Στις αρχές του 1827 η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Πολλές φορές οι Αιγύπτιοι επέστρεφαν για δεύτερη φορά στο σημείο από το οποίο είχαν περάσει λίγες ημέρες νωρίτερα, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. Οι περισσότερες εστίες αντίστασης είχαν εξουδετερωθεί.
Παρόλα αυτά, οι Αιγύπτιοι δέχονταν συνεχείς επιθέσεις ελληνικών τμημάτων στρατιωτών και χωρικών, οι οποίοι, καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν μετωπική μάχη, πλευροκοπούσαν τις εχθρικές φάλαγγες ή τις κτυπούσαν από τα νώτα προκαλώντας σε αυτές μεγάλες απώλειες. Οι Πελοποννήσιοι συνέχιζαν τη συγκινητική τους αντίσταση εξαντλημένοι, πεινασμένοι και άοπλοι οι περισσότεροι, παρόλο που ο Ιμπραήμ εφάρμοσε τη μέθοδο του προσκυνήματος σε μεγάλη κλίμακα, ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του από το Μεσολόγγι.
Προσκύνημα ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων η ολόκληρων ομάδων ή και περιοχών προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν εξεγερθεί. Οι Τούρκοι έδιναν στους προσκυνημένους ειδικό πιστοποιητικό, γνωστό ως «ράι μπουγιουρντί» ή «προσκυνοχάρτι». Με αυτόν τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του υπάκουου υπηκόου.
Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι όσοι οπλαρχηγοί προσκυνούσαν, κυρίως λόγω των υψηλών χρηματικών αμοιβών που τους υποσχέθηκε ο Ιμπραήμ, ήταν πρώην μισθοφόροι στην υπηρεσία των προκρίτων του Μοριά.
Ένας από τους πιο σημαντικούς οπλαρχηγούς που άλλαξε στρατόπεδο ήταν ο Δημήτριος Νενέκος από το χωριό Ζουμπάτα της Αχαϊας. Ήταν αρβανίτικης καταγωγής, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού του και των γύρω χωριών. Το παράδειγμα του οπλαρχηγού Νενέκου που είχε πολεμήσει γενναία τον Ιμπραήμ, αλλά τελικά τον προσκύνησε, ακολούθησαν σύντομα οι συγχωριανοί του και έπειτα πολλοί από τους Αρβανίτες των γειτονικών περιοχών. Οι περισσότεροι όμως αναγκάσθηκαν να προσκυνήσουν εξαιτίας της τρομοκρατίας που ασκούσαν οι άνθρωποι του Νενέκου.
Για τους Τούρκους είχε ιδιαίτερη σημασία ότι ο Νενέκος, πριν προσχωρήσει στο δικό τους στρατόπεδο, είχε φήμη γενναίου πολεμιστή και έχαιρε γενικής εκτίμησης. Αυτό το κύρος του εκμεταλλεύθηκαν οι εχθροί και τον περιέβαλαν με μεγάλη εμπιστοσύνη και αίγλη, απονέμοντάς του με φιρμάνι τον τίτλο του μπέη. Πιστοί συνεργάτες του Νενέκου γίνονταν και όσοι από τους κατοίκους, χάρη σ’ αυτόν, ελευθερώνονταν από την τουρκική αιχμαλωσία. Δεν έλειψαν φυσικά και εκείνοι που, εξαιτίας προσωπικών διαφορών με τους συμπατριώτες τους, πρόδιδαν εκείνους που δεν είχαν δεχθεί να υποταχθούν ξανά στον σουλτάνο. Σ’ αυτές τις πράξεις ωθούντο και από την επιθυμία αρπαγής της κινητής τους περιουσίας, των ζώων και των εφοδίων, τα οποία μεταπωλούσαν στον τουρκικό πληθυσμό της Πάτρας. Έτσι, οι βίαια και από φόβο προσκυνημένοι πολλαπλασίαζαν το κακό και έδιναν μια θλιβερή εικόνα προδοσίας που εκτεινόταν από την Ηλεία ως την Πάτρα, τη Βοστίτσα και τα Καλάβρυτα.
Τότε ο Κολοκοτρώνης προσέφερε την τελευταία μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα. Υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Γέρος στην κυριολεξία «ξαναζωντάνεψε» την «ετοιμοθάνατη» Επανάσταση. Με το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Μεταχειριζόμενος σκληρά μέτρα, απέτρεψε τον λαό της Πελοποννήσου από το προσκύνημα. Όσα χωριά αρνούντο να επανέλθουν στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους άνδρες του Γέρου. Σε όλον τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούντο. Στις πλατείες των χωριών, οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού. Οι αδύναμοι, άβουλοι και τρομοκρατημένοι αγρότες αντιμετώπιζαν τώρα τον ίδιο κίνδυνο, τον οποίο προσπαθούσαν να αποφύγουν με την υποταγή τους. Μέσα στις τρομερά αντίξοες συνθήκες, που αυξάνονταν από την απροθυμία της Αντικυβερνητικής Επιτροπής να βοηθήσει τον Γέρο με χρήματα και με πολεμοφόδια, εκείνος έβλεπε ότι μόνο με τέτοιου είδους μέτρα θα μπορούσε να αποσοβήσει τη μεγάλη καταστροφή.
Ταυτόχρονα βέβαια, προσπαθούσε με νουθεσίες να επαναφέρει τους προσκυνημένους στο πατριωτικό τους χρέος. Πολλοί μικροκαπεταναίοι που είχαν γίνει σύντροφοι του Νενέκου επέστρεψαν στα ελληνικά στρατόπεδα και ολόκληρα χωριά έπαυσαν πλέον να έχουν επαφές με τον εχθρό.
Ο Νενέκος, παρόλα αυτά, παρέμεινε πιστός στον Ιμπραήμ. Κάποτε μάλιστα, μεταβαίνοντας ο Αιγύπτιος αρχηγός από την Πάτρα στα Καλάβρυτα, παραδρόμησε, χάθηκε σε ένα δάσος και έμεινε μόνος του χωρίς τη σωματοφυλακή του, μόνο με έναν συνοδό. Όταν κατάλαβε το λάθος του, είχε απομακρυνθεί πάρα πολύ από τους στρατιώτες του. Προσπαθώντας να βρει τον σωστό δρόμο, συνάντησε τον Νενέκο που με τους δικούς του οπλοφόρους ακολουθούσε πάντα τις αιγυπτιακές φάλαγγες ως οπισθοφυλακή. Χρειάσθηκε να βαδίσουν ώρες μαζί για ολόκληρη σχεδόν την υπόλοιπη ημέρα. Τότε ο Νενέκος μπορούσε να συλλάβει αν ήθελε τον Ιμπραήμ ή να τον σκοτώσει. Εκεί κοντά μάλιστα βρισκόταν το μοναστήρι της Μακελαριάς, το οποίο ήταν απόρθητο. Σε κοντινή απόσταση επίσης βρισκόταν και η ασφαλέστερη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Οι Αιγύπτιοι δεν θα γνώριζαν τι απέγινε ο αρχηγός τους. Ο αιχμάλωτος Ιμπραήμ θα αποτελούσε το πιο ισχυρό όπλο στα χέρια των επαναστατών. Ήταν σίγουρο ότι ο πασάς της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλι δεν θα διακινδύνευε για κανέναν λόγο τη ζωή του αγαπημένου του γιου. Όμως, ο Αλβανός οπλαρχηγός αποδείχθηκε αντάξιος της εμπιστοσύνης του Ιμπραήμ και η Επανάσταση έχασε μια μοναδική ευκαιρία.
Ο Κολοκοτρώνης έδωσε εντολή να εκτελεστεί και να γίνει παράδειγμα προς αποφυγήν. Στα απομνημονεύματά του γράφει: |Εἰς τὰ 1826, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;» Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη ὁ Νενέκος». Ο Σαγιάς που λέγεται ότι ήταν συγγενής του, το μετάνοιωσε. Για αυτό και δεν εκτελούσε την αποστολή του. Η παραπάνω εντολή του Γέρου όμως δεν άφηνε περιθώρια. Του έστησε παγίδα και αν αληθεύει το δημοτικό τραγούδι, η δολοφονία του προδότη έγινε ως εξής:
σκότωσαν τον καπετάν Νενέκο,
και τον Αγγελή Σκιαδά, (μάλλον συνοδός του Νενέκου)
Άι άτιμε Σαγιά σαν τους κάλεσες να βαφτίσουν το παιδί
αυτούς έφαγες μπαμπέσικα.
Πάντως, ο φόνος του Νενέκου τελείωσε οριστικά το προσκύνημα και η επανάσταση συνεχίστηκε.