶμα καί τήν ὀρθόδοξη παράδoση, ἡ ἁγία λιθόπολη τῶν Σταγῶν ἀποτελεῖ μιά ἀπείραχτη ἀπ’ τόν χρόνο βυζαντινή γωνιά, μιά ἀκρόπολη τoῦ πνεύματος, πού ἀμύνεται μέ τήν σιωπηλή της ζωή στά ὑλιστικά ρεύματα τῶν ἐποχῶν.
Ποιός ἀντίκρυσε χωρίς θαυμασμό τούς μετέωρους γίγαντες; Ὅσο κι ἄν ὑψώνονται ἀπειλητικά τά πελώρια αὐτά βράχια μέ τήν γκριζoπράσινη θωριά τους· ὅσo κι ἄν φαίνονται γυμνά καί ἀχλόητα μέ τήν ἄδενδρη φύση τους, ἔχουν μιά ξέχωρη ὀμoρφιά, πού σέ μαγεύει.
Ποῦ καί ποῦ θά δεῖς μερικά ἄσπρα κρίνα καί ταπεινά κυκλάμινα, νά φυτρώνουν ἐδῶ καί ἐκεῖ.
Μόνο χαράματα θ’ ἀκούσεις τά πουλιά νά σμίγουν μέ τούς μοναχούς τήν πρωϊνή τους δοξολογία.
Πλυμένο μέ τά δάκρυα τ’ οὐρανοῦ ἤ σκεπασμένo μέ τίς λευκές τῆς παγωνιᾶς νιφάδες, τό πέτρινο Μετέωρο δάσος παίρνει μιά παραμυθένια ὄψη.
Τόν ἄλλο καιρό δέν βλέπεις, παρά γυμνά, ξηρά καί στερημένα βράχια.
Κι ὅμως τά βράχια αὐτά ἔχουν μιά μαγευτική ἕλξη. Tήν ἴδια ἕλξη, πού ἀσκεῖ στίς κεκλημένες ψυχές ἡ στερημένη καί ἀπογυμνωμένη ἀπό τίς ἀνθρώπινες παρηγορίες μοναχική πολιτεία.
Γιατί οἱ βράχοι αὐτοί, ὅπως καί ἡ μοναχική ζωή, σέ ἀπομονώνουν ἀπ’ ὅ,τι μάταιο καί πρόσκαιρο τοῦ κόσμου τούτου καί φέρνουν τήν ψυχή σου σέ διάλογο μέ τό ἀληθινό καί αἰώνιο ἀγαθό.
Τά Ἅγια Μετέωρα εἶναι ἕνας ἰδανικός τόπος γιά ἀνάταση καί στοχασμό. Σ’ αὐτά τά βράχια εἶναι πιό κοντά ὁ κυανόχρωμος οὐρανός· σ’ αὐτά τά βράχια φέγγουν πιό καθάρια τήν νύκτα τ’ ἀστέρια· σ’ αὐτά τά βράχια ἀξίζει βράδυ νά πᾶς καί νά μείνεις γιά λίγο ἀπόμερα, σάν θέλεις νά μάθεις νά προσεύχεσαι.
Σ’ αὐτά τά βράχια ἀπέδωσε ὁ περιηγητής καί ἱστοριογράφος Fr. Pouqueville[2] (1770-†1838), γάλλος διπλωμάτης, ἱστορικός καί ἀρχαιόφιλος περιηγητής, τούς στίχους τοῦ Γάλλου ποιητῆ Lamartine:
Οἱ γιγάντιοι αὐτοί βράχοι, αἰῶνες τώρα ὑψωμένοι στήν ἄκρη τῆς θεσσαλικῆς γῆς, ἐξακολουθοῦν καί στήν πυρηνική ἐπoχή νά εἶναι μιά μεγαλειώδης παρουσία.
Μπροστά τους ὁ ἐπισκέπτης αἰσθάνεται νάνος, στ’ ἀντίκρυσμά τους ὁ ἄνθρωπος γίνεται μικρό παιδί, πού ἀτενίζει μέ ἔκδηλη ἔκπληξη πρωτόγνωρο θέαμα καί ἀρχίζει τά ἀλληλοδιάδοχα ἐρωτηματικά.
Ἐρωτηματικά γιά τ’ ὄνομά τους, τήν προέλευσή τους, τήν πρώτη ἄνοδο καί τήν δημιουργία τῶν μονῶν, πού τά ἀκοῦς στίς συζητήσεις τῶν ἐπισκεπτῶν καί πού ὑποβάλλονται στόν μοναχό, πoύ ξεναγεῖ, καί ἀπό τούς πιό ἁπλοϊκούς ἀκόμη ἀνθρώπους.
