Ἡ κοσμοσυρροὴ ποὺ παρατηρήθηκε στὰ ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα Θεομητορικὰπροσκυνήματα δείχνει τὸ πόσο ἡ Παναγία εἶναι ριζωμένη στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων. Εἶναι ἐπίσης σημαντικὴ ἐθνικὰ καὶ ὠφέλιμη ψυχικὰ ἡ συνήθεια τέτοια ἡμέρα νὰ συγκεντρωνόμαστε στὶς ἰδιαίτερες πατρίδες μας καὶ νὰ ξανανιώνουμε κάτω ἀπὸ τὴν προστασία Της. Τὸ ἀντάμωμά μας ἀποδεικνύει ὅτι ὡς λαὸς διατηροῦμε τὴ συνέχεια καὶ τὴ συνοχή μας καὶ ἀκολουθοῦμε εὐλαβικὰ τὴν Πίστη καὶ τὰ ἰδανικὰ τῶν προγόνων μας, Μαρτύρων, Ἡρώων καὶ Διδασκάλων, παρὰ τὶς ἀντιξοότητες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καὶ τὶς ποικίλες ἐπιθέσεις ποὺ δεχόμαστε.
. Γι’ αὐτὴ τὴ συνέχεια καὶ τὴ σύνδεση τοῦ λαοῦ μας μὲ τὴν Παράδοσή του ὁΝικηφόρος Βρεττάκος στὸ σπουδαῖο συνθετικὸ ποιητικὸ καὶ θεατρικό του ἔργο «Λειτουργία κάτω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη», παρουσιάζει ἔξοχα τὰ βιώματά του ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ τὸ ἑλληνικὸπνεῦμα.
. Τὸ ἔργο ἀρχίζει μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὁ κόσμος φωνάζει «Ἑάλω! Ἑάλω! Ἑάλω!» καὶ οἱ τρεῖς Ἀναγνῶστες παρατηροῦν: «Ἄλλο δὲν ἠμπορέσαμε, μᾶς πρόλαβε ἡ φωτιά, σώσαμε τὰ Βαγγέλια τοῦ Ἔθνους μοναχά…». Καὶ ὁ Ἀγγελιοφόρος τρέχοντας κραυγάζει: «Οὐκ ἑάλω ἡ Βασιλεύουσα ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων!» καὶ προσθέτει: «Ἐξαρθρώνονται οἱ πέτρες καὶ τὸσίδερο καταλύεται· ἐρημώνουνε οἱ κορφὲς ἀπ’ τὰ κάστρα ποὺ ἀφανίζονται, ἀλλὰ τὸ χτισμένο φῶς δὲν ξεχτίζεται…». Καὶ ὁ Γέροντας ἐξηγεῖ:
«Ἀπολιόρκητη ὅταν πολιορκείσαι· καὶ ὅταν συλλαβαίνεσαι ἀσύλληπτη· κι ὅταν κουστωδίες σὲ πᾶνε καὶ σὲ φέρνουνε στὰ πραιτώρια· κι ὅταν δένεσαι πάνω σὲ πασσάλους καὶ μαστιγώνεσαι· κι ὅταν δένεσαι πίσω ἀπὸ ἄλογα κι ἅρματα καὶ σέρνεσαι βάφοντας κόκκινη τὴν ὁδὸ πρὸς τὸν Ἅδη… Κι ὅταν ἐνταφιάζεσαι, δὲν μένεις ἐκεῖ, παρὰ μόνο γιὰ μία ἢ γιὰ δυό, τὸ πολὺ γιὰ τέσσερις νύχτες· ὁπότε “ὄρθρου βαθέος” γιομίζεις τὸ φῶς μὲ πίδακες τῆς Ἀνάστασης!».
. Προχωρώντας τὸ ἔργο ὁ ποιητὴς ἐξηγεῖ τὸ πῶς ὁ Ἑλληνισμὸς διασώθηκε. ὉἈναγνώστης τοῦ ἔργου διαπιστώνει ὅτι ἐκεῖ ποὺ ὅλα ἔδειχναν ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἔρημος «μὲ ὀλίγο χορτάρι» ἀκούγονταν ψίθυροι καὶ κομμένα σφυρίγματα καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἐξηγεῖ: «Ἤτανε τὰ “Κρυφὰ Σχολειά”, ὅπου μέσα τους, “χιονισμένο, βρεγμένο” συνάζονταν ὅλο τὸ Ἔθνος. Καὶ τὸκιτρινισμένο ράσο τοῦ παπᾶ, τὸ ὑφασμένο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση, μύριζε σμύρνα ἀπὸ κείνη ποὺ οἱ μάγοι ὁδοιποροῦντες ἐπῆγαν καὶ φιλέψανε τὸν Ἰησοῦ».
. Ὁ Βρεττάκος μὲ τὸ ἐμπνευσμένο ποιητικό του ὕφος προχωρεῖ τὴν ἱστορία στὸν Σαμουήλ. στὸν Μακρυγιάννη, στὸ Ζάλογγο, στὸν Ρήγα, στὰ Ψαρά, στὸν Σολωμό, στὸν Δικαῖο, στὸν Ἠσαΐα, στὰ Ψαρά, στὴ Χίο, στὸ Ἀρκάδι. Καὶ ὁ Χορὸς τοῦ ἔργου συμπληρώνει
. «Καὶ Κοσμάδες Αἰτωλοὶ ἀνεβαίνουν καὶ μιλοῦν ἀπ’ τὸ βῆμα τῶν ὀρέων ἀνεμίζοντας τὰ ράσα τοὺς σύννεφα μέσα στὰ σύννεφα· ἐνῶ πάνω ἀπ’ ὅλες τὶς κορφὲς ἀκούγονται κρόταλα: “Ἴτε καὶ Ἴτε καὶ Ἴτε!..” Γιατί ὅσοι πέσαν ἐδῶ ζοῦν ἀκόμη, καὶ κάθε ποὺ ἀκοῦν τὴν παμπάλαιη σάλπιγγα νὰ σημαίνει ἐγερτήριο, σηκώνονται· ξαναβγαίνουν στὸ φῶς καὶ βαδίζουνε σὲ παράταξη: “Ἴτε, καὶ Ἴτε καὶ Ἴτε!..”».
. Ἡ τραγωδία τῆς Ἑλλάδας, κατὰ τὸν Βρεττάκο, εἶναι πὼς σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχειἕνας Ἰούδας ὁ δόλιος, «ποὺ ἔχει τὴν κρύπτη του πλάι στὶς Κερκόπορτες». Καὶ ἐνῶ νικοῦσε ἡΠατρίδα μας στὴ μάχη, ἀντὶ ἄλλης δάφνης «λάβαινε τοὺς προστάτες ποὺ δὲν νοιάζονταν ἄλλο, ἐξὸν νὰ σκεπάσουν τὶς ζῶσες Της κρίνες μὲ ἀγκάθια καὶ ἀγριόχορτα. Νὰ σφραγίσουν τὸ στόμα Της, νὰμὴν ἔβγει τὸ φῶς, τί δὲν ἦταν πρὸς κέρδος τους».
. Ἀλλὰ πέραν τῶν κάθε ἐποχῆς προδοτῶν καὶ προστατῶν τὸ πρόβλημα σὲ αὐτὸν τὸν τόπο εἶναι ὅτι ὅσοι ἔπαιρναν τὴν ἐξουσία «ἄνοιγαν εὔκολα τὶς πόρτες στοὺς προστάτες καὶζητοῦσαν τὴν καλοπιστία τῶν ταπεινῶν καὶ τὴν ἔβρισκαν». Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Γέροντας:
. «Τοὺς παραπλάναγαν τὴν ψυχὴ μὲ πανουργίες, τοὺς θόλωναν τὸ μυαλό, ὥσπου βλέπαν ἀλλαντάλλω τὰ μάτια τους. Καὶ τοὺς ρίχναν στὸν ἀλληλοσκοτωμό. Τί ἀδελφὸς μὲ ἀδελφὸμετὰ δὲν γνωρίζονταν». Αὐτοὶ ὅλοι ποὺ δὲν ἤξεραν τίποτε γιὰ τὴν ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων, δὲνἤξεραν τίποτε ἀπὸ τὴν ἱστορία. Ὁμογνωμόνως οἱ ἐξουσιαστὲς τὰ πετοῦν ὅλα αὐτὰ στὸν Καιάδα, ἐνὀνόματι τοῦ «ἐκσυγχρονισμοῦ» καὶ τοῦ «προοδευτισμοῦ»…
. Μετὰ ἀπὸ τόσες περιπέτειες, μετὰ ἀπὸ τὰ τόσα βάσανα, μετὰ ἀπὸ τέτοια συμπεριφορὰ τῶνἰσχυρῶν, ντόπιων καὶ ξένων, ὀρθῶς ὁ Γέροντας τοῦ Βρεττάκου ἀπορεῖ: «Πῶς ἀπόμεινε μήτρα, πῶςἀπόμεινε μάτι, πῶς ἀπόμεινε πόδι, πῶς ἀπόμεινε χέρι, νὰ σηκώνει τοῦ Ἔθνους τὴ σημαία ἀνάμεσα στὶς ἄλλες σημαῖες τῶν Ἑνωμένων Ἐθνῶν;». Ὁ χορὸς ἀπαντᾶ ὅτι ἦταν καὶ εἶναι ἡ προστασία τοῦἙνός, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καὶ ὁ κόσμος – λαὸς ἐπικροτεῖ μὲ τὸ«Ἀλληλούια» τρεῖς φορές.
. Ὁ ποιητὴς φτάνει στὸν ἐπίλογο, ποὺ εἶναι καὶ ἐπίλογος τῆς ζωῆς του. Γράφει: «Ἐγώ, ὁ σὲ λίγο ἀπερχόμενος, ὁ βαθιὰ εὐτυχής, ὁ τιμημένος νὰ εἶμαι ἀπὸ τὸ χῶμα σου… καὶ ποὺ ὁ λόγος σου ὁ ἄφατος μοῦ δίδαξε τὸ ἅπαντο… καὶ εἶναι ἐδῶ ὅπου πίνοντας τὸ νερό σου τὸ ἔκαμα αἰώνια πόσιμο», λόγος ποὺ θυμίζει τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν καὶ αἰώνιο», ποὺ προσέφερε ὁ Ἰησοῦς στὴΣαμαρείτιδα. Στὸ τέλος καὶ μὲ τὸ φιλὶ τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ εὔχεται στὴν Ἑλλάδα «Ζωὴ ἐσαεί, Φῶς ἐσαεὶ καὶ Λόγο ἐσαεί», πιστεύοντας ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἁλωθεῖ ἡ «Βασιλεύουσα ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων», ὅ,τι κι ἂν ἀπεργάζονται δικοὶ καὶ ξένοι.-
I don’t think the title of your article matches the content lol. Just kidding, mainly because I had some doubts after reading the article.