Μετά τη ναυμαχία του ελληνικού και τουρκικού στόλου στο Κάβο Ντόρο, τον Μάιο του 1825, ο ηττημένος τουρκικός στόλος κατέφυγε στη Σούδα. Η ελληνική πλευρά, υπό την καθοδήγηση του Ανδρέα Μιαούλη, πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίθεση στα τουρκικά πλοία, σημειώνοντας την τρίτη κατά σειρά επιτυχία. Η ναυμαχία της Σούδας, είχε στόχο να εμποδίσει τους Τούρκοαιγυπτίους να αποβιβαστούν στην Πελοπόννησο, όπου ο Ιμπραήμ είχε σκοπό να καταπνίξει την επανάσταση. Ήταν μια από τις τελευταίες μεγάλες ναυμαχίες του ελληνικού στόλου. Προς τιμή του Μιαούλη στήθηκε ένα μνημείο έξω από το ναύσταθμο της Κρήτης.
Το χρονικό της ναυμαχίας
Όσα τουρκικά πλοία διασώθηκαν από την επίθεση του ελληνικού στόλου στο στενό του Καφηρέα, στην Εύβοια, κινήθηκαν προς τη Σούδα, όπου υπήρχε τουρκικός ναύσταθμος. Η ναυτική δύναμη των Τούρκων είχε συγκεντρωθεί στο φυσικό λιμάνι με στόχο να μεταφερθούν στρατεύματα στην Πελοπόννησο. Ο Ανδρέας Μιαούλης, βρισκόταν στα Κύθηρα και παρακολουθούσε τις κινήσεις του εχθρού, προσπαθώντας να εμποδίσει την απόβαση στην Πελοπόννησο. Μαζί του ήταν και οι Γεώργιος Ανδρούτσος και Νικολής Αποστολής.
Στις 31 Μαΐου 1825, μόλις τα τουρκικά πλοία βρέθηκαν έξω από τη Σούδα, ο Ανδρέας Μιαούλης επιχείρησε να επιτεθεί στον εχθρικό στόλο. Γρήγορα οι τουρκικές δυνάμεις έφτασαν στο λιμάνι της Σούδας και ενώθηκαν με τον υπόλοιπο στόλο. Η ελληνική πλευρά, που μειονεκτούσε αριθμητικά, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει και να καταστρώσει διαφορετικό σχέδιο. Αυτή τη φορά ο Μιαούλης διέταξε να χρησιμοποιηθούν μόνο τα πυρπολικά. Στις 2 Ιουνίου 1825, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αναχώρησε με προορισμό την Πελοπόννησο. Ήταν η καλύτερη ευκαιρία. Μόλις τα εχθρικά πλοία απομακρύνθηκαν από το λιμάνι, ο ελληνικός στόλος επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στην είσοδο του όρμου.
Η ναυμαχία της Σούδας διήρκεσε ως το απόγευμα. Το πυρπολικό του Μιαούλη πέτυχε την ανατίναξη της τουρκοαιγυπτιακής κορβέτας «Ντζεϊλάν-Μπαϊρίν», καθώς και την καταστροφή άλλων πιο μικρών πλοίων. Ο υπόλοιπος στόλος αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει στο λιμάνι και να αναβάλει την απόβαση στην Πελοπόννησο. Το αρχικό σχέδιο των Ελλήνων ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή του αντιπάλου μέχρι τον τουρκικό ναύσταθμο, αλλά οι ζημιές που υπέστη τους ανάγκασε να επιστρέψουν στην Ύδρα και τις Σπέτσες για να επισκευάσουν τα πλοία.
Η έκκληση του Μιαούλη για ενίσχυση του στόλου με πυρπολικά
Ο Υδραίος ναύαρχος, μία μέρα μετά την ναυμαχία της Σούδας, έστειλε επιστολή στην ελληνική διοίκηση, ζητώντας την ενίσχυση του ελληνικού στόλου σε πυρπολικά. Η κοινή διαπίστωση όσων μάχονταν στη θάλασσα, ήταν ότι οι επιθέσεις με τα πυρπολικά ήταν οι μόνες αποτελεσματικές. Ο τουρκικός στόλος υπερείχε αριθμητικά του ελληνικού, οπότε τα πυρπολικά ήταν το μοναδικό πλεονέκτημα. Το οικονομικό κόστος, όμως, για την κατασκευή ικανοποιητικού αριθμού πυρπολικών ήταν βαρύ για τα δεδομένα της επανάστασης. Τα οικονομικά μέσα που διέθετε η κυβέρνηση από το δάνειο των Άγγλων, είχαν δαπανηθεί κατά τον εμφύλιο πόλεμο.
Η επιστολή του Μιαούλη στις 3 Ιουνίου 1825 γράφει:
«Βλέπετε, λοιπόν, πόση ανάγκη είναι να ετοιμασθούν και να κατασκευασθούν πολλότατα πυρπολικά. Όσον και αν κοστίζουν αυτά είναι το μόνον ισχυρόν όπλον της Ελλάδος κατά της Τουρκίας, μάλιστα εις τον εφετεινόν χρόνον. Ειδεμή, σας βεβαιώνω και η ευγενία σας το γνωρίζει πολλά καλά, ότι δεν μας οφελούν τίποτε όλων των εχθρικών στόλων αι τωριναί ζημίαι, όταν ημείς μίαν φοράν ευρεθώμεν χωρίς πυρπολικά ήγουν άοπλοι».
Η μάχη στη Σούδα ήταν η τελευταία μεγάλη στιγμή της επανάστασης στη Θάλασσα. Οι διχογνωμίες των Ελλήνων και ο διχασμός έδωσε στον Ιμπραήμ τη δυνατότητα να αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο, όπου έσπειρε τον τρόμο και ουσιαστικά κατέπνιξε την επανάσταση. Τα σχέδιά του θα είχαν ολοκληρωθεί στην στεριά, αν δεν ήταν υπερόπτης στη θάλασσα. Η ναυμαχία στο Ναβαρίνο γύρισε οριστικά τη σελίδα υπέρ των ελλήνων που σύντομα θα ζούσαν σε μια μικρή αλλά λεύτερη πατρίδα.
Μετά τη ναυμαχία του ελληνικού και τουρκικού στόλου στο Κάβο Ντόρο, τον Μάιο του 1825, ο ηττημένος τουρκικός στόλος κατέφυγε στη Σούδα. Η ελληνική πλευρά, υπό την καθοδήγηση του Ανδρέα Μιαούλη, πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίθεση στα τουρκικά πλοία, σημειώνοντας την τρίτη κατά σειρά επιτυχία. Η ναυμαχία της Σούδας, είχε στόχο να εμποδίσει τους Τούρκοαιγυπτίους να αποβιβαστούν στην Πελοπόννησο, όπου ο Ιμπραήμ είχε σκοπό να καταπνίξει την επανάσταση. Ήταν μια από τις τελευταίες μεγάλες ναυμαχίες του ελληνικού στόλου. Προς τιμή του Μιαούλη στήθηκε ένα μνημείο έξω από το ναύσταθμο της Κρήτης.
Το χρονικό της ναυμαχίας
Όσα τουρκικά πλοία διασώθηκαν από την επίθεση του ελληνικού στόλου στο στενό του Καφηρέα, στην Εύβοια, κινήθηκαν προς τη Σούδα, όπου υπήρχε τουρκικός ναύσταθμος. Η ναυτική δύναμη των Τούρκων είχε συγκεντρωθεί στο φυσικό λιμάνι με στόχο να μεταφερθούν στρατεύματα στην Πελοπόννησο. Ο Ανδρέας Μιαούλης, βρισκόταν στα Κύθηρα και παρακολουθούσε τις κινήσεις του εχθρού, προσπαθώντας να εμποδίσει την απόβαση στην Πελοπόννησο. Μαζί του ήταν και οι Γεώργιος Ανδρούτσος και Νικολής Αποστολής.
Στις 31 Μαΐου 1825, μόλις τα τουρκικά πλοία βρέθηκαν έξω από τη Σούδα, ο Ανδρέας Μιαούλης επιχείρησε να επιτεθεί στον εχθρικό στόλο. Γρήγορα οι τουρκικές δυνάμεις έφτασαν στο λιμάνι της Σούδας και ενώθηκαν με τον υπόλοιπο στόλο. Η ελληνική πλευρά, που μειονεκτούσε αριθμητικά, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει και να καταστρώσει διαφορετικό σχέδιο. Αυτή τη φορά ο Μιαούλης διέταξε να χρησιμοποιηθούν μόνο τα πυρπολικά. Στις 2 Ιουνίου 1825, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αναχώρησε με προορισμό την Πελοπόννησο. Ήταν η καλύτερη ευκαιρία. Μόλις τα εχθρικά πλοία απομακρύνθηκαν από το λιμάνι, ο ελληνικός στόλος επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στην είσοδο του όρμου.
Η ναυμαχία της Σούδας διήρκεσε ως το απόγευμα. Το πυρπολικό του Μιαούλη πέτυχε την ανατίναξη της τουρκοαιγυπτιακής κορβέτας «Ντζεϊλάν-Μπαϊρίν», καθώς και την καταστροφή άλλων πιο μικρών πλοίων. Ο υπόλοιπος στόλος αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει στο λιμάνι και να αναβάλει την απόβαση στην Πελοπόννησο. Το αρχικό σχέδιο των Ελλήνων ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή του αντιπάλου μέχρι τον τουρκικό ναύσταθμο, αλλά οι ζημιές που υπέστη τους ανάγκασε να επιστρέψουν στην Ύδρα και τις Σπέτσες για να επισκευάσουν τα πλοία.
Η έκκληση του Μιαούλη για ενίσχυση του στόλου με πυρπολικά
Ο Υδραίος ναύαρχος, μία μέρα μετά την ναυμαχία της Σούδας, έστειλε επιστολή στην ελληνική διοίκηση, ζητώντας την ενίσχυση του ελληνικού στόλου σε πυρπολικά. Η κοινή διαπίστωση όσων μάχονταν στη θάλασσα, ήταν ότι οι επιθέσεις με τα πυρπολικά ήταν οι μόνες αποτελεσματικές. Ο τουρκικός στόλος υπερείχε αριθμητικά του ελληνικού, οπότε τα πυρπολικά ήταν το μοναδικό πλεονέκτημα. Το οικονομικό κόστος, όμως, για την κατασκευή ικανοποιητικού αριθμού πυρπολικών ήταν βαρύ για τα δεδομένα της επανάστασης. Τα οικονομικά μέσα που διέθετε η κυβέρνηση από το δάνειο των Άγγλων, είχαν δαπανηθεί κατά τον εμφύλιο πόλεμο.
Η επιστολή του Μιαούλη στις 3 Ιουνίου 1825 γράφει:
«Βλέπετε, λοιπόν, πόση ανάγκη είναι να ετοιμασθούν και να κατασκευασθούν πολλότατα πυρπολικά. Όσον και αν κοστίζουν αυτά είναι το μόνον ισχυρόν όπλον της Ελλάδος κατά της Τουρκίας, μάλιστα εις τον εφετεινόν χρόνον. Ειδεμή, σας βεβαιώνω και η ευγενία σας το γνωρίζει πολλά καλά, ότι δεν μας οφελούν τίποτε όλων των εχθρικών στόλων αι τωριναί ζημίαι, όταν ημείς μίαν φοράν ευρεθώμεν χωρίς πυρπολικά ήγουν άοπλοι».
Η μάχη στη Σούδα ήταν η τελευταία μεγάλη στιγμή της επανάστασης στη Θάλασσα. Οι διχογνωμίες των Ελλήνων και ο διχασμός έδωσε στον Ιμπραήμ τη δυνατότητα να αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο, όπου έσπειρε τον τρόμο και ουσιαστικά κατέπνιξε την επανάσταση. Τα σχέδιά του θα είχαν ολοκληρωθεί στην στεριά, αν δεν ήταν υπερόπτης στη θάλασσα. Η ναυμαχία στο Ναβαρίνο γύρισε οριστικά τη σελίδα υπέρ των ελλήνων που σύντομα θα ζούσαν σε μια μικρή αλλά λεύτερη πατρίδα.