Ανάμεικτα συναισθήματα άφησε στους απλούς παρατηρητές η πρόσφατη επίσκεψη του πάπα Φραγκίσκου στην Κωνσταντινούπολη και οι συναντήσεις του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Και είναι ανάμεικτα καθώς για πολλούς, ίσως τους περισσότερους, αυτές οι συναντήσεις των κκ. Φραγκίσκου και Βαρθολομαίου, που σημειωτέον πληθαίνουν όλο και περισσότερο προϊόντος του χρόνου, αποτελούν μιας πρώτης τάξεως απόδειξη του πνεύματος καταλλαγής και συγκατάβασης, “εν’ ονόματι της αγάπης”, που διακατέχει τις ηγεσίες των δύο θρησκευτικών κέντρων. Αυτό το “πνεύμα της αγάπης” γίνεται ιδιαίτερα έντονο και αισθητό μέσα από κοινές διακηρύξεις, επιστολές, πάσης φύσεως αβροφροσύνες και κοινά ανακοινωθέντα τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας τον τελευταίο καιρό, όπως επίσης και με τις δημόσιες τοποθετήσεις και την αρθρογραφία επιφανών συνεργατών του πάπα και του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Στις περισσότερες από αυτές, αν όχι σε όλες, η λέξη που επαναλαμβάνεται συνεχώς και χωρίς μέτρο – σε σημείο ίσως κάποιες φορές να προδίδει περιορισμένο λεξιλόγιο και να καταντά όντως κουραστική – είναι, ασφαλώς, η λέξη “αγάπη”. Επικαλούμενες δηλαδή την επιταγή του Χριστού για αγάπη, οι δυο θρησκευτικές κοινότητες, διά των πνευματικών τους ταγών, κάνουν αλματώδη βήματα προς μία κατεύθυνση. Την πλήρη ενότητα μεταξύ ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών.
Από την άλλη, υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων, μια εμφανής μειοψηφία όπως την αποκαλεί η άλλη πλευρά, που εξακολουθεί να στέκεται πολύ επιφυλακτική στα ανοίγματα του Πατριάρχη, στη δεδηλωμένη πρόθεση του πάπα, στις προσδοκίες πολλών για ενότητα και αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας ανάμεσα σε παπικούς και ορθοδόξους. Σ’ όλους όσους εμφανίζονται διστακτικοί να αποδεχθούν τις “ειλικρινείς προθέσεις” του πάπα και με οποιονδήποτε τρόπο καυτηριάζουν την φιλοπαπική πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποδίδονται απαξιωτικοί και ενίοτε βαρείς χαρακτηρισμοί. Ορθόδοξοι ταλιμπάν, μουτζαχεντίν, φονταμενταλιστές και υπερορθόδοξοι, είναι μόνο μερικοί από αυτούς.
Για να εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο στο θέμα, πέρα από κάθε θεολογική μεταξύ των δύο “εκκλησιών” διαφορά – άλλωστε είναι πασιφανές ότι οι θεολογικές διαφορές είναι οι τελευταίες που απασχολούν τις αντιπροσωπείες παπικών και ορθοδόξων κατά τους διαχριστιανικούς διαλόγους – πρέπει να αναγνωρίσουμε δύο γεγονότα.
