Νιόνιο μου, νά σέ χαρῶ, αὔριο τοῦ Χριστοῦ, θά μεταλάβης.
-Δέ μπορῶ, μάνα! Εἶμαι πολύ ἁμαρτωλός…
-Ἐσύ, παιδί μου, ἁμαρτωλός; Καί πόσα φονικά ἔχεις κάμει τοῦτο τό χρόνο;
-Φονικό κανένα. Οὔτε τοῦτο τό χρόνο οὔτε ποτές. Τότενες πού βάρεσα τό Θανάση ἔκαμε ὁ Θεός κι’ ὁ Ἅγιος καί δέν ἔπιασε ἡ πιστόλα μου. Μά προχτές ἤπια γάλα. Πῶς θά μεταλάβω αὔριο;
-Δέν πειράζει. Πές το τοῦ παπᾶ καί θά σέ συγχωρέση…
-Δέν εἶναι μόνο αὐτό, μάνα! Εἶμαι ἁμαρτωλός, βαρῶ…
-Δέν πειράζει! Θά τά πῆς τοῦ παπᾶ καί θά σέ συγχωρέση…
-Δέ θά μέ συγχωρέση, μάνα! Θά μοῦ βάλη κανόνα και θά γίνω ρεντίκολο. Θά τό μάθουν οἱ ὀχτροί καί θά γελάσουνε. «Ὁ Νιόνιος ὁ Καψοκάρδης, θά λένε, πῆγε στόν παπᾶ-Μενέγο νά ξομολογηθῆ γιά νά μεταλάβη, μ’ ἀπό κεῖ! ἀντί γιά μεταλάβωμα, ὁ παπᾶς τοὔβαλε νηστεία κι’ ἀπό λάδι ἄλλες σαράντα μέρες!». Καί τότενες θά εἶναι πού θά κάμω καί φονικό!
-Μή φοβᾶσαι! Οὗλ’ αὐτά ὁ παπᾶς-Μενέγος θά σοῦ τά συχωρέση. Νά σοῦ πῶ: Ψέματα λές;
-Ποτές μου! Τί ἀνάγκη ἔχω; Δοῦλος εἶμαι;
-Κάνεις κατεργαρίες;
-Ποτές μου! Τό δίκιο μου τό βρίσκω μέ τό χέρι μου!
-Κλεψιές;
-Ἐγώ νά κλέψω; Μά τί, ὁ Ἀντώνης ὁ Σίφουνας εἶμαι;
-Ἐγέλασες ποτέ σου καμμιά κοπέλλα;
-Ὄχι! ἴσιαμε τώρα δέ μοῦ ἔτυχε. Τή Ρόζα ἀγαπάω καί τή Ρόζα θά πάρω μόλις μπορέσω.
-Χμ! κι’ ἔπειτα μοῦ λές πώς εἶσαι ἁμαρτωλός! Ἐφτοῦνα θἄτανε ἁμαρτίες. Εἰδέ πώς ἤπιες γάλα προχτές, ἤ πώς βλαστημᾶς στόν θυμό σου καί δίνεις κανένα μπάτσο σάν ἄντρας;… Ὄχι, παιδί μου, νά σέ χαρῶ! Κακά κι’ ἐφτοῦνα, δέ λέω. Μά οὔτε γιά κανόνα, οὔτε γιά νά μή μεταλάβης. Ἄμε, πές τα, καί νά ἰδῆς, πώς ὁ παπᾶς-Μενέγος θά σέ συχωρέση. Γιατί ξομολογιόμαστε καί μεταλαβαίνουμε τρεῖς, δυό, μιά βολά τό χρόνο; Γιά νά μᾶς συχωριοῦνται κι’ οἱ μικροαμαρτίες. Ὁ Θεός, παιδί μου, κρατεῖ βιβλίο. Γράφει καί σβένει, σβένει καί γράφει. Δυό χρόνια πού ἔχεις νά μεταλάβης, τό βιβλίο σου στόν οὐρανό εἶναι γιομᾶτο. Ἄμε νά τό ξαλαφρώσης, ἄμε νά τό ματασπρίσης! Καί πάλι, καί πάλι… Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μήν ἁμαρταίνη; Μά γι’ αὐτό, κάθε τόσο, πρέπει νά ξαγορεύεται καί νά κοινωνάη. Ἄμε!
