Διαβάζετε τώρα
Μίκης Θεοδωράκης και Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Μίκης Θεοδωράκης και Γρηγόρης Μπιθικώτσης

  • Με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από τον θάνατο του Γρηγόρη Μποθικώτση
  • Επιμέλεια αφιερώματος Καλλιόπη Μισαρλή, μουσικός

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, δυο σπουδαίοι άνδρες της ελληνικής μουσικής σκηνής συναντιούνται για πρώτη φορά υπό τις πλέον παράξενες συνθήκες. Τόπος γνωριμίας τους η Μακρόνησος.

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης βρίσκεται εκεί εκτίοντας τη θητεία του. Ήδη επαγγελματίας μουσικός, έχει αφήσει προ πολλού πίσω του τη φτώχεια στην οποία μεγάλωσε, παίζοντας μουσική στα μπουζούκια, με μεγαλύτερο εχθρό τις τύψεις του – ιδίως στη διάρκεια της κατοχής.

Ο ίδιος διηγούνταν στην αυτοβιογραφία του «Εγώ ο Σερ»: «Κάθε βράδυ το μαγαζί ήταν γεμάτο από μαυραγορίτες, όμορφες κοπέλες και Ιταλούς καραμπινιέρους. Από φαγητό και λεφτά άλλο τίποτα. Μέχρι που πήγαινα κάθε βράδυ στο σπίτι μου φαγητό για όλη την οικογένεια, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τα αδέλφια μου. Μέσα μου όμως ένιωθα πολύ άσχημα γιατί ο κόσμος στους δρόμους πέθαινε από την πείνα. Πέντε με δέκα άτομα κάθε μέρα. Όσους μπορούσα τους βοηθούσα. Αλλά τι μπορούσα να κάνω εγώ μπροστά σε αυτή τη λαίλαπα;»

Με την ιδιότητα του μουσικού παρουσιάστηκε και στο στρατό, και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο μαρτυρικό νησί δημιούργησε μαζί με άλλους μουσικούς τη “λαϊκή ορχήστρα Μακρονήσου”, με την οποία διασκέδαζαν κάθε βράδυ οι αξιωματικοί της λέσχης.

Μια μέρα, στη διάρκεια μιας πρόβας του, μια ατάκα θα αλλάξει για πάντα τη μουσική του πορεία. «Πετάγεται ένα παιδί που ήταν ξαπλωμένο με ένα βιβλίο στο χέρι και λέει “το φα πάει καλύτερα”. Και τον ρωτάω “τι δουλειά κάνεις εσύ ρε φίλε, με τι ασχολείσαι;”. Και μου απαντά “σπουδάζω μουσική”. Αυτό το παιδί ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης…»

Το ψηλό παλικάρι που ξαπλωμένο διάβαζε το βιβλίο του, θα ξανασυναντιόταν με τον Μπιθικώτση – ξανά τυχαία – σε μια διαδρομή προς την Αθήνα. Ο Μπιθικώτσης πήγαινε να αγοράσει χορδές για τις κιθάρες και το μπουζούκι, ο Θεοδωράκης μεταφερόταν στο νοσοκομείο.

“Έκανε πολύ ζέστη και σε κάποια στροφή έξω απ’ το Μαρκόπουλο είδαμε μια μαρμαρένια βρύση να τρέχει, σταματήσαμε και γέμισα ένα κύπελο νερό και του πρόσφερα. Αυτή τη χειρονομία μου τη θυμάται πάντα ο Μίκης…”, έγραφε ο μεγάλος ερμηνευτής.

Επιστρέφοντας στη Μακρόνησο, η επαφή του Γρηγόρη με τον Μίκη, ουσιαστικά τον μετέτρεψε στον μεγάλο Μπιθικώτση. Μετά την απελευθέρωση του Θεοδωράκη, οι δυο τους γράφουν ορισμένες από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.

Το έπος του «Άξιον Εστί», ο «Επιτάφιος», το «Ένα Δειλινό», το «Βρέχει στη Φτωχογειτονιά», η «Δραπετσώνα», κομμάτια που συμπυκνώνουν το αξεπέραστο ταλέντο του Θεοδωράκη και που δεν θα ήταν τα ίδια χωρίς τη δωρική φωνή του Μπιθικώτση.

Ενας Μπιθικώτσης που μπορεί να μην… καταλάβαινε τους στίχους, την ποίηση αλλά που τους ένοιωθε μέσα στην καρδιά του…

Τέλη του ’50. Μια Ελλάδα που παλεύει να σταθεί στα πόδια της μέσα στους ερειπιώνες του πολέμου και του εμφυλίου σπαραγμού. Το λαϊκό τραγούδι γίνεται η ψυχή ενός λαού που ακολουθεί μια ηρωική διαδρομή προς ένα καλύτερο αύριο.

Είναι η μετα-ρεμπέτικη εποχή, στην οποία οι συνθέτες του ύστερου ρεμπέτικου κρατούν ακόμα τα ηνία: Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας. Είναι όμως και η εποχή με την ινδο-αραβική υστερία και τους ανατολίτικους ήχους. Μέσα σε αυτό τον αχταρμά κυριαρχεί η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη που με το μεγαλείο της ομογενοποιεί τα πάντα διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα του λαϊκού τραγουδιού. Δίπλα του μεγαλουργούν και άλλες φωνές όπως του Γαβαλά, της Πόλυς Πάνου, της Καίτης Γκρέι, του Αγγελόπουλου.

Είναι η εποχή της Columbia και στα γραφεία της εταιρίας φτάνει μια μέρα ένας νεαρός μουσικοσυνθέτης με όραμα και φιλοδοξίες. Λέγεται Μίκης Θεοδωράκης και φέρνει μαζί του μια ιδιοφυή ιδέα: Θέλει να μπολιάσει το λαϊκό τραγούδι και το μπουζούκι με τη μεγάλη ελληνική ποίηση του αιώνα. Θέλει όμως να το κάνει με το δικό του τρόπο. Μελοποιεί τον Επιτάφιο του Ρίτσου αλλά τον κορμό των συνθέσεων του τον αφήνει στα ικανά χέρια ενός μεγάλου λαϊκού μαέστρου και σολίστα του Μανώλη Χιώτη.

Ο Τάκης Λαμπρόπουλος, διευθυντής της Columbia, προτείνει για τραγουδιστή κατά σειρά τους Καζαντζίδη, Γαβαλά, Πόλυ Πάνου. Ο Θεοδωράκης απορρίπτει ευγενικά όλες τις προτάσεις. Έχει στο μυαλό του την δωρική, ξύλινη φωνή ενός ανθρώπου με τον οποίο έχει μοιραστεί νεανικές μνήμες στη Μακρόνησο. Αναζητά τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και επιμένει σ’ αυτόν. Ο Λαμπρόπουλος του λέει πως ο Μπιθικώτσης είναι με το ένα πόδι στην ξενιτιά. Αναχωρεί για τον Καναδά. Λόγω της επιμονής του Θεοδωράκη κάνει τα αδύνατα δυνατά να τον κρατήσει εδώ. Ο Επιτάφιος ηχογραφείται καθώς ανατέλλει η δεκαετία του ’60. Το αποτέλεσμα θα αποζημιώσει τους πάντες.

Γιατί όμως ο Θεοδωράκης επέλεξε τον Μπιθικώτση;

«Δεν θεώρησα ποτέ ότι ο Μπιθικώτσης ήταν καλύτερος από τον Καζαντζίδη και τους άλλους αστέρες της εποχής. Δεχόμουν απλώς μια ανηλεή επίθεση από την πνευματιική ελίτ εκείνο τον καιρό. Κάποιοι με κατηγορούσαν ότι είχα συμμαχήσει με το μπουζούκι και τον κόσμο των καταγωγίων, ότι επιδείκνυα ασέβεια προς τους μεγάλους ποιητές. Όμως ακόμα και η μεγάλη ποίηση έχει τη ρίζα της στο λαό, το είχα ακούσει να το λέει αυτό ο “αριστοκράτης” Σεφέρης. Γιατί να μην μπορεί λοιπόν ο βαρκάρης, ο σοφέρ και ο εμποράκος να βάλει στα χείλη του τους στίχους των ποιητών; Η φωνή του Γρηγόρη ήταν για μένα η συνισταμένη των απλών ανθρώπων. Ξύλινη, δωρική, φαινομενικά άτεχνη αλλά με τη μαστοριά του αιώνα και της παράδοσης. Η φωνή του Μπιθικώτση ήταν η φωνή της Ρωμιοσύνης».

Η «προδοσία» στα χρόνια της Χούντας

Η πολιτική δράση του Θεοδωράκη συνεχίστηκε και στα χρόνια της Χούντας, με τον Μίκη να βγαίνει στην παρανομία, να φυλακίζεται, να βρίσκεται σε απομόνωση, σε κατ’ οίκον περιορισμό, να εκτοπίζεται στη Ζάτουνα μαζί με την οικογένειά του και να καταλήγει στο στρατόπεδο Ωροπού, πριν διαφύγει στο Παρίσι.

Στο ίδιο διάστημα, τα τραγούδια του που καταξίωσαν τον Μπιθικώτση απαγορεύονται από το καθεστώς της 21ης Απριλίου – αλλά οι συνταγματάρχες εκτιμούν τον καλλιτέχνη Μπιθικώτση. Του ζητούν να ερμηνεύσει τον «Ύμνο της Επαναστάσεως» μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού, κι εκείνος δέχεται.

Όμως ο Θεοδωράκης είχε προσπαθήσει να τον εμποδίσει.

Στην επιστολή που του απηύθυνε έγραφε:

«Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα “Δειλινά” τον “Υμνο της Επαναστάσεως”.

Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος, για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις… Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μην γκρεμίζεις, με μια κλωτσιά, αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια.

Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα.

Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν” αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει.

Γιατί αν εσύ, ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας, τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις, ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης, που γέννησε ο Λαός μας.

Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά»

Η απάντηση του Μπιθικώτση

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ως γνωστόν, δεν άκουσε τη συμβουλή του Μίκη. Του απάντησε πως δεν θα άντεχε να βρεθεί στην εξορία σε μια περίοδο που η ζωή του είχε στρώσει, μετά από δεκαετίες γεμάτες βάσανα.

Όμως ο λαός δεν του χρέωσε αυτό το ατόπημα. Στη συλλογική μνήμη, το όνομα του Μπιθικώτση έμεινε για πάντα συνδεδεμένο με εκείνο του Θεοδωράκη.

Ο Θεοδωράκης για τον Μπιθικώτση

Η μοίρα θέλει τη φωνή του Μπιθικώτση, μετά από 112 ηχογραφήσεις τραγουδιών του Μίκη (μαζί με τις ζωντανές), να καταγραφεί για τελευταία φορά στη δισκογραφία, στο «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», από τη μεγάλη συναυλία αφιέρωμα στον ερμηνευτή στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας στις 11 Μαρτίου 2002…

Εκεί όπου ο Θεοδωράκης εκφωνεί τα παρακάτω λόγια: «Εγώ από την πρώτη στιγμή που γνώρισα τον Μπιθικώτση, τον αγάπησα και τον θαύμασα. Πέρασαν από τότε πάνω από πενήντα χρόνια και εξακολουθώ να τον αγαπώ και να τον θαυμάζω. Και όταν ήρθαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια-πέρασαν πολλά χρόνια που ούτε ραδιόφωνο δεν έπαιζε Μπιθικώτση, καμιά τηλεόραση δεν έλεγε για Μπιθικώτση, καμιά εφημερίδα δεν έλεγε για Μπιθικώτση- εγώ εξακολουθούσα να τον θαυμάζω και να τον αγαπώ. Και θέλω σήμερα, μπροστά σε όλους σας, να του πω εδώ, για άλλη μια φορά:

Σ’ ευχαριστώ Γρηγόρη γιατί ομόρφυνες την Ελληνική Μουσική μας, σ’ ευχαριστώ Γρηγόρη, γιατί ομόρφυνες την Ελληνική Ποίησή μας και σ’ ευχαριστώ Γρηγόρη, γιατί ομόρφυνες την Ελληνική Ζωή μας. Ευχαριστώ».