Η Μάχη του Σκουλενίου ήταν μιά από τις τελευταίες μάχες των Ελλήνων επαναστατών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κατά των στρατευμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έλαβε χώρα στις 17 Ιουνίου του 1821, δέκα ημέρες μετά τη Μάχη του Δραγατσανίου, δίπλα στη Μονή Σκουλενίου στη Μολδαβία (σημερινή Ρουμανία) και κατέληξε με νίκη των Οθωμανών.
Το τέλος του Αγώνα στη Μολδοβλαχία
Μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Βλαχία, ο Γεωργάκης Ολύμπιος μαζί με τους άνδρες του συνόδευσαν τον Υψηλάντη μέχρι τα αυστριακά σύνορα. Στις 8 Ιουνίου ο Υψηλάντης με τους αδελφούς του και μερικούς άλλους διάβηκε τα σύνορα. Όταν ο Υψηλάντης εγκατέλειψε τον αγώνα, ο στρατός σκόρπισε.
Το ιστορικό της μάχης
Οι Τούρκοι μπήκαν στο Ιάσιο στις 13 Ιουνίου του 1821. Ο απόστρατος συνταγματάρχης τού ρωσικού στρατού Καντακουζηνός επισκεύασε ένα παλιό ρωσικό οχύρωμα πάνω στον Προύθο, κοντά στο Σκουλένι. Ό Καντακουζηνός έστειλε σήμα στα υπολείμματα των στρατευμάτων να προστρέξουν να το υπερασπίσουν, αλλά ο ίδιος δεν βρισκόταν πια σ’ αυτό. Προτίμησε να διαβεί τον Προύθο και να βρει καταφύγιο στη ρωσική Βεσσαραβία. Από εκεί προσκάλεσε τους οπλαρχηγούς να περάσουν το ποτάμι και να σωθούν. «Αλλά ούτοι μιά φωνή και διά πολλής αποστροφής απέρριψαν πρότασιν τοιάυτην, και επανήλθον εις Σκουλένιον καθυβρίζοντες τούτον ως άνανδρον και προδότην” [Ιωάννης Φιλήμων].
Όπως γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος, οι επικεφαλής της ελληνικής δύναμης των 400 μαχητών «αφού οχύρωσαν το Σκουλένι, με τους ολίγους που τους απόμειναν, έπειτα κοινώνησαν των Αχράντων μυστηρίων και έφαγαν αντί άρτου αντίδωρον, μεταξύ τους ακούσθηκαν να λένε: “Αυτή είναι η στερνή μας τροφή”». Στη σύναξη των οπλαρχηγών Καρπενησιώτη, Ιντσέ, Δαγκλιόστρο, Σταύρακα, Μάγκλαρη, Σφαέλο, Κοντογόνη, Σοφιανό, Καραγιώργη και του Κεφαλλονίτη καπετάνιου Μπαρμπαλιάρη, αρχηγός όλων των Ελλήνων ορίστηκε ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης (Στον πίνακα του φον Ές αναφέρεται ως Αγραφιώτης).
Η σύγκρουση έγινε στις 17 Ιουνίου 1821, μπροστά στα μάτια των ρωσικών συνταγμάτων του στρατηγού Ζαμπανιώφ παρατεταγμένων στην απέναντι όχθη και Ελλήνων και Μολδαβών προσφύγων από το Ιάσιο. Τους επιτέθηκε πρώτος ο Κεχαγιάμπεης με δυο χιλιάδες πεζούς, τέσσερις χιλιάδες ιππείς και έξι κανόνια. Ο αγωνιστής Δημήτριος Σφήκας από τη Στεμνίτσα Αρκαδίας, ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη ως εκατόνταρχος και επικεφαλής πλαγιοφυλακής 50 ιππέων, περιγράφει στα απομνημονεύματά του με τον τίτλο “Αναμνήσεις των εν Δακία γεγονότων του 1821 «ότι λίγες εκατοντάδες Ελλήνων επαναστατών πολέμησαν εναντίον 8.000 Τούρκων, από τους οποίους οι 4.000 ήταν ιππείς, με αρχηγό τον πασά της Βραίλας Κεχαγιάμπεη. Οι συνολικές απώλειες της Μάχης στο Σκουλένι υπολογίζονται για μεν τους Έλληνες σε 300 νεκρούς και 50 τραυματίες, για δε τους Τούρκους σε 1.600 νεκρούς και 200 τραυματίες».
Ο Απόστολος Σταύρακας με 100 Κρητικούς και Ηπειρώτες, εξόντωσε την τουρκική εμπροσθοφυλακή. Ταυτόχρονα το ελληνικό πυροβολικό έβαλε με μεγάλη επιτυχία. Οι Τούρκοι οπισθοδρόμησαν. Οι τουρκικές επιθέσεις επαναλαμβάνονταν επί 8 ώρες. Οι 400 Έλληνες όλο και λιγόστευαν. Πρώτοι έπεσαν οι Κόντος, Ίντες, Σταύρακας, Δάγκλιστρος, Σφαέλλος, Βαλσαμάκης, Κοντογόνης, Σοφιανός και οι άνδρες τους. Μόνο ο Καραγιώργης διασώθηκε, αν και πληγωμένος, περνώντας στην απέναντι όχθη. Ανάμεσα στους λίγους που μάχονταν ακόμη έμεινε να πολεμάει ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης, «ό ανήρ ούτος του μεγάλου χαρακτήρος και της ηρωικής καρδιάς» [Ιωάννης Φιλήμων]. Όταν ο γενναίος καπετάνιος έριξε και τις τελευταίες βολές εναντίον των Τούρκων, πέταξε τα δύο πιστόλια του στο ποτάμι και κραδαίνοντας το σπαθί του όρμησε εναντίον των Τούρκων και έπεσε νεκρός. Όλοι οι υπερασπιστές του Σκουλενίου έπεσαν νεκροί, μόνο λίγοι τραυματισμένοι σώθηκαν αφού μεταφέρθηκαν στην απέναντι όχθη.
Όπως γράφει ο Κόκκινος στην “Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”: «η μάχη αυτή δεν έχει ανάλογη εις τας σελίδας του Αγώνος ως προς την εκδήλωσιν ομαδικής ανδρείας και ηρωικής αντιμετωπίσεως βεβαίου θανάτου, παρά μόνον την μάχην του Αθανάσιου Διάκου εις την γέφυρα της Αλαμάνας και του Παπαφλέσσα εις το Μανιάκι».
Αναφέρεται ως αξιοσημείωτη η παρουσία στη μάχη του ιερωμένου Λουκά (κατά κόσμον Λεοντιάδη, από την Αθήνα), ηγουμένου δύο μικρών μαναστηριών της Ρουμανίας που ήταν μετόχια της Μονής Εσφιγμένου. Ο Λουκάς ήταν γνώστης του μυστικού της Φιλικής Εταιρείας και υποστήριξε ηθικά και υλικά τον Υψηλάντη. Στη μάχη του Σκουλενίου εμψύχωνε τους μαχητές και πριν από τη μάχη τέλεσε την ιδιότυπη θεία κοινωνία που προαναφέρεται. Μετά τη μάχη διευκόλυνε 58 μαχητές να διαβούν τον Προύθο και να καταφύγουν σε ρωσικό έδαφος. Αργότερα ο ίδιος βοηθούσε Έλληνες πρόσφυγες από τη Ρωσία να περνούν στην Ελλάδα με εφόδια. Σε έγγραφο της 20 Ιουνίου που υπογράφεται και από τον Λουκά, πιστοποιούνται οι ανδραγαθίες του Καραγιώργη στο Σκουλένιο.