Πρώτο γεγονός, ότι ο πάπας, διαχρονικά και ανεξάρτητα από τα πρόσωπα, ποτέ δεν έπαψε να ενεργεί ως πολιτικός (πρώτα) και πνευματικός (έπειτα) ηγέτης της Δύσης. Η ιστορία διδάσκει ότι το Βατικανό επεδίωκε και συνεχίζει να επιδιώκει την άλωση της Ανατολής με κάθε μέσο και σε κάθε καιρό. Τρανταχτό παράδειγμα, όχι βέβαια το μόνο, αποτελεί ακόμη και στις μέρες μας η Ουνία, η προπαγάνδα δηλαδή της παπικής εκκλησίας για τον αναγκαστικό ουσιαστικά προσηλυτισμό των ορθόδοξων πληθυσμών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μια πιο ενδελεχής ματιά (πέρα από όσα διαβάζουμε σε εφημερίδες ή μας προβάλλει η τηλεόραση) στα τεκταινόμενα στην όχι και τόσο μακρινή Ουκρανία και τον εμφύλιο που μαίνεται εκεί, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Άλλο παράδειγμα, είναι η ξαφνική “αγάπη” του πάπα για την Ανατολή και την Ορθοδοξία, ιδίως τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Δεύτερο γεγονός, η αναμφισβήτητη απόσταση που τηρεί πλέον το Οικουμενικό Πατριαρχείο από αποφάσεις και Κανόνες Οικουμενικών ή τοπικών Συνόδων και η διαφορετική ερμηνεία που αποδίδει σ’ αυτές, κατά το δοκούν, ή καλύτερα κατά το συμφέρον. Εσχάτως μάλιστα, και είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό, προωθείται εντέχνως από τους θεολογικούς κύκλους του Πατριαρχείου μια νέα θεωρία περί του πρωτείου της Επισκοπής Κων/πόλεως – και επαγωγικά του Επισκόπου της – έναντι των άλλων ορθοδόξων πατριαρχείων, μητροπόλεων και επισκοπών, κατά τα πρότυπα της δυτικής πρακτικής. Ένα δεύτερο Πρωτείο, κοντολογίς, αυτή τη φορά στην Ανατολή.
Αν πραγματοποιηθεί τελικά η περιβόητη ένωση, έστω και κατά το πρότυπο αυτής που υπεγράφη μεταξύ καθολικών και μερίδας ορθοδόξων στη Σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας, αυτό που πρέπει να σκεφτούμε πολύ σοβαρά είναι τι έχει να κερδίσει ή να χάσει η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η ενότητα παπικών και ορθοδόξων όπως αυτή προωθείται, και πρέπει να γίνει σαφές αυτό, ισχυροποιεί πρωτίστως την ηγεμονική θέση του πάπα και ολοκληρώνει το έργο που ξεκίνησε ήδη από το Σχίσμα, συνεχίστηκε με τις Σταυροφορίες (όπου “χριστιανοί” έσφαζαν χριστιανούς στο όνομα του Χριστού!) και την Ουνία, και φτάνει μέχρι τις ημέρες μας με την άνευ προηγουμένου επίθεση “αγάπης” της Δύσης προς την Ανατολή. Αλώνει, δηλαδή, για μια ακόμη φορά και ίσως οριστικά πια την Ορθόδοξη Ανατολή, καταπατά την πνευματικότητά της, ασεβεί στα ιερά της και τα όσια, σβήνει την παράδοσή της, διαλύει την ευσέβειά της και εγκαθιστά ως αρχηγό της τον Ένα, τον Πρώτο, τον Αλάθητο πάπα. Αυτή δυστυχώς είναι η ουσία του πράγματος. Κανένας θεολογικός περιορισμός δεν μπορεί να αναχαιτίσει αυτήν την προσπάθεια του παπισμού, καμμιά εναντίωση στη μαριολατρεία, στα άζυμα, στο filioque. Καμμιά ένσταση στην κακοδοξία δεν φαίνεται ικανή να σταθεί εμπόδιο σ’ αυτή την πορεία. Καμμιά Οικουμενική Σύνοδος, κανένας Γρηγόριος, κανένας Φώτιος, κανένας Μάρκος. Και ο λόγος είναι περισσότερο από απλός. Οι θεολογικές διαφορές παραμερίζονται έναντι του ηγιασμένου σκοπού της ενότητας, έναντι της “αγάπης”. Ο παπικός ας πιστεύει όπως θέλει, όπου θέλει, ότι θέλει, ο ορθόδοξος επίσης.
Ας μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας. Η ακολουθούμενη παπική πολιτική επιδιώκει την πνευματική αλλοίωση και καταστροφή της ανατολής. Και θα πετύχει, αν δεν αντιδράσουμε. Τα οψώνια της “αγάπης”, που θα ‘λεγε κι ο Παύλος, θάνατος.