Ὁ Νιόνιος δέν εἶπε πιά τίποτα. Ἔμεινε συλλογισμένος. Σά νἄχε δίκιο ἡ μάνα του: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε, κάθε τόσο νά σβήνουνται οἱ ἁμαρτίες του. Μά θά τοῦ συχωροῦσε πρῶτα ὁ παπᾶ-Μενέγος αὐτές πού θά τοῦ ξομολογιόταν; Γι’ αὐτό εἶχε μεγάλες ἀμφιβολίες… πολύ μεγάλες…
«Ἄς εἶναι», εἶπε ὕστερα μέσα του. «Τόμου τό λέει κι’ ἡ μάνα μου, πού εἶναι ἅγια γυναίκα, ἐγώ θά κάμω τήν κουτουράδα κι ὅ,τι βγῆ. Ἤ τοῦ ὕψους, πού λένε, ἤ τοῦ βάθους. Ἤ συχώριο, μεταλάβωμα καί φτού ἀπό τήν ἀρχή, ἤ … στό διάολο κι’ ἀκόμα παραπέρα! Ὀμπρός!».
Ντύθηκε μέ τά καλά του –βαρκάρης ἦταν, εἶχε καί μιά μαύρη φορεσιά- καί πῆγε στό κελλί τῆς Πισκοπιανῆς ὅπου, παραμονή Χριστοῦ, ξαγόρευε ὁ παπᾶ-Μενέγος. Χάρηκε αὐτός ἅμα τόν εἶδε. Τόν τελευταῖο καιρό δέν ἦταν συνηθισμένος νά βλέπη συχνά στό Ἐξομολογητήριο νέους εἰκοσιπέντε χρονῶν. Ὁ κόσμος εἶχε ἀρχίσει νά χαλάη. Μόνο παιδιά καί γέροι μεταλάβαιναν…
-Καλῶς μου τον, τοῦ εἶπε. Θά μεταλάβης, παιδί μου;
-Λέω, ἀφέντη μου. Ἄν μοῦ δώσης, παναπῆ, τήν ἄδεια. Γιά νά σβηστοῦν οἱ μεγάλες μου ἁμαρτίες ἀπό τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ παπᾶς κράτησε ἕνα μεγάλο χαμόγελο κι’ εἶπε σοβαρά, κάνοντας πώς σιάζει τό πετραχήλι του:
-Ἔλα, κάτσε δῶ καί λέγε μου τίς μεγάλες σου ἁμαρτίες.
-Πολληώρα τίς εἶπα καί τῆς μάνας μου, ἄρχισε ὁ Νιόνιος, καθίζοντας ἀποφασιστικά σ’ ἕνα ξύλινο σκαμνί. Ψέματα δέ λέω (τί ἀνάγκη ἔχω; δοῦλος εἶμαι;), κατεργαρίες δέν κάνω (τό δίκιο μου τό βρίσκω μέ τό χέρι μου), κλεψιές οὔτε (ὁ Ἀντώνης ὁ Σίφουνας εἶμαι; βάρκα δική μου ἔχω, τό ψωμί μου καί τό ψωμί τῆς μάνας μου τό βγάνω), κοπέλλα δέν ἐγέλασα ποτές μου (τή Ρόζα πού ἀγαπάω, μόλις μπορέσω, θά τήν πάρω). Μά τί τό θές! Κάνω ἁμαρτίες, παπᾶ μου, καί μεγάλες!
Ὁ παπᾶς δέν κρατοῦσε πιά τό χαμόγελό του.
-Ἔτσι, ἔ, ἔκαμε. Καί σάν τί;… Πόσα, σά νά λέμε, φονικά ἔκαμες ἐτοῦτο τό χρόνο;
-Ὤ, κουριόζο πράμα! φώναξε ὁ Νιόνιος. Τό ἴδιο μέ ρώτησε πολληώρα κι’ ἡ μάνα μου. Ὄχι, δόξα σοι ὁ Θεός κανένα. Μά τί, τό φονικό μόνο εἶναι ἁμαρτία;… Ἀμ’ οἱ θυμοί; οἱ βλαστήμιες; οἱ βρισιές; Ἔχω ὀχτρίες, παπᾶ μου, κι οἱ ὀχτροί μου μέ φέρνουνε ἴσιαμε-δῶ: Τούς βρίζω, τούς βλαστημάω, κάπου-κάπου σηκώνω καί τό χέρι μου. Εἶναι ἀνυπόφερτοι βλέπεις, κι’ ἄν δέν τούς βαρέσης, εἶναι ἄξιοι νά σέ βαρέσουν ἐκεῖνοι. Καί τότενες θἄτανε πού δέ θά γλύτωνες ἀπό φονικό. Τό πιστεύεις ἀφέντη μου, πού καμμία βολά βγαίνω χωρίς τήν πιστόλα; Φοβᾶμαι μή μέ κάμη κανένας νάν τή βγάλω. Νά, ὅπως πρόπερσυ τόν Ἄγουστο, ἐκεῖνος ὁ Θανάσης. Μά ἔκαμε ὁ Θεός κι’ ὁ Ἅγιος καί δέν ἔπιασε…
-Τά ξέρω, τά ξέρω… Σέ πιάσανε ὅμως τότενες κι’ ἔκαμες ἕνα μήνα φυλακή…
-Ὄχι, νά σέ χαρῶ, ἀφέντη μου! Δεκοχτώ μέρες μονάχα. Εἶχα μάρτυρες πώς μ’ ἐρέθισε πολύ. Καί τή γλύτωσα.
-Ναί, μά ἔχε τό νοῦ σου. Ἀπό δῶ κι’ ὀμπρός, τήν πιστόλα νά τήν ἀφίνης πάντα στό σπίτι.
-Ναῖσκε, ἀφέντη! Καί σήμερα δέν τήν πῆρα· οὔτε αὔριο θά τήν πάρω, πού εἶναι τοῦ Χριστοῦ…
-Θά κάμης καλά. Ὁ Χριστός εἶπε ν’ ἀγαπᾶμε τούς ὀχτρούς μας. Καί σύ, ἀπό σήμερα, πρέπει νά τούς ἀγαπᾶς.
-Λίγο δύσκολο, ἀφέντη μου. Μ’ ἄν δέν καταφέρω καί νά τούς ἀγαπήσω, σοῦ δίνω τό λόγο μου πώς, ἀπό δῶ κι’ ὀμπρός, θά δίνω τόπο στήν ὀργή. Φτάνει νά μοῦ δώσης καί σύ τήν ἄδεια νά μεταλάβω, γιά νά ξαλαφρώση, ν’ ἀσπρίση πάλι τό βιβλίο μου στόν οὐρανό.
Ἔ, αὐτή τή φορά τό χαμόγελο τοῦ παπᾶ-Μενέγου ἔγινε γέλιο ἀκράτητο. Τό εἶδε κι’ ὁ Νιόνιος κι’ ἄρχισε νά τρέμη. «Ὤ, συφορά μου! συλλογίστηκε· κανόνα θά μοῦ βάλη!». Κι’ ἔσκυψε τό κεφάλι του, περιμένοντας μέ ἀγωνία.
Ὁ παπᾶ-Μενέγος σοβαρεύθηκε:
Ἔχεις νά μοῦ πῆς τίποτα ἄλλο;
-Ὄχι, ἀφέντη μου… Σοῦ τά εἶπα οὗλα… Καί τώρα κάμε ἔλεος… Ἄ, ναί! ξαστόχησα! Εἶναι καί τοῦτο: Προχτές χάλασα τή νηστεία μου… ἤπια γάλα!…
-Καλά. Σήκω πάνω!
Ὁ Νιόνιος σηκώθηκε.
-Γονάτισε!
Ὁ Νιόνιος γονάτισε.
Κι’ ἐκεῖ πού περίμενε –συφορά του!- ν’ ἀκούση τόν «κανόνα», αἰσθάνθηκε στό κεφάλι του τό πετραχήλι καί τό χέρι τοῦ παπᾶ! Ὤ, χαρά του! Ὤ, εὐτυχία του! Τοῦ τά συχωροῦσε ὅλα! Τοῦ διάβαζε τήν εὐχή! Τοῦ ἔδινε τήν ἄδεια νά μεταλάβη!…
-Σήκω!
Σηκώθηκε δακρυσμένος, φίλησε τό χέρι τοῦ παπᾶ κι’ ἔφυγε θριαμβευτής. Μόλις βρέθηκε ἔξω, στάθηκε σάν ἀλαλιασμένος. Δέν ἤξερε ποῦ νά πάη, τί νά κάμη, ποιόν νά βρῆ… Σκέφτηκε, σκούπισε τά μάτια του καί τὄβαλε στά πόδια γιά τό σπίτι. Ἐκεῖ κοντά καθόταν. Θά τἄλεγε τῆς μάνας του γιά νά χαρῆ κι’ ἐκείνη…
-Ἔ, Νιόνιο!… Γιά ποῦ τρέχεις ἔτσι;… Οὔτε καλημέρα δέ μᾶς λές;… Στάσου!…
Ἦταν ὁ Μαράκης, ἐκείνη ἡ «σκλήθρα», ὀχτρός κι’ αὐτός πού τοὔκανε τό φίλο.
-Καλημέρα!… Ἄσε με, καϊμένε, κι’ ἔχω δουλειά…
-Μπά! καί τί δουλειά ἔχεις σήμερα; Τά παπόρα εἶναι δεμένα… Πᾶμε στήν ταβέρνα νά σέ κεράσω…
-Δέ μπορῶ… ὕστερα!
Ἔτρεχε ὁ Νιόνιος, ἔτρεχε ξοπίσω του κι’ ὁ Μαράκης… Τίποτα δέν ἄκουγε. Καλά καί σώνει ἤθελε νά τόν πάρη στήν ταβέρνα. Μιά, δυό, τρεῖς, ὁ Νιόνιος ἄναψε. Καί στάθηκε ἀπότομα, γυρίζοντας μπροστά στή «σκλήθρα»:
-Γιά νά σοῦ πῶ… Θά μ’ ἀφίσης ἥσυχο; Δέν ἔρχουμαι, σοῦ λέω! Τράβα!
-Ἀγάλια-ἀγάλια καί μήν ἀγριεύης!… Ἄν ἔχης ὄρεξη γιά καυγᾶ, νά πᾶς νά βρῆς τό Θανάση!…
-Κάθε ἄλλο παρά γιά καυγᾶ ἔχω ὄρεξη!… Καί μή μέ σκοτίζης, γιά τά λιγώτερα!… Δέν ξέρεις ἐσύ τί ἔχω τώρα ἐγώ. Αὔριο θά τό μάθης, ἄν ἔρθης στήν ἐκκλησιά!…
-Βουρλίστηκες, μωρέ;
-Ἄι στό διάολο!
Καί μέ τή βλαστήμια, ὁ Νιόνιος ἄρχισε πάλι νά τρέχη. Ἔτσι ἔδινε τόπο στήν ὀργή…
Ὁ ἄλλος ἔμεινε στή θέση του. Εἶχε ἀνάψει κι’ αὐτός. Κι’ ἄρχισε νά βρίζη, σηκώνοντας ὁλοένα τή φωνή, γιά νά τόν ἀκούη ὁ Νιόνιος πού μάκραινε ὁλοένα.
-Ἐσύ νά πᾶς νά χαθεῖς!… Μουρλέ! παρμένε!… Τί ἔπαθες, ἀμπονόρα, μωρέ;… Ἄι νά χαθῆς! Ἐγώ φταίω πού σοῦ μίλησα. Ψοφάσκι! Θρασίμι!…
Δέκα φορές τοῦ ἦρθε τοῦ Νιόνιου νά γυρίση, νά τόν ἁρπάξη καί νά τόν κάμη τ’ ἁλατιοῦ. Μά κρατιόταν. Τί εἶχε ὑποσχεθῆ πρωτύτερα τοῦ παπᾶ καί τί θά πήγαινε νά κάμη αὔριο; Ἄ, ὄχι! Ὁ Μαράκης μποροῦσε νά βρίζη ὅσο ἤθελε…
Καί μόνο σάν ἔφτασε στήν καντουνάδα τοῦ σπιτιοῦ του, κοντοστάθηκε, μισογύρισε μιά στιγμή πρίν στρίψη καί τοῦ φώναξε δαγκώνοντας τό δάχτυλό του:
-Τί νά σοῦ κάμω, μωρέ! Διάλεξες καί σύ τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα… Μά περίμενε ἴσιαμ’ αὔριο, νά μεταλάβω πρῶτα, καί… σέ συγυρίζω!
Ετικέτες