Κωνσταντινούπολη, 626 μ.Χ. Ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, μαζί μέ τόν στρατό τῆς Πόλης, βρίσκεται σέ ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν, μέ σκοπό τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἁγίων Τόπων, ἀλλά καί τήν ἐπαναφορά τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐκεῖ ὅπου ἀνήκει, στά χέρια δηλαδή τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Τίμιος Σταυρός εἶχε κλαπεῖ ἀπό τούς Πέρσες κατά τή λεηλασία τῆς Παλαιστίνης, τό 614 μ.Χ., καί αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἔναρξη τῆς προετοιμασίας τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα γιά πόλεμο, ἀφοῦ ἡ ἀπώλεια τοῦ πανίερου αὐτοῦ Κειμηλίου, πάνω στό ὁποῖο μαρτύρησε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, δέν ἦταν δυνατόν νά τόν ἀφήσει ἀδιάφορο.
Βρίσκοντας λοιπόν τήν Πόλη χωρίς τήν στρατιωτική προστασία, οἱ Ἄβαροι, οἱ σύμμαχοι τῶν Περσῶν, θεώρησαν πώς ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή γιά νά ἐπιτεθοῦν καί νά τήν καταλάβουν. Λογάριαζαν, ὅμως, μέ βάση τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες γιά μιά ἀκόμη φορά ἀποδείχθηκαν ἀδύναμες καί ἀναποτελεσματικές, μπροστά στή Θεία Δύναμη.
Καί ἐνῶ τήν 7η Αὐγούστου τοῦ 626 μ.Χ. ὁ κλοιός γύρω ἀπό τήν Πόλη εἶχε σφίξει ὑπερβολικά, ὁ Πατριάρχης Σέργιος ἐμφανίστηκε στά τείχη τῆς Πόλης, κρατῶντας στά χέρια του τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας. Κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας, ἡ πολιορκία τῆς βασιλεύουσας ξεκινοῦσε σφοδρή, ἀπό ξηρά καί θάλασσα. Οἱ λιγοστοί μαχητές εἶχαν στηρίξει τίς ἐλπίδες τους στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ Ὁποία θά ἀναδεικνυόταν σέ «Ὑπέρμαχο Στρατηγό» τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους!
Καί τό Θαῦμα της δέν ἄργησε νά γίνει. Ἕνας ξαφνικός ἀνεμοστρόβιλος ξεσπάει μέσα στή νύχτα, καταστρέφει τά πλοῖα τῶν Ἀβάρων, μέ ἀποτέλεσμα νά λύσουν τήν πολιορκία καί νά ἐγκαταλείψουν τήν προσπάθειά τους στή μέση. Ἡ πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας εἶχε σωθεῖ καί ὁ λαός της ἦταν ἕτοιμος νά ἀπονείμει στήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό του τά νικητήρια!
Ὁ λαός τῆς Κωνσταντινούπολης, βλέποντας τό τεράστιο θαῦμα πού ἐξελίχθηκε μπροστά στά μάτια του, καί ἀναγνωρίζοντας τήν Θεοτόκο «ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν», θέλησε νά τήν εὐχαριστήσει καί νά ἐκφράσει τή μεγάλη εὐγνωμοσύνη του πρός Ἐκείνη, συντάσσοντας μία ἀπό τίς ὡραιότερες Ἱερές Ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας, τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο, τόν ὁποῖο ἔψαλλε γιά πρώτη φορά σέ Ἀγρυπνία, στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας, σέ ὄρθια στάση (γι’ αυτό καί ὀνομάστηκε «Ἀκάθιστος»).
Στό Κοντάκιο τῆς Ἀκολουθίας, ὁ ὑμνωδός, γινόμενος ὁ ἴδιος τό στόμα τῶν κατοίκων τῆς βασιλεύουσας, ἐκφράζει ψάλλοντας τήν εὐγνωμοσύνη τους καί ἀναπέμπει τίς θερμές τους εὐχαριστίες πρός τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀποδίδοντάς Της περίλαμπρα τή μεγάλη νίκη, καί ἀναγνωρίζοντας ταυτόχρονα πώς χάρη στήν δική Της ἐπέμβαση, ἡ Πόλη Της λυτρώθηκε ἀπό τίς συμφορές.
Στή συνέχεια, προσευχόμενος, παρακαλεῖ τήν Θεοτόκο, παρακαλεῖ Ἐκείνη πού ἡ δύναμή της εἶναι ἀκατανίκητη, νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό κινδύνους κάθε εἴδους, ἀπό ὁποιοδήποτε πνευματικό ἤ σωματικό κακό, Ἐκείνη, πού γέννησε τήν «Πηγή» καί τήν «Αἰτία» κάθε καλοῦ. Αὐτό εἶναι πού ζητάει ἀπό τήν Ὑπερευλογημένη Μαρία, ἔτσι ὥστε νά ἀναφωνεῖ μέ εὐγνωμοσύνη πρός Αὐτή τό «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε»! Νά χαίρεσαι δηλαδή ἐσύ πού ἔγινες Νύφη, πού ἔγινες σύζυγος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ταυτόχρονα παρέμεινες Παρθένος καί Ἀμόλυντη!
«Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε»