Κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης οργανώνει διαφορα στρατόπεδα στα υψώματα γύρω από την πόλη. Έτσι στις 16 Απριλίου 1821 διατάσσει την οχύρωση τεσσάρων λόφων δίπλα στο χωριό Βαλτέτσι.
Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι, που ήταν κλεισμένοι στην Τρίπολη, με αγωνία περίμεναν βοήθεια από τον Χουρσίτ πασά, που βρισκόταν στα Γιάννενα και πολεμούσε τον Αλή Πασά. Ο Χουρσίτ έστειλε ισχυρό στράτευμα με επικεφαλής τον Κιοσέ Μεχμέτ, ο οποίος το χωρίζει σε δύο τμήματα. Στο πρώτο ηγείται ο ίδιος με τον Ομέρ Βρυώνη με πεζικό 8.000 και 1.000 ιππείς και κατευθύνεται ανατολικά. Το δεύτερο που αποτελείτο από 3.500 Αλβανούς, κατευθύνεται προς τη δυτική Ελλάδα υπό την ηγεσία του Κεχαγιάμπεη.
Ο στρατός του Κεχαγιάμπεη περνά το Αντίρριο χωρίς απώλειες. Περνάει από την Πάτρα, πυρπολεί την Βοστίτσα (Αίγιο) και στη συνέχεια λύνει τις ελληνικές πολιορκίες σε Κόρινθο και Άργος. Στις 6 Μαΐου μπαίνει θριαμβευτικά στην Τρίπολη.
Η Πρώτη Μάχη, 24 Απριλίου 1821
Στις 24 Απριλίου, ο Κεχαγιάμπεης βγαίνει από την Τρίπολη με 4.000 άνδρες και επιτίθεται στο Βαλτέτσι. Οι ολιγάριθμοι υπερασπιστές του υποχωρούν, χάνοντας ζώα και προμήθειες. Η μάχη συνεχίστηκε βόρεια του χωριού, όπου ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης είχε βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Σε βοήθειά του σπεύδει ο Δημήτρης Πλαπούτας χτυπώντας τους Τούρκους από τα νώτα. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν σε υποχώρηση και ο Κολοκοτρώνης τους κυνήγησε μέχρι το χωριό Μάκρη.
Μετά τη μάχη, το στρατόπεδο ανασυγκροτείται ταχύτατα με φρουρά 1.000 ανδρών και επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Τα ταμπούρια οχυρώνονται εκ νέου, ενώ καταφθάνουν ενισχύσεις. Στο πρώτο ταμπούρι βρίσκονται ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με όλους τους Μανιάτες. Στο δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Παναγιώτης Κατριβάνος από το Ίσαρι Μεγαλόπολης και ο Θανάσης Δαγρές από τη Βρωμόβρυση Μεσσηνίας, με τους στρατιώτες τους. Στο τρίτο ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Σιώρης, ο Νικηταράς και πολλοί Λιονταρίτες και Γορτύνιοι.
Η Δεύτερη Μάχη, 12-13 Μαΐου 1821
Τα χαράματα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης εξέρχεται από την Τρίπολη με 12.000 Τουρκαλβανούς. Οι Έλληνες ειδοποιούν το στρατόπεδο στο Βαλτέτσι με φωτιές. Το κύριο σώμα των Τούρκων με αρχηγό τον Ρουμπή ύστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις επιτίθεται στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα. Καταφέρνει να κυκλώσει τα ταμπούρια και να καταλάβει τα πηγάδια του χωριού. Ύστερα διατάσσει γενική επίθεση διασπώντας τους Έλληνες. Τότε καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης με 700 άνδρες. Ο Ρουμπής, που βρίσκεται πλέον περικυκλωμένος, ζητά ενίσχυση από τον Κεχαγιάμπεη, που μέχρι τότε παρακολουθούσε τη μάχη επικεφαλής 3.000 ιππέων.
Το απόγευμα φτάνει ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Δημητρακόπουλος. Τη νύχτα η μάχη συνεχίζεται χωρίς να υποχωρεί καμία πλευρά. Τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου, οι Τούρκοι ξεκινούν νέα επίθεση και χρησιμοποιούν τα 4 κανόνια τους χωρίς επιτυχία.
Το τέλος της μάχης
Μετά από 23 ώρες μάχης και ενώ ο Ρουμπής κινδύνευε, ο Κεχαγιάμπεης διατάσσει υποχώρηση. Βλέποντας αυτήν την κίνηση, ο Κολοκοτρώνης ξεκινά γενική αντεπίθεση. Έτσι οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή πετώντας τα όπλα τους.
Συνολικά, οι απώλειες των Τούρκων υπολογίζονται σε 514 νεκρούς και 635 τραυματίες, οι οποίοι μεταφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας στην Τριπολιτσά, ενώ των Ελλήνων σε μόλις 4 νεκρούς και 17 τραυματίες. Ανάμεσα στα λάφυρα των επαναστατών ήταν 4.000 τουφέκια, 4 πεδινά κανόνια και 18 σημαίες, πολεμικό υλικό, ικανό να εξοπλίσει 4.000 άνδρες.
Η μάχη στο Βαλτέτσι ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του Αγώνα. Αμέσως μετά τη μάχη, ο Κολοκοτρώνης συγκινημένος μίλησε προς τους νικητές και, όπως αναφέρει ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του, τους είπε μεταξύ άλλων ότι η ημέρα αυτή πρέπει να καθαγιαστεί με νηστεία όλων και να εορτάζεται η επέτειός της εις «αιώνας αιώνων, έως ου στέκει το έθνος, διότι ήτο η ελευθερία της πατρίδος».
Η νίκη στο Βαλτέτσι υπήρξε καθοριστική για την πορεία της επανάστασης, καθώς ενίσχυσε το ηθικό και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων, στοιχεία που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο και για την Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), αφού οι Τούρκοι δεν επιχείρησαν άλλη έξοδο.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης περιγράφει τη μάχη με τα παρακάτω λόγια:
«Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος, καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».
Η Μάχη του Βαλτετσίου περιγράφεται
και στο παρακάτω δημοτικό τραγούδι:
Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν’ ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ’ άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
“Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ’ Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ’ αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν’ ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη”.
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια.