Ένα άλλο, ιδιαίτερα τιμητικό κεφάλαιο της προσωπικότητας του Θεοδωράκη είναι η προσφορά του στην ποίηση, που με τη μουσική του, την έβγαλε από τα βιβλία και την έκανε βιωματική σπουδή του λαού. Την απόσχισε από την «πνευματική ελίτ» και την έφτιασε τραγούδι να την ακούσουν όλοι. Ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Σεφέρης, ο Αναγνωστάκης φτερούγισαν από τις σκονισμένες βιβλιοθήκες και μπήκαν στις καρδιές των Ελλήνων. Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Μπρένταν Μπίαν έγιναν κελάηδισμα που χτύπησε σαν αντίλαλος σε αρχαίο βράχο, σαν αχός από μυστικό δείπνο με τους «παλιούς φίλους», τους αρχαίους προγόνους κι επέστρεψε ως ένα ακόμη δώρο τους στον κόσμο.
Πιστεύω ότι ο Σολωμός «παγίδευσε» τη μουσική μέσα στο στίχο του. Όλη του η ποίηση ήταν αυτός ο αγώνας να γράψει μουσική με σκέψη και με λόγο. Και ίσως γι’ αυτό υπήρξε τόσο «δύσκολος» στην τελική διατύπωση. Tο ένα σχέδιο ακολουθούσε το άλλο. Έψαχνε για την τελειότητα. Όμως ποια; Μήπως προσπαθούσε το ακατόρθωτο; να μετουσιώσει το λόγο σε μουσική; Εγώ πάντως διαβάζοντας, στα 1940, τη στροφή «Τώρα που η ξάστερη / νύχτα μονάχους / μας ηύρε απάντεχα, / και εκεί στους βράχους / σχίζεται η θάλασσα / σιγαλινά» η λέξη «σιγαλινά» με χτύπησε μέσα μου βαθιά. Ώστε μια παράξενη αρμονία να γεμίσει το πνεύμα μου. Υπήρχε μια μουσική. Διάχυτη. Και την κατέγραψα. Από κει και πέρα, κάθε μέρα, ανακάλυπτα μια νέα μουσική. Έως ότου φτάσω στην «ΤΡΙΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ», θα περνούσαν πάνω από σαράντα χρόνια ασταμάτητης επαφής και αναζήτησης του «ήχου» μέσα στο σολωμικό στίχο».
Ήταν το 1958 στο Παρίσι που ο Μίκης Θεοδωράκης και η σύζυγός του Μυρτώ -παντρεμένοι ήδη πέντε χρόνια- είχαν νοικιάσει ένα διαμέρισμα. Η ζωή τους, εξαιρετικά λιτή. Ένα βράδυ περίμεναν τους φίλους τους και έπρεπε να βγουν για τα αναγκαία ψώνια. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Γιάννης Ρίτσος του έστειλε τον «Επιτάφιο» με την αφιέρωση: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός». Με το μικρό μεταχειρισμένο Opel, που είχε αγοράσει από το πρώτο φιλμ «Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε» για το οποίο έγραψε τη μουσική, έφτασαν στο ελληνικό μπακάλικο. Η σύζυγός του έφυγε για τις προμήθειες και εκείνος άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο του Ρίτσου, το οποίο συμπτωματικά είχε πάρει μαζί του. Ένα σπαρακτικό ποίημα γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, με επιρροές από μανιάτικο μοιρολόι και στοιχεία Κρητικής Αναγέννησης. Ξαφνικά, ο συνθέτης αισθάνθηκε μια βαθιά επιθυμία για μελοποίηση, σημειώνοντας τις νότες στο βιβλίο που του είχε στείλει ο ποιητής. Σε εκείνο το μικρό αυτοκίνητο συνελήφθησαν τα τραγούδια του «Επιταφίου». Ο γοητευμένος Ρίτσος, από τη δουλειά που είχε γίνει, θα πει κάποτε στον Θεοδωράκη: «Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική; Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ».
Τον Σεπτέμβριο του 1960, στου Λουμίδη, εκεί όπου έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, ο Οδυσσέας Ελύτης πλησιάζει τον συνθέτη: «Τελείωσα το «Αξιον Εστί», το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα’ θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει». Όπως και έγινε. Δεν πέρασε ούτε ένας μήνας και ο Παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη – ένα από τα μνημειώδη έργα της νεότερης ελληνικής Γραμματείας. Οι στίχοι «Ένα το χελιδόνι», «Της αγάπης αίματα», «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» τον μαγνήτισαν, δεν μπορούσε να τους αφήσει ούτε στιγμή και άρχισε αμέσως να τους μελοποιεί.
Στο Covent Garden, σε μια πρόβα της ορχήστρας για το μπαλέτο «Αντιγόνη», θα συναντούσε τον Γιώργο Σεφέρη – ο οποίος υπηρετούσε ως πρέσβης στο Λονδίνο. Λίγο μετά, όταν στο μέγαρο της πρεσβείας έπιναν το τσάι τους, ο ποιητής πρότεινε στον συνθέτη «να φτιάξουν ένα μπαλέτο σε ιδέες δικές του». Εκείνος δεν το απέκλεισε, του ζήτησε όμως και κάποια ποιήματα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, στο μικρό διαμέρισμα όπου είχαν προστεθεί πια και δύο μωρά, η Μυρτώ άκουγε επί μέρες την «Άρνηση», το «Κράτησα τη ζωή μου», το «Περιγιάλι». Το καλοκαίρι του 1962 ο Σεφέρης θέλησε να διαπιστώσει «ιδίοις όμμασι» πώς ο κόσμος τραγουδάει την ποίησή του. Πήρε, λοιπόν, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Γ. Π. Σαββίδη και τριγυρνούσαν στις ταβέρνες της Πλάκας για να ακούσει το «Περιγιάλι το κρυφό». Θυμάται σχετικά ο συνθέτης: «Ποτέ ίσως ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στην τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο φυσικά του επιτρεπτού για ένα διπλωμάτη».
Για πρώτη φορά στην ιστορία, το ελληνικό κοινό έρχεται αντιμέτωπο με μια μουσική που ξεκινά με πολύ υψηλές απαιτήσεις αλλά ταυτόχρονα προβάλλει ή μάλλον εστιάζει σε ο, τι επί δεκαετίες θεωρούνταν ευκαταφρόνητο. Το έντονο και επιθετικό χρώμα του μπουζουκιού και οι χορευτικοί ρυθμοί συνταιριάζονται σε έναν κύκλο τραγουδιών που αντανακλά τις πικρές εμπειρίες των Ελλήνων. Οι απλοί άνθρωποι, η φτωχολογιά στην περιφέρεια των μεγαλουπόλεων, οι νέοι που προσμένουν «κάτι», όλοι αυτοί σμίγουν στην μουσική του Θεοδωράκη και την υποδέχονται θριαμβευτικά. Ο Θεοδωράκης επιμένει ότι ο λαός μπορεί κάλλιστα να καταλάβει και να τραγουδήσει την ποίηση εάν του την παρουσιάσουν στη δική του μουσική γλώσσα, κι ότι συγκεκριμένα το λαϊκό τραγούδι είναι μια τέχνη που πήγασε από το λαό και που επιτρέπει στο λαό να αρθρώσει τα πραγματικά του προβλήματα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν δώρο των ουρανών. Ένας ενσαρκωμένος άγγελος. Ήρθε στη γη με συγκεκριμένη αποστολή, και την εκτέλεσε στο ακέραιο. Με ιερή αφοσίωση καλλιέργησε μια τέχνη που ανυψώνει τον λαό. Δεν μελοποίησε μόνο έξοχα τον ποιητικό λόγο χωρίς να τον προδίδει, τον αναδημιούργησε και τον παρέδωσε με εκείνη τη μορφή που μπαίνει κατευθείαν στη λαϊκή καρδιά. Πραγματοποίησε μια επανάσταση, μια αληθινή επανάσταση, που ακόμα και σήμερα δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει.