Η ύψωση της πρώτης ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη έχει την δική της ιστορία, στην οποία εμπλέκεται λίγο ή πολύ και ο Πειραιάς μας, έστω κι αν δεν ήταν σχηματισμένος δήμος ακόμη.
Η Ακρόπολη παρέμενε μέχρι και τον Μάρτιο του 1833 υπό τον έλεγχο Τουρκικής Φρουράς, σε μια Αθήνα που ήταν όμως ελεύθερη. Οι ενέργειες του Καποδίστρια να γίνει η μεταβίβαση της Ακροπόλεως σε ελληνική δύναμη δεν είχαν φέρει αποτέλεσμα, αφού οι Τούρκοι κατά την προσφιλή τους συνήθεια ανέβαλαν την παράδοση. Οι διαπραγματεύσεις καρποφόρησαν με την άφιξη του Όθωνα και την παρέμβαση των Βαυαρών. Συμφωνήθηκε λοιπόν η Ακρόπολη να παραδοθεί σε Βαυαρούς.
Ένα βαυαρικό τάγμα κινείται από τις 15 Μαρτίου για τον σκοπό αυτό. Το Τάγμα αυτό φτάνει για στρατωνισμό στην Μονή Δαφνίου και στις 1 Απριλίου 1833 φτάνει στην Αθήνα, όπου και αντικρίζει ό,τι έχει απομείνει από αυτήν, δηλαδή ερείπια. Η μόνη αξιοπρεπής οικία που είχε διασωθεί ήταν του πρόξενου της Ρωσίας Παπαρρηγόπουλου στην Πλάκα, στην οποία διέμεινε ο Όθωνας, όταν εισήλθε στην Αθήνα. Όταν ενεφανίσθη το τάγμα στην πόλη, οι λιγοστοί κάτοικοι με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, στο ύψος του Θησείου, το υποδέχθηκαν με κλάδους ελαίας ενώ στους στρατιώτες έριχναν άνθη και κλαδιά δάφνης.
Για πρώτη φορά οι Βαυαροί στρατιώτες έκπληκτοι αντίκρισαν την Αθήνα. Τότε η πόλη της Αθήνας ήταν ακόμα περιτειχισμένη και είχε 5 πύλες. Πρώτη ήταν λεγομένη πύλη της Ελευσίνας κοντά στο Θησείο, δεύτερη πύλη στην Πατησίων, τρίτη η λεγομένη των Πέντε Αδελφών, τέταρτη πύλη η γνωστή μέχρι σήμερα Πύλη του Αδριανού και τέλος η λεγομένη πύλη του Φαλήρου δυτικά της Ακροπόλεως.
Πρέπει να πούμε ότι αντίθετα με ότι έχουμε στο μυαλό μας οι περισσότεροι, στην Ακρόπολη δεν ήταν υψωμένη η Τουρκική σημαία, η γνωστή σε όλους ερυθρά ημισέληνος, αλλά η πράσινη σημαία του Προφήτου, αφού ο Οθωμανικός στρατός ήταν μουσουλμανικός και όχι τουρκικός.
Η φτωχή και μόνη Ελλάδα, να θυμίσουμε πάλι γιατί πολλοί το έχουμε ξεχάσει, δεν επαναστάτησε κατά ενός κράτους, αλλά κατά μιας αυτοκρατορίας που εκπροσωπούσε σχεδόν όλους τους μουσουλμάνους και που αποτελούσαν τον τότε στρατό κατοχής. Αυτή η Οθωμανική Φρουρά της Ακρόπολης λοιπόν, αποτελούμενη από 250 μουσουλμάνους διαφόρων εθνικοτήτων είχε την όψη ληστών.
Το γνωρίζουμε αυτό, όπως και άλλες λεπτομέρειες, από το προσωπικό ημερολόγιο που κρατούσε ο Βαυαρός Ταγματάρχης Πάλλιγγεν (ή Πάλιγκαν) που γράφει ότι «τα ενδύματά των αν και ήσαν άθλια και τετριμμένα οι ίδιοι έφεραν μακρά ισπανικά τυφέκια, επάργυρα πιστόλια και πλατείαι μάχαιραι».
Ο τελευταίος φρούραρχος Τούρκος των Αθηνών ήτο ο Οσμάν Εφένδης, ο οποίος στις 09.00 το πρωί της 1ης Απριλίου 1833, παρέδωσε στους Βαυαρούς την Ακρόπολη και έγινε η ανταλλαγή των έγγραφων συμφωνιών. Οι Τούρκοι ήταν σκυθρωποί και θυμωμένοι και μετά βίας απέδωσαν στρατιωτικό χαιρετισμό στο εισερχόμενο εντός της Ακροπόλεως Βαυαρικό Τάγμα.
Ο Πάλιγγεν τη νύκτα της 1ης Απριλίου, όπως και το υπόλοιπο τάγμα, έστησαν τις σκηνές τους μέσα στην ακρόπολη και ο ίδιος μεταξύ πολλών γράφει:
«Την νύκτα η πανσέληνος επιχύσασα το μελιχρόν φως ανά την αττικήν και τα υπερήφανα ερείπια επαρουσίασε φαντασμαγορικήν εικόνα. Εγώ έστησα την σκηνήν μου υπό τας στήλας του Παρθενώνος. Τμήμα κίονος μοι εχρησίμευσεν ως προσκεφάλαιον και ψίαθος ως στρωμνή. Την νύκτα με ανοικτούς οφθαλμούς εθεώμην έκπληκτος να λαμβάνουν σάρκα όλοι οι πόθοι της νεότητός μου. Έβλεπον τον Περικλέα επί της Ακροπόλεως των Αθηνών, τον Σωκράτην μετά των μαθητών του, τον Δημοσθένην και τον Ευριπίδην εισερχομένους εις τον ναόν της Παλλάδος. Ούτω δια μιαν νύκτα έζησα μέσα εις τον κόσμον του αρχαίου ελληνικού βίου και η νυξ εκείνη υπήρξεν η ευτυχεστέρα της ζωής μου».
Και πολλοί άλλοι Βαυαροί που κρατούσαν ημερολόγια, περιγράφουν αναλόγως τις στιγμές εκείνες όπως ο Χριστόφορος Νεέζερ (1808 – 1883) –που ήταν τότε Υπολοχαγός βοηθός και αναπληρωτής του Ταγματάρχη Πάλιγκαν (απόγονοί του οι γνωστοί μας ηθοποιοί Μαρίκα και Χριστόφορος Νέζερ).
Όμως οι Βαυαροί, αν και εκπροσωπούσαν το νέο Ελληνικό Βασίλειο, δεν διακατέχονταν από ελληνικό αίσθημα και έτσι δεν σκέφτηκαν ότι όφειλαν να υψώσουν την Ελληνική Σημαία στις επάλξεις της Ακρόπολης. Αυτό όμως το αντιλήφθηκε ένας Χιώτης Καπετάνιος που ο Πάλιγγεν τον αναφέρει δυστυχώς απλά ως «Καπετάν Δημήτρης». Αυτός ο Χιώτης καπετάνιος, βλέποντας ότι στην Ακρόπολη δεν κυμάτιζε η Ελληνική Σημαία, πήγε στο πλοίο του που ναυλοχούσε στο λιμάνι του Πειραιά, έλαβε τη σημαία του πλοίου του, ανέβηκε στην Ακρόπολη και άρχισε να ικετεύει τους στρατιώτες, ώστε να γίνει η έπαρση της Σημαίας. Ο Πάλιγγεν γράφει ότι ο ίδιος απουσίαζε εκείνη την ώρα, αλλά ο Βαυαρός υπολοχαγός που τον αναπλήρωνε (πρόκειται για τον Νέζερ) βρήκε δικαιολογημένο το αίτημα του Χιώτη Πλοιάρχου. Πράγματι ο ίδιος ο Καπετάν Δημήτρης εκ Χίου ανύψωσε την σημαία του πλοίου του στον Παρθενώνα, ενώ ο γιος του που στέκονταν δίπλα του εφώναξε «Ζήτω η Ελλάς».
Η πρώτη ελληνική σημαία λοιπόν που υψώθηκε στην ελεύθερη Ακρόπολη ήταν στις 2 Απριλίου του 1833, εκ πλοίου ναυλοχούντος στο λιμάνι του Πειραιά, από Χιώτη Πλοίαρχο και επρόκειτο δια σημαία του εμπορικού μας ναυτικού. Τον ίδιο μήνα, Απρίλιο, αλλά μετά από 108 χρόνια, Γερμανοί θα εισβάλλουν (1941) για να κατεβάσουν αυτή την φορά από τον ιστό την ελληνική σημαία.