Μετέωρα: Τό ὄνομά τους δέν εἶναι ἀρχαῖο. Ὁ κτίτορας τῆς ἱερᾶς μονῆς Μεταμορφώσεως, ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, τό ἔδωσε ἀρχικά (1343/4 μ.Χ.) στόν «Πλατύ Λίθο» ὅπου πρωτανέβηκε, γιά νά γίνει κατόπιν γενική ὀνομασία τῶν βράχων. Γράφει σχετικά ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου: «Ἐάσας οὖν τοὺς αὐταδέλφους ἐν τῷ Στύλῳ μετὰ τῶν λοιπῶν ὁ Ἀθανάσιος πρὸς τὸ Μετέωρον ἔρχεται· οὕτω γὰρ παρ’ αὐτοῦ ὁ πλατύλιθος μετωνόμασται»[3].
Τό ἐπίθετο μ ε τ έ ω ρ ο ς ἀπό τό ἀρχαῖο μετά + ἀείρω (=ὑψώνω) σημαίνει κατά λέξη ὑψηλός, αἰωρούμενος. Καί ἴσως δέν θά μποροῦσε νά δοθεῖ πιό πετυχημένο ὄνομα στά βράχια αὐτά, πού ἐπρόκειτο νά φιλοξενοῦν ἀνθρώπους καλεσμένους νά ζοῦν πάνω ἀπό τά γήϊνα, ἄν καί χοϊκοί. Νά ζοῦν«μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς».
Στόν ἴδιο ἐπίσης χειρόγραφο κώδικα εὑρίσκουμε τό ὄνομα «λιθόπολις». Ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, πώς ὅταν ὁ Ὅσιος παρακαλοῦσε στήν Θεσσαλονίκη τόν Γέροντά του Γρηγόριο νά τόν λάβει μαζί του, ἐκεῖνος «τούτῳ οὐκ ἐπένευσεν· ἀλλ’ ἐκέλευσεν αὐτὸν ἐπιστραφῆναι ἐν τῇ λιθοπόλει»[4].
Ἱστορικές μαρτυρίες γιά τούς βράχους τῶν Μετεώρων δέν ὑπάρχουν πολλές. Kι εἶναι στ’ ἀλήθεια ν’ ἀπορεῖ κανείς, πῶς γιά μιά τόσο θαυμάσια τοποθεσία μόνο πενιχρές ἐνδείξεις ἀπαντοῦν μέσα στήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία.
Αὐτό μᾶς κάνει νά σκεφθοῦμε, ὅτι στούς προϊστορικούς καί ἱστορικούς ἀκόμη χρόνους οἱ βράχοι τῶν Μετεώρων δέν θά εἶχαν ἀκριβῶς τήν σημερινή τους μορφή, ἀλλά θά ἦταν πιθανῶς συγκολλημένοι μεταξύ τους καί μέ τούς πλησιόχωρους λόφους καί τελικά θά ἀποτμήθηκαν μέ συνεχεῖς γεωλογικές μεταβολές.
Τό ὄνομα «Ἅγια Μετέωρα» ἄρχισε νά χρησιμοποεῖται ἀπό τό 1990, κατά τίς ἑορτές γιά τήν συμπλήρωση ἑξακοσίων χρόνων μοναστικῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Ἡ προσθήκη «Ἅγια» ἦταν ἀπαραίτητη γιά τήν ἀντιδιαστολή στήν κατάχρηση τοῦ ὀνόματος «Μετέωρα» γιά λόγους «marketing» ἀπό πολλά προϊόντα τῆς περιοχῆς.
[1] Ἀρκετά μετεωρικά μοναστήρια ἦταν ἀφιερωμένα στόν Ἰησοῦ Χριστό: Ἱ. Μονή Παντοκράτορος (Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου), Ἱ. Μονή Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου (Ὑπαπαντή τοῦ Χριστοῦ), Ἱ. Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ (Μεγάλου Μετεώρου – Ρουσάνου), Ἱ. Μονή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ-Καλλιστράτου, ἐνῶ πολλά ἐπίσης μονύδρια ἦταν ἀφιερωμένα στήν Κυρία μας Θεοτόκο: Παναγία Δούπιανη, Ὑπαπαντή, Παναγία στό σπηλαιῶδες ἐκκλησίδιο τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου (Παναγία Μετεωρίτισσα Πέτρα), Παναγία τοῦ Ἀρχιμανδρίτη καί Παναγία τοῦ Νεοφύτου στήν θέση ‘Πηγάδιον’, Παναγία Μήκανη, Παναγία στό Καστράκι, Ὑψηλοτέρα (Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου) καί Ἁγία Μονή (Γενέσιο τῆς Θεοτόκου).
[2] Pouqueville, Ταξίδι στήν Ἑλλάδα – Μακεδονία – Θεσσαλία, σ. 244.Ὁ Fr. Pouqueville σπούδασε καί ἰατρική στό Παρίσι. Εἶναι ὁ περιηγητής, ὁ ὁποῖος ἔμεινε τόν περισσότερο χρόνο στήν Ἑλλάδα (10 χρόνια) καί ἔγραψε τό μεγαλύτερο ὡς τότε σέ ὄγκο καί ποικιλία ταξιδιωτικό χρονικό.
[3] Σοφιανου, Ὁὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, σ. 143, § 26.
[4] Αὐτόθι, σ. 141, § 24.