Οι Σουλιώτες διωγμένοι από τή γή τους υπηρέτησαν ως εξόριστοι στά στρατιωτικά σώματα τών κατόχων τών νήσων τού Ιονίου πελάγους. Αρχικώς τών Ρώσων, κατόπιν τών Γάλλων καί εν συνεχεία τών Άγγλων, διατηρώντας έτσι τό αξιόμαχο τής στρατιωτικής τους δύναμης. Στίς παραμονές τής επανάστασης τού 1821 οι Σουλιώτες αποτελούσαν τήν καλύτερη πολεμική δύναμη πού διέθεταν οι υπόδουλοι Χριστιανοί γιά τόν αγώνα τής ανεξαρτησίας τους.
Η ευκαιρία γιά τήν επάνοδο στήν πατρογονική τους εστία, υπήρξε ο πόλεμος πού εξαπέλυσε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ κατά τού αποστάτη (φιρμανλή) Αλή πασά τών Ιωαννίνων, τόν Σεπτέμβριο τού 1820. Ο Αλής γιά νά εξευμενίσει τόν σουλτάνο τού έστειλε έκθεση μέ όλες τίς συνωμοτικές κινήσεις τών Ρωμηών, αλλά δέν έγινε πιστευτός από τήν Υψηλή Πύλη. Ο σουλτάνος ζήτησε από τόν Ισμαήλ Πασόμπεη τήν κεφαλή τού Αλή καί σέ αντάλλαγμα τού έδωσε τό πασαλίκι τής Ηπείρου.
Ο υποναύαρχος τού τουρκικού στόλου πού περιέπλεε τό Ιόνιο Πέλαγος ήρθε σέ συνεννόηση μέ τούς αρχηγούς τών Σουλιωτών καί τούς υποσχέθηκε ότι θά τούς επέτρεπε νά επιστρέψουν στά σπίτια τους σέ περίπτωση πού ένωναν τίς δυνάμεις τους μέ τά σουλτανικά στρατεύματα εναντίον τού αποστάτη Αλή. Οι οπλαρχηγοί δέν δίστασαν καθόλου νά απαντήσουν καταφατικά καί ύστερα από δεκαεπτά χρόνια εξορίας οι πρώτοι 300 Σουλιώτες, μέ αρχηγό τόν αδελφό τού Κίτσου Νότη Μπότσαρη, πάτησαν πάλι τά χώματα τής Ηπείρου. Αμέσως κατευθύνθηκαν στά Ιωάννινα γιά νά συναντήσουν τόν εκπρόσωπο τού σουλτάνου Ισμαήλ Πασόμπεη.
Οι Σουλιώτες ζήτησαν από τόν νέο διοικητή νά διώξει τούς Λιάπηδες πού τούς είχαν αρπάξει τά σπίτια καί νά εγκατασταθούν αυτοί στό Σούλι, όπως είχαν συμφωνήσει καί μετά νά αρχίσουν τίς επιχειρήσεις κατά τού Αλή. Ο Ισμαήλ πασάς μέ ευγενικό τρόπο τούς αρνήθηκε καί αυτό ήταν αρκετό γιά τούς Σουλιώτες νά είναι δύσπιστοι σέ αυτόν. Όταν τέλος έμαθαν από έναν Τούρκο ότι ο Ισμαήλ ετοίμαζε τήν εξόντωσή τους, – «διά τούς γκιαούρηδας μόνον σίδηρα καί ξύλον έχει ο σουλτάνος» – άρχισαν μυστικές συνομιλίες μέ τόν Αλή πασά.
Ο Μάρκος Μπότσαρης συνάντησε τόν Αλή πασά, ο οποίος τόν υποδέχτηκε μέ μεγάλες τιμές καί φιλοφρονήσεις καί μάλιστα τόν αποκάλεσε καί γιό του. Ο Αλής πλέον ένιωθε απελπιστικά μόνος. Είχε εγκαταλειφθεί από τούς πάντες. Όχι μόνο οι πιό πιστοί του στρατηγοί τόν είχαν παρατήσει, όπως ήταν ο Ομέρ Βρυώνης, ο Ταχήρ Αμπάζης, ο Δερβίς Χασάν καί ο Μπεκίρ Τζογαδόρος, αλλά καί τά ίδια του τά παιδιά Μουχτάρ καί Βελής είχαν αποσκιρτήσει στά σουλτανικά στρατεύματα.
Στίς 6 Δεκεμβρίου 1820, οι Σουλιώτες έχοντας τή σχετική διαταγή τού Αλή πασά κατευθύνθηκαν πρός τό Σούλι γιά νά τό παραλάβουν. Έφτασαν στό χωριό Βαριάδες όπου υπήρχε μεγάλος οχυρωματικός πύργος. Ο Γκέκας φρούραρχος όμως δέν τούς τόν παρέδωσε καί τόν κατέλαβαν μέ δόλο. Αυτή η πράξη σύμφωνα μέ τόν Λάμπρο Κουτσονίκα θεωρείται η πρώτη επαναστατική πράξη τού Αγώνα γιά τήν Ανεξαρτησία.
Στίς 12 Δεκεμβρίου 1820, οι Σουλιώτες έδιωξαν τούς Λιάπηδες εποίκους πού είχαν καταλάβει τά σπίτια τους καί έγιναν πάλι κύριοι τού Σουλίου, μέ εξαίρεση τό οχυρό τής Κιάφας, τό οποίο θά έπαιρναν από τόν φρούραρχο Μουρτοτζάλη λίγο αργότερα. Ο σουλτάνος εξοργισμένος μέ αυτή τήν εξέλιξη θεώρησε αποκλειστικό υπεύθυνο τόν Ισμαήλ Πασόμπεη καί τόν απείλησε μέ τήν ζωή του άν δέν εξόντωνε τούς γκιαούρηδες (άπιστους) εντός λίγων εβδομάδων. Ο Πασόμπεης έστειλ δύο τμήματα στρατού νά περικυκλώσουν τό Σούλι. Τό πρώτο σώμα τό αποτελούσνα 8000 Τσάμηδες υπό τόν Πρόνιο καί τό δεύτερο 7000 Τουρκαλβανοί υπό τόν Άγο Βάσαρη. Από εκείνη τή στιγμή οι Αρβανίτες τουρκοφάγοι αετοί τής Ηπείρου επιδόθηκαν σέ έναν ανελέητο αγώνα αμύνης προκειμένου νά κρατήσουν τό βουνό τους απόρθητο, αυτή τή φορά όχι από τόν Αλή τών Ιωαννίνων αλλά από τά σουλτανικά στρατεύματα. Ήρωάς τους αυτή τή φορά θά αναδεικνυόταν ο Μάρκος Μπότσαρης.