Η πρώτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1864-1909)
Οι συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές εξελίξεις ενίσχυσαν το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα, ούτως ώστε οι διαρκείς απολυταρχικές τάσεις του Όθωνα όχι μόνο να μην είναι πλέον ανεκτές, αλλά και να υπονομεύουν την ίδια του τη βασιλεία. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1862, πολίτες και στρατός της Αθήνας εξεγέρθηκαν και προκάλεσαν την έκπτωση του ιδίου και της δυναστείας των Wittelsbach. Η επανάσταση αυτή σηματοδότησε την κατάλυση της συνταγματικής μοναρχίας και τη μετάβαση στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας με μονάρχη, πλέον, τον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο – Χριστιανό – Γουλιέλμο της δυναστείας Schleswig – Holstein –Sønderburg – Glücksburg, ο οποίος ορκίσθηκε τον Οκτώβριο του 1863 ως Γεώργιος Α΄ «Βασιλεύς των Ελλήνων». Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (Οκτώβριος 1862 – Οκτώβριος 1863), της μεσοβασιλείας όπως έγινε γνωστή, το σύστημα διακυβέρνησης που ίσχυσε ήταν το σύστημα της κυβερνώσας Βουλής, το οποίο λειτούργησε για πρώτη και τελευταία φορά στη συνταγματική μας ιστορία.
Το Σύνταγμα του 1864, προϊόν της «Β΄ εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» που ακολούθησε τη λαϊκή εξέγερση, περιλάμβανε 110 άρθρα, ήταν επηρεασμένο από τα συντάγματα του Βελγίου (1831) και της Δανίας (1849) και έμελλε να ισχύσει (με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952) για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του νέου καταστατικού χάρτη της χώρας ήταν ότι επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 και διείπετο από τη δημοκρατική και όχι τη μοναρχική αρχή, δηλαδή αναγνωριζόταν πλέον το έθνος, ο ελληνικός λαός, και όχι ο μονάρχης, ως πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας. Ακόμη, καθιέρωσε, μεταξύ άλλων, την αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας η οποία θα διεξήγετο και θα διενεργείτο ταυτοχρόνως σε όλη την επικράτεια, το σύστημα της μιας (μονήρους) Βουλής τετραετούς θητείας, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ενώ κατήργησε τη Γερουσία. Παραλλήλως, υιοθέτησε αρκετές από τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844, προέβλεψε, όμως, επιπλέον, τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή «εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών». Επίσης, ο βασιλιάς διατήρησε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικώς και εκτάκτως τη Βουλή όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως Διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογεγραμμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Τέλος, παρά το γεγονός ότι η πρόταση για υποχρέωση του στέμματος «όπως λαμβάνη τους υπουργούς εκ των Βουλών» απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία, η κατοχύρωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του νέου πολιτεύματος, πέραν της καθιέρωσης για πρώτη φορά των δικαιωμάτων που ήδη αναφέρθηκαν, δεν άργησε να εκδηλωθεί με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο.
Συγκεκριμένως, με τον λόγο του Θρόνου στις 11 Αυγούστου 1875, και χάρη στο πολιτικό κύρος του Χαρίλαου Τρικούπη, καθιερώθηκε ατύπως η Αρχή της Δεδηλωμένης, η οποία, μεταβάλλοντας τη σχέση στέμματος και λαϊκής αντιπροσωπείας και προσδίδοντας άλλη ουσία στο όλο σύστημα της οργάνωσης των εξουσιών, νομιμοποίησε ουσιαστικώς την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα. Βάσει της αρχής της «δεδηλωμένης» ο βασιλιάς είχε υποχρέωση να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως όριζαν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η διάταξη, επομένως, του Συντάγματος κατά την οποία «ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού» τέθηκε σε περιορισμό, καθώς η κυβέρνηση όφειλε να λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία
Η Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία είναι μια μορφή αντιπροσωπευτικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας που αποτελεί τη σύγχρονη εξέλιξη της Απόλυτης Μοναρχίας.
Στο πολίτευμα αυτό οι εξουσίες ασκούνται γενικά από το κοινοβούλιο και την κυβέρνηση, η οποία και φέρει την απόλυτη ευθύνη όλων των πράξεών της και εφόσον απολαύει της εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου. Στον Βασιλιά ανήκουν μόνο αντιπροσωπευτικές αρμοδιότητες και κυρίως οι επικυρώσεις νόμων και διαταγμάτων. Η θέση του συνήθως είναι κληρονομική.
Το πολίτευμα ιστορικά αποτελεί εξέλιξη της Απόλυτης Μοναρχίας. Οι μονάρχες μέσα στο πέρασμα των αιώνων, είτε ειρηνικά, είτε λόγω επαναστάσεων, παραχώρησαν σταδιακά τις εξουσίες τους στους αντιπροσώπους των υπηκόων τους. Έτσι τα Κοινοβούλια ως έκφραση της λαϊκής βούλησης έγιναν ο μοναδικός πόλος εξουσίας εγκαθιδρύοντας τη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία (ο λαός κυβερνά δια των αντιπροσώπων του).
Έχουν υπάρξει περιπτώσεις Βασιλευόμενης Δημοκρατίας με χαρακτήρα φασιστικό, όπως συνέβη στην Ιταλία, Ιαπωνία και Ισπανία, ή και με στρατιωτικές δικτατορίες, όπως στην Ταϊλάνδη.
Η Συνταγματική Μοναρχία είναι ένα παρόμοιο πολίτευμα με την Βασιλευόμενη Δημοκρατία με την διαφορά ότι ο ρόλος του μονάρχη δεν είναι καθόλου συμβολικός καθώς διαθέτει αρκετές πολιτικές αρμοδιότητες μονολότι περιορίζονται οι εξουσίες του .Η Ελλάδα είχε συνταγματική μοναρχία την περίοδο 1844 εώς το 1862 όπου αντικαταστάθηκε από το πολίτευμα της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας .Στις μέρες μας υπάρχουν λίγες συνταγματικές μοναρχίες(π.χ Ιορδανία, Μπαχρέιν, Μαλαισία) στις οποίες υπάρχει πρωθυπουργός μα και ο βασιλιάς έχει ενεργό ρόλο σην πολιτική ζωή.