“Η μάχη στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο,
η τελευταία μεγάλη μάχη της ελληνικής επανάστασης“
Στις 17 Ιουλίου του 1827, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου ή Τσετσεβού, όπως ακόμη και σήμερα συνηθίζουν να το λένε μερικοί, έγινε μία από τις τελευταίες μεγάλες μάχες της επαναστάσεως μεταξύ Ελλήνων αγωνιστών και στρατευμάτων του Ιμπραήμ υπό τις οδηγίες του Πασά του Αιγίου Δελή Αχμέτ.
Ηονομασία Τσετσεβός είναι μεταγενέστερη και προέρχεται από το κεφαλοχώρι Τσετσεβός που βρισκόταν στη βορειοανατολική πλευρά του όρους Παναχαϊκού, λίγο νοτιότερα από το σημερινό πέτρινο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής που ανήκει στην κοινότητα της Μυρόβρυσης.
Ο Τσετσεβός, σύμφωνα με την παράδοση, αριθμούσε δύο χιλιάδες ψυχές και καταστράφηκε από παρατεταμένη καθίζηση του εδάφους που ολοκληρώθηκε το 1775.
Οι κάτοικοι που εγκατέλειψαν το χωριό εγκαταστάθηκαν γύρω από το βουνό που βρίσκεται η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου δημιουργώντας επτά νέα χωριά, τα λεγόμενα και Τσετσεβοχώρια. Αυτά είναι τα Αραγόζαινα (Άλσος), το Γρόπα (Λάκκα), το Βερίνο, η Μυρόβρυση, ο Μάγειρας, τα Δοκανέικα και τα Σινανιά.
Στα χρόνια που τα στρατεύματα του Ιμπραήμ ανενόχλητα λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, αρκετοί ήταν αυτοί που προσκύνησαν τους Τούρκους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γκολφίνος Λουμπιστιάνης, ο επονομαζόμενος και Τουρκογκολφίνος, με καταγωγή το χωριό Λουμπίστα που ήταν κτισμένο στους πρόποδες του Παναχαϊκού.
Στο μοναστήρι, κατά το έτος 1827 είχε συγκεντρωθεί ο άμαχος πληθυσμός της γύρω περιοχής τρομοκρατημένος από τη βαρβαρότητα του στρατού του Ιμπραήμ με τον οπλαρχηγό Γ. Ροδόπουλο να έχει αναλάβει την προστασία του. Ο Γ. Ροδόπουλος κάνοντας πράξη τα λόγια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», χρησιμοποίησε βία κατά του πληθυσμού που είχε δηλώσει υποταγή. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Γκολφίνος στις αρχές Ιουνίου του 1827 οδήγησε αιφνιδιαστικά τους Τούρκους μέσα στο χωριό του Ροδόπουλου, τη Μυρόβρυση, αλλά και κατά της ίδιας της μονής την 17η Ιουλίου του ίδιου έτους με τρόπο ύπουλο, εξαπατώντας τους ομοεθνείς του.
Αυτή τη μέρα στο μοναστήρι και στη γύρω περιοχή βρισκόταν τμήμα αγωνιστών από την Κόρινθο και το Αίγιο με Καπεταναίους τον Γεώργιο Χελιώτη ή Λύκο, Ιωάννη Μαρτσέλο, Παπανίκα και τους πεσόντες στη μάχη μικροκαπεταναίουςΑντώνιοΜωσαΐτη ή Λαΐτη, Βασίλειο Μπουριώτη ή Γκουριώτη, Μήτρο Πελήτζη, Χρηστάκη Ζαχουλίτη Ζίνη και Γεώργιο Μωραΐτη από την Κουνινά.
Ενώ οι Έλληνες περίμεναν τον Γκολφίνο να δηλώσει μετάνοια, όπως φέρεται πως τους είχε υποσχεθεί, αυτός οδήγησε το στράτευμα του Ιμπραήμ εναντίον τους.
Η δύναμη τωνΤούρκων ήταν 3.000 άνδρες, ενώ οι Έλληνες δεν ξεπερνούσαν τους 700 αγωνιστές (Ι.Θ.Κολοκοτρώνη απομνημονεύματα, σελ.512).
Οι Έλληνες αντιλαμβανόμενοι την παγίδα που τους είχε στήσει ο Γκολφίνος και μη έχοντας τρόπο διαφυγής, άλλοι ταμπουρώθηκαν μέσα στο μοναστήρι και άλλοι έλαβαν θέση μάχης στο ύψωμα πάνω από αυτό.
Η επίθεση των Τούρκων ξεκίνησε στη μία τομεσημέρι με την κατάληψη ενός λόφου νοτιοανατολικά της μονής, όπου έστησαν ένα κανόνι βάλλοντας κατά των ελληνικών θέσεων. Από αυτό το ύψωμα οι Τούρκοι πραγματοποίησαν τρεις αλλεπάλληλες, αλλά ανεπιτυχείς εφόδους.
Ο Τουρκογκολφίνος βλέποντας πως οι επιθέσεις των Τούρκων δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα άρχισε να ανησυχεί για την έκβαση της μάχης, κυρίως όμως για τον ίδιο του τον εαυτό σε περίπτωση επικράτησης των Ελλήνων. Έτσι, γνωρίζοντας καλά την περιοχή, οδήγησε ένα ισχυρό σώμα Τούρκων στρατιωτών μέσω του χωριού Τούμπα προς την κορυφή του βουνού χτυπώντας τους ξαφνιασμένους Έλληνες στα νώτα. Το πρώτο μεγάλο οχύρωμα έξω από τη μονή, παρά την λυσσαλέα αντίσταση των Ελλήνων αγωνιστών, έπεσε στα χέρια των κατά πολύ περισσότερων Τούρκων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αντέξουν και τα άλλα δύο ταμπούρια που βρίσκονταν σε χαμηλότερη θέση κοντά στη μονή. Οι εκατόν ογδόντα υπερασπιστές των Ελληνικών οχυρώσεων έξω από τη μονή έπεσαν αγωνιζόμενοι μέχρι τον τελευταίο, ενώ οι απώλειες των Τούρκων ήταν διπλάσιες ξεπερνώντας τους τριακόσιους πενήντα νεκρούς.
Οι Τούρκοι, μετά και την κατάληψη του τελευταίου ταμπουριού, κινήθηκαν προς το μοναστήρι αλλά η αντίσταση όσων βρίσκονταν εντός αυτού ήταν μεγάλη. Οι εχθροπραξίες σταμάτησαν με το τελευταίο φως της ημέρας δίνοντας την ευκαιρία στους πολιορκημένους να οργανώσουν τη φυγή τους. Οι Έλληνες αγωνιστές, υπό την καθοδήγηση του Γ. Ροδόπουλου, γύρω στα μεσάνυχτα και εκμεταλλευόμενοι τοβαθύ σκοτάδι, κατάφεραν να βγουν από τη μονή χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους. Μετά από πορεία περίπου δυόμιση ωρών έφθασαν στο χωριό Αράχωβα, τη σημερινή Κρήνη, αφήνοντας πίσω τους μόνο τα γυναικόπαιδα.
Το πρωί οι Τούρκοι τοποθέτησαν ένα κανόνι στη θέση που σήμερα βρίσκεται το μνημείο, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουν πως οι υπερασπιστές της μονής είχαν αποχωρήσει κατά τη διάρκεια της νύκτας. Βλέποντας αυτή την εξέλιξη,ο ηγούμενος της μονής Ανανίας φοβούμενος για τηζωή των αμάχων αλλά και για την τύχη του μοναστηριού, βγήκε και ζήτησε από τους Τούρκους να μην πειράξουν τα γυναικόπαιδα. Οι Τούρκοι με την παρέμβαση του Γκολφίνου αποχώρησαν από τημονή παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής για το Αίγιο μέσω των χωριών Τούμπα και Γρηγόρι, δίνοντας τέλος στη μεγάλη μάχη του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Σήμερα, στη θέση όπου βρισκόταν η πρώτη και ψηλότερη οχύρωση των Ελλήνων λίγο πάνω από τη μονή, βρίσκεται το μνημείο της μάχης και στα ριζά του τα οστά όλων των αγωνιστώνπου χάθηκαντην 17η Ιουλίου του 1827.
Αξίζει να σημειωθεί πως στη μάχη έλαβε μέρος και ο Κ. Χιλίαρχος Ορεινός από την Παρασκευή Αιγιάλειας, με πολλούς Αιγιώτες που ανήκαν στο σώμα του στρατηγού Μελετόπουλου.
*Τα ιστορικά στοιχεία αντλήθηκαν από κείμενο του Δικηγόρου Κ. Δ. Μιχαλόπουλου από το Γραίκα Αιγιαλείας «Η μάχη του Άη- Γιάννητων Τσετσεβών Αιγιαλείας», που δημοσιεύθηκε στο Δελτίο του Τοπικού Ιστορικού Αρχείου Ναυπλίου τον Ιανουάριο του 1989.