Σε ηλικία μόλις 17 ετών, μέσα στην Κατοχή, ο Θεοδωράκης έγραψε το τροπάριο της Κασσιανής για τετράφωνη χορωδία a capella. Πρόκειται για μουσική μελοποίηση ενός από τους πιο γνωστούς εκκλησιαστικούς ύμνους της Ορθοδοξίας, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τη Μεγάλη Τρίτη του 1942 στην Τρίπολη. Το νεανικό αυτό εγχείρημα του συνθέτη έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς σηματοδοτεί την απαρχή της δημιουργικής του πορείας στη λόγια μουσική και συνδυάζει την βυζαντινή υμνογραφική παράδοση με την πολυφωνική χορωδιακή τέχνη.
Ποια είναι η Κασσιανή και τι αντιπροσωπεύει
Η Κασσιανή (ή Οσία Κασσία) υπήρξε βυζαντινή μοναχή του 9ου αιώνα, μία από τις ελάχιστες γυναίκες υμνογράφους της εποχής. Θεωρείται μάλιστα η επιφανέστερη γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο, με την απαράμιλλη ποιητική της πένα να επισκιάζει άλλες σύγχρονες υμνογράφους.
Το πιο γνωστό έργο της είναι το ιδιόμελο τροπάριο «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή», το οποίο ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πιο δημοφιλή τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο ύμνος αυτός περιγράφει με βαθιά συγκινητικό τρόπο τη μετάνοια της αμαρτωλής γυναίκας που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού και ζήτησε συγχώρεση.
Στο έργο του Θεοδωράκη, η μορφή της Κασσιανής αντιπροσωπεύει αυτήν ακριβώς τη δύναμη της μετάνοιας και της συγχώρεσης, καθώς και τη σύνδεση της ελληνικήςθρησκευτικής παράδοσης με τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν είναι τυχαίο ότι το τροπάριο της Κασσιανής έχει χαρακτηριστεί «αριστούργημα… γεμάτο μεστά νοήματα και εκφραστικό πλούτο»– μια πνευματική παρακαταθήκη που ενέπνευσε τον νεαρό Θεοδωράκη να της δώσει νέα μουσική ζωή.
Υπήρχε μια ζωντανή δική μας παράδοση, τόσο σε εκκλησιαστικά όσο και χορωδιακά έργα. Θεωρώ την «Κασσιανή» μου σαν κάτι, θα έλεγα, το ανεξήγητο, όταν σκέφτομαι τα λίγα τεχνικά μέσα και τα ελάχιστα ακούσματα εκείνου του καιρού. Είναι εξάλλου το μόνο έργο εκείνης της εποχής που το θεωρώ άξιο να σταθεί πλάι στις μεταγενέστερες δημιουργίες μου.
Σύνθεση και μουσικό ύφος του έργου
Η «Κασσιανή» του Μίκη Θεοδωράκη αρχικά γράφτηκε ως χορωδιακό έργο για ανδρική τετράφωνη χορωδία χωρίς συνοδεία (a capella) το 1942. Οι μελωδίες και οι αρμονίες της σύνθεσης δεν βασίζονται στην παραδοσιακή βυζαντινή μελωδία του τροπαρίου· αντίθετα, το έργο είναι σαφώς επηρεασμένο από την ευρωπαϊκή πολυφωνία της εποχής, με κάποια τροπικά (τροπικά = τρόπου) στοιχεία που παραπέμπουν διακριτικά στην ανατολική μουσική κληρονομιά. Ο ίδιος ο Θεοδωράκης είχε μελετήσει την ελληνική εκκλησιαστική πολυφωνική παράδοση (συνθέτες όπως ο Θεμιστοκλής Πολυκράτης) και αξιοποίησε αυτά τα ακούσματα για να δημιουργήσει μια πρωτότυπη σύνθεση. Το ύφος της «Κασσιανής» συνδυάζει τη σεμνότητα και το κατανυκτικό συναίσθημα του εκκλησιαστικού ύμνου με τη συνθετική αρτιότητα ενός νέου, αλλά ταλαντούχου, δημιουργού. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Θεοδωράκης συμπεριέλαβε και ένα σόλο βαρύτονου στη χορωδιακή γραφή, προσδίδοντας δραματικότητα και βάθος στο μουσικό κείμενο (στο μέρος όπου η υμνογράφος εκφράζει την προσωπική της δέηση).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Θεοδωράκης επανήλθε στο έργο αυτό σε μεταγενέστερα χρόνια, επεκτείνοντάς το και προσαρμόζοντάς το για νέες παρουσιάσεις. Το 1984 συνέθεσε μια εκδοχή της «Κασσιανής» για μικτή χορωδία (SATB) επίσης a capella, διευρύνοντας έτσι το ηχόχρωμα με ανδρικές και γυναικείες φωνές. Επιπλέον, δημιούργησε και συμφωνική εκδοχή του έργου (με συνοδεία ορχήστρας), η οποία μάλιστα παρουσιάστηκε επανειλημμένως σε συναυλίες τις επόμενες δεκαετίες. Μέσα από αυτές τις διασκευές, η «Κασσιανή» απέκτησε νέα πνοή και έφτασε σε ευρύτερο ακροατήριο, διατηρώντας όμως πάντα τον κατανυκτικό της χαρακτήρα και την αίσθηση μυσταγωγίας που αποπνέει το αρχικό υλικό.
Η θέση του έργου στη δημιουργία του Θεοδωράκη
Παρότι ο Μίκης Θεοδωράκης έγινε διεθνώς γνωστός για έργα όπως το ορατόριο «Άξιον Εστί», τα λαϊκά τραγούδια και τις μουσικές του για τον κινηματογράφο, η «Κασσιανή» κατέχει μια ξεχωριστή θέση στο σύνολο του έργου του ως η πρώιμη είσοδός του στον χώρο της λόγιας μουσικής και της θρησκευτικής παράδοσης. Ο ίδιος ο συνθέτης, ανατρέχοντας στα νεανικά του χρόνια, εξέφρασε την έκπληξη και την υπερηφάνειά του για το συγκεκριμένο δημιούργημα. Χαρακτηριστικά γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι θεωρεί την «Κασσιανή» του «κάτι το ανεξήγητο», δεδομένων των λιγοστών τεχνικών του γνώσεων και ακουσμάτων τότε, και την χαρακτηρίζει ως το μόνο έργο εκείνης της εποχής που στέκει αντάξιο δίπλα στις μεταγενέστερες δημιουργίες του. Πράγματι, η «Κασσιανή» είναι από τα ελάχιστα νεανικά του έργα που ο Θεοδωράκης φρόντισε να αναπαλαιώσει και να εντάξει στο ώριμο ρεπερτόριό του. Σαράντα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση, τον Μάρτιο του 1983, επέστρεψε στην Τρίπολη και διηύθυνε ο ίδιος την «Κασσιανή» στον ναό του Αγίου Βασιλείου, δείχνοντας έτσι την εκτίμηση που έτρεφε για το έργο αυτό και στη μέση ηλικία του. Επιπλέον, εντάχθηκε στη δισκογραφία του (π.χ. στο άλμπουμ «Τα Εκκλησιαστικά» το 1978) και συνδέθηκε με τη μελοποίηση και άλλων θρησκευτικών κειμένων από τον συνθέτη, όπως η Θεία Λειτουργία (Missa Greca) του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου που ολοκλήρωσε τη δεκαετία του 1980. Έτσι, η «Κασσιανή» λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στον εκκλησιαστικό βυζαντινό ήχο και στη συμφωνική/χορωδιακή μουσική του Θεοδωράκη, προαναγγέλλοντας τη μίξη Ανατολής και Δύσης που θα χαρακτήριζε πολλά από τα μετέπειτα έργα του.
Αντίκτυπος και αποδοχή του έργου
Η πρώτη παρουσίαση της «Κασσιανής» το 1942 άφησε έντονο αποτύπωμα στην τοπική κοινωνία της Τρίπολης. Το τροπάριο του νεαρού Θεοδωράκη απέσπασε θερμή υποδοχή από το κοινό και μάλιστα ξεχώρισε σε έναν άτυπο “διαγωνισμό” ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές μελοποιήσεις του ίδιου ύμνου που παρουσιάστηκαν ταυτόχρονα σε ναούς της πόλης. Εκείνη τη βραδιά – που έμεινε στην ιστορία ως «η μάχη των τριών Κασσιανών» – η Τρίπολη αναστατώθηκε ευχάριστα: πλήθος πιστών αλλά και εκπροσώπων της τοπικής διανόησης συνέρευσε στην εκκλησία για να ακούσει το έργο. Οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι η χορωδία έψαλλε από τον γυναικωνίτη με μεγάλη συγκίνηση, ενώ μετά την επιτυχημένη εκδήλωση οι συμμετέχοντες χορωδοί (από όλες τις εκτελέσεις) γιόρτασαν μαζί, ψάλλοντας ξανά τις τρεις «Κασσιανές» σε φιλικό κλίμα – ένα στιγμιότυπο που αποτυπώνει το πνεύμα συναγωνισμού και αγάπης για τη μουσική εκείνης της εποχής.
Σε βάθος χρόνου, η «Κασσιανή» κέρδισε τον σεβασμό τόσο του κοινού όσο και της κριτικής ως ένα μνημειώδες νεανικό επίτευγμα του Μίκη Θεοδωράκη. Οι μεταγενέστερες παρουσιάσεις της – από τη θριαμβευτική επανεκτέλεση του 1983, μέχρι τις συναυλιακές αποδόσεις της συμφωνικής εκδοχής της – απέδειξαν ότι το έργο συγκινεί εξίσου και εκτός εκκλησιαστικού πλαισίου. Το γεγονός ότι η «Κασσιανή» έχει παρουσιαστεί επανειλημμένα σε συναυλίες, στην Ελλάδα και διεθνώς, και ηχογραφήθηκε με διακεκριμένα μουσικά σύνολα, φανερώνει την διαχρονική της απήχηση. Οι ειδικοί επισημαίνουν την υψηλή ποιότητα της σύνθεσης, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς την ηλικία του δημιουργού: η πλούσια αρμονική της υφή και η εκφραστική δύναμη του έργου αναγνωρίζονται ως πρόδρομοι των μεγάλων χορωδιακών συνθέσεων που θα ακολουθούσαν. Έτσι, η «Κασσιανή» του Μίκη Θεοδωράκη έχει πλέον εδραιωθεί ως ένα αγαπημένο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς – ένας ύμνος που συνδυάζει τη θρησκευτική κατάνυξη με την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, αγγίζοντας τις καρδιές των ακροατών τότε και τώρα.
Πηγές: Μίκης Θεοδωράκης – Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου (Αυτοβιογραφία), Avalon των Τεχνών, mikisguide.gr, Liberal.gr.