Στις 18 Μαΐου του 1828 ο Τούρκος διοικητής των Χανίων, Μουσταφά Πασάς, με 8.000 πεζούς και 300 ιππείς, προσβάλλει το Φραγκοκάστελλο Χανίων, το οποίο υπερασπίζουν 600 Κρήτες επαναστάτες.
Στη μάχη πέφτουν ηρωικώς οι περισσότεροι από τους υπερασπιστές του.
Λέγεται πως από τότε, τα χαράματα αυτής της μέρας εμφανίζονται στις πολεμίστρες του κάστρου τα φαντάσματα των ηρώων, οι γνωστοί Δροσουλίτες.
Κάθε χρόνο, τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, εμφανίζονται στη θέση Θυμέ Κάμπος στην επαρχία των Σφακίων, οι Δροσουλίτες. Μια στρατιά από νεκρούς πολεμιστές με αστραφτερές πανοπλίες προελαύνει προς τη θάλασσα πάνω απ΄ το Φραγκοκάστελο.
Λένε πως είναι ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης με τους στρατιώτες του που υπερασπίστηκαν το κάστρο από τους Οθωμανούς.
Το φαινόμενο αυτό με τις σκιές των μαχητών ο λαός μας το ονομάζει «Δροσουλίτες», γιατί εμφανίζονται για περίπου 8 λεπτά με τη δροσιά της χαραυγής.
Μύθος; Μάλλον, αλλά όσοι το έχουν δει συμβουλεύουν ότι αν είσαι στην πεδιάδα και όχι στα υψώματα, μπορείς να το δεις.
Η Μάχη του Φραγκοκάστελλου
Η Μάχη του Φραγκοκάστελλου διεξήχθη στο πλαίσιο του απελευθερωτικού αγώνα στην Κρήτη, στις 18 Μαΐου 1828, μεταξύ των δυνάμεων του τουρκαλβανού Μουσταφά Πασά και του ηπειρώτη οπλαρχηγού Χατζημιχάλη Νταλιάνη, γύρω από το ενετικό κάστρο Φραγκοκάστελλο κοντά στα Σφακιά.
Τους τελευταίους μήνες του 1827 έγιναν μεγάλες προσπάθειες να αναζωπυρωθεί η επανάσταση στην Κρήτη, ώστε να είναι δυνατή η προβολή επιχειρημάτων για την ένταξη της μεγαλονήσου στο νέο ελληνικό κράτος, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827. Οι προσπάθειες, όμως, απέτυχαν, εξαιτίας τόσο της κυριαρχίας των Οθωμανών στην Κρήτη, όσο κυρίως των αντιζηλιών στο ελληνικό στρατόπεδο, που απέκλειαν συντονισμένες ενέργειες. Έτσι, επιλέχθηκε να αναλάβει την ηγεσία των ελληνικών δυνάμεων στην Κρήτη ο ηπειρώτης οπλαρχηγός Χατζημιχάλης Νταλιάνης, 52 ετών, με πλούσια δράση στον απελευθερωτικό αγώνα του ’21.
Ο Νταλιάνης αποβιβάστηκε στις 5 Ιανουαρίου 1828 στη Γραμβούσα με σώμα πεζών και 100 ιππέων. Από τις πρώτες του επαφές διαφάνηκε ότι η σχέση του με τους ντόπιους θα περνούσε από χίλια κύματα. Λασιθιώτες, Ρεθυμνιώτες και Χανιώτες διαφωνούσαν για την περιοχή που θα έπρεπε να αποτελέσει το ορμητήριο του αγώνα. Τελικά, επικράτησε η γνώμη του Νταλιάνη, που επέλεξε τα Σφακιά, αλλά είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Στο μεταξύ, ο Πασάς της Κυδωνίας, Μουσταφά, που είχε διορισθεί από τον Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου γενικός διοικητής της Κρήτης, πληροφορήθηκε την ύπαρξη ξένων ενόπλων στα Σφακιά και προφασιζόμενος ότι θέλει να προστατεύσει τους ντόπιους από τους ληστές έστειλε στην περιοχή ένοπλα σώματα.
Οι πρώτες αψιμαχίες άρχισαν στις 8 Μαΐου 1928, όταν ένα τμήμα των ανδρών του Νταλιάνη, υπό τους Μανουσέλη, Μανουσογιαννάκη και Δεληγιαννάκη, κτύπησε στον Αποκορώνα μια ομάδα ρεθυμνιωτών Τούρκων, που έρχονταν να ενωθούν με τον στρατό του Μουσταφά. Σκότωσαν 40 και αιχμαλώτισαν πολλούς, ανάμεσά τους και τον αγά του Ρεθύμνου. Εξοργισμένος ο Μουσταφά έστειλε επιστολή στον Νταλιάνη και του έδωσε δεκαήμερη διορία για να εγκαταλείψει την Κρήτη. Ο Χατζημιχάλης του απάντησε: «Μουσταφά, ήλθα εις την Κρήτη να πολεμήσω Τούρκους με τα παλληκάρια μου και όπου θέλει ο Θεός ας δώσει τη νίκη».
Ο Μουσταφά, μη έχοντας καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του Νταλιάνη, αφού τον γνώριζε καλά, άρχισε τις ετοιμασίες για την τελική επίθεση. Παράλληλα, έστειλε επιστολή στους καπεταναίους των Σφακίων, με την οποία τους ανακοίνωνε ότι θα χτυπήσει τους «ενοχλητικούς ξένους» και τους καλούσε να μείνουν ήσυχοι για να απολαύσουν τα προνόμια που θα τους παραχωρούσε. Στο μεταξύ, ο Νταλιάνης είχε καταλάβει το ενετικό κάστρο του Φραγκοκάστελλου στις ακτές του Λιβυκού Πελάγους, μεταξύ Λάμπης και Σφακίων, αλλά οι επαφές του με τους ντόπιους εξακολουθούσαν να είναι δύσκολες και η όποια επικοινωνία τους περιοριζόταν στην ανταλλαγή επιστολών.
Οι Σφακιανοί, αφού κατασκεύασαν χαρακώματα σε αρκετά μεγάλη απόσταση από το Φραγκοκάστελλο, πρότειναν στον Χατζημιχάλη να αφήσει στο κάστρο 100 άνδρες και να δώσει τη μάχη από την ορεινή θέση Κολοκάσια, όπου οι επαναστάτες θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες να εγκλωβίσουν τον στρατό του Μουσταφά, όταν αυτός θα επιτίθετο στο Φραγκοκάστελλο. Ο Νταλιάνης επέμενε να δοθεί η μάχη στην πεδιάδα μπροστά από το κάστρο για να χρησιμοποιήσει και το ιππικό. Οι Σφακιανοί τού αντέτειναν ότι δε ήταν συνηθισμένοι να πολεμούν σε πεδιάδα. Ο Χατζημιχάλης, θεωρώντας τους δειλούς, τους ανταπάντησε περιφρονητικά: «Λοιπόν φυλάγετέ τους από τα όρη σας για να μην φύγουν και άφετε ημάς εδώ κάτω και κυττάζετε να μας βλέπετε πώς πολεμούμε ημείς».
Στις 18 Μαΐου 1829 ο Μουσταφά με 8.000 πεζούς κινήθηκε εναντίον του Φραγκοκάστελλου. Ο ίδιος με τη μεσαία φάλαγγα του στρατού του κατευθύνθηκε προς τον δυτικό προμαχώνα, τον οποίο κατέλαβε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, αφού οι υπερασπιστές του είχαν ξοδέψει χωρίς φειδώ τα λίγα πυρομαχικά τους. Σκότωσαν σχεδόν όλους τους υπερασπιστές του και τον υπασπιστή του Νταλιάνη, Κυριακούλη Αργυροκαστρίτη. Στη συνέχεια περικύκλωσαν το φρούριο, αφήνοντας έξω από τον κλοιό τους άλλους δύο προμαχώνες, αφαιρώντας έτσι τη δυνατότητα επικοινωνίας με τους πολιορκούμενους. Οι οχυρωμένοι σε αυτούς άνδρες προσπάθησαν να μπουν στο Φραγκοκάστελλο, αλλά οι περισσότεροι βρήκαν το θάνατο μπροστά στις πύλες του.
Ανάμεσα στους νεκρούς και ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης, που πολέμησε ηρωικά. Την κρίσιμη στιγμή, το σπαθί του έσπασε και το άλογό του σκοτώθηκε. Έτσι, οι εχθροί του βρήκαν την ευκαιρία να τον κατακρεουργήσουν. Το κεφάλι του το έφεραν ως τρόπαιο στον Μουσταφά, αλλά αυτός αντί να τους επαινέσει τους επέπληξε, γιατί δεν τον έφεραν μπροστά του ζωντανό. Ο αλβανός Μουσταφά θεωρούσε τον ηπειρώτη Νταλιάνη συμπατριώτη του.
Η ήττα στους προμαχώνες και ο θάνατος του Νταλιάνη δεν πτόησε τους εγκλείστους στο κάστρο, οι οποίοι συνέχισαν να αποκρούουν με επιτυχία τις κατά κύματα επιθέσεις των Τουρκαλβανών. Όμως, η κατάστασή τους χειροτέρευε διαρκώς, εξαιτίας της ελλείψεως τροφών και πυρομαχικών. Από το αδιέξοδο τους έβγαλε ένας Σφακιανός ονόματι Σήφης Διλινδάς, ο οποίος δραπέτευσε από το Φραγκοκάστελλο και πίσω από τις γραμμές των τουρκαλβανών φώναζε προς τους έγκλειστους στο κάστρο να υπομείνουν, γιατί καταφθάνουν πολυάριθμες ενισχύσεις. Το τέχνασμα αυτό έφερε γρήγορα το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αφού ο Μουσταφά έλυσε την πολιορκία στις 24 Μαΐου και άφησε τους πολιορκημένους να εγκαταλείψουν το κάστρο ανενόχλητοι.
Στη λύση της πολιορκίας συνέτειναν και οι φιλίες που αναδείχθηκαν μεταξύ πολιορκητών και πολιορκουμένων. Οι περισσότεροι άνδρες και από τις δύο πλευρές κατάγονταν από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου και κάποιοι ήταν γνωστοί μεταξύ τους. Άλλωστε, πολλοί άνδρες του Νταλιάνη μιλούσαν αλβανικά και ήταν εύκολο να συνεννοηθούν με τους επιτιθέμενους. Ο ίδιος ο Μουσταφά Πασάς τίμησε τον νεκρό Νταλιάνη. Συγκέντρωσε τα υπάρχοντά του, ανάμεσά τους και ένα αντίτυπο της Καινής Διαθήκης, και τα απέστειλε στην οικογένειά του.
Η Μάχη του Φραγκοκάστελλου στοίχισε στους Έλληνες 338 νεκρούς, ενώ για τους Τουρκαλβανούς οι απώλειες ανήλθαν σε περίπου 800 άνδρες. Η Κρήτη θα πρέπει να περιμένει έως το 1913 για να ενσωματωθεί στο Ελληνικό Κράτος.
Στη λαϊκή παράδοση, η ήττα στο Φραγκοκάστελο έχει συνδυασθεί με τους Δροσουλίτες. Πρόκειται για ένα οπτικό φαινόμενο, κατά το οποίο στα τέλη Μαΐου η δροσιά που εξατμίζεται με την Ανατολή του ηλίου δημιουργείς σκιές, που μοιάζουν με ανθρώπους. Για τους Κρητικούς, οι Δροσουλίτες είναι οι σκοτωμένοι του Φραγκοκάστελλου, τα φαντάσματα των πολεμιστών, που σηκώνονται από τους τάφους στο κοντινό κοιμητήριο, βαδίζουν προς το κάστρο και μετά χάνονται μέσα στη θάλασσα.
Το 1890 ένα απόσπασμα Τούρκων που είδε το φαινόμενο τρόμαξε και πήρε θέση μάχης! Το ίδιο συνέβη και στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής όταν οι άνδρες ενός γερμανικού αποσπάσματος θεώρησαν τις σκιές αντάρτες και έριξαν με τα πολυβόλα νομίζοντας ότι έγινε απόβαση.