Ο πόλεμος μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας και η νίκη της δεύτερης οδήγησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις να δώσουν την Κρήτη πάλι στην Τουρκία.
Εξόριστοι Κρήτες οπλαρχηγοί με αρχηγό το Χαιρέτη κατέβηκαν στην Κρήτη και κήρυξαν επανάσταση στις 22 Φεβρουαρίου 1841. Έγιναν φονικές μάχες αλλά η επανάσταση χωρίς βοήθεια έσβησε και οι αγωνιστές πήραν πάλι το δρόμο της προσφυγιάς.
Θα γράψει αργότερα πολύ ο Γιάννης Ρίτσος τους παρακάτω στίχους που εκφράζουν ακριβώς το πνεύμα και το όραμα των Κρητικών…
«…Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό.
Αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω απ’ τα ξένα βήματα.
Αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο.
Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο… «
Ας δούμε όμως το ιστορικό πίσω απ αυτήν την νέα επανάσταση των Κρητών…
Το πολιτικοδιπλωματικό και στρατιωτικό πλαίσιο εκδήλωσής της, ήταν η νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, που άρχισε τον Ιούνιο του 1839 όταν οι στρατιωτικές δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ηττήθηκαν από τις υπερέχουσες του Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου, στο Νεζίπ. Το ενδεχόμενο προέλασης των Αιγυπτιακών στρατευμάτων στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέσα από τη Συρία ανησύχησε τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις οι οποίες θέλησαν να παρέμβουν διπλωματικά και στρατιωτικά με σκοπό τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ελληνική εξωτερική πολιτική δεν έμεινε ανεπηρέαστη από την όλη κατάσταση. Αρχικά επιδιώχθηκε να αποσπασθεί η Κρήτη από την τουρκική κυριαρχία και τον αιγυπτιακό έλεγχο με διπλωματικά μέσα, ενώ στη συνέχεια δεν αποκλείσθηκε το ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης με την Τουρκία. Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος αναπτέρωνε τις ελληνικές ελπίδες και το λαϊκό συναίσθημα για την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων:
Η Κρητική Επανάσταση του 1841 είναι η πιο ισχυρή απόδειξη. Πρόδρομες προσπάθειες έγιναν σε διπλωματικό επίπεδο από την Επιτροπή των εξορίστων Κρητικών προς την Αγγλία στο τέλος του 1838 όταν κατέθεσε σχετικό αίτημα για να καταληφθεί «προσωρινά» το νησί από αυτήν ή και να συσταθεί αγγλικό προτεκτοράτο. Νέες εκκλήσεις απευθύνθηκαν προς τις μεγάλες δυνάμεις στις 10 Αυγούστου 1839 και πάλι, προς την Αγγλία, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Η ελληνική κυβέρνηση θα συνάψει όμως εμπορική συμφωνία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και θα αποδυναμώσει ενέργειες που θα προωθούσαν την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος. Η συνθήκη του Λονδίνου (3/15 Ιουλίου 1840) η οποία υπογράφτηκε ανάμεσα σε Αγγλία, Ρωσία, Αυστρία και Πρωσσία, προέβλεπε την απομάκρυνση του Μωχάμετ Άλυ από την Κρήτη και την επαναφορά της σουλτανικής κυριαρχίας.
Πριν υπογραφεί η οριστική μεταβίβαση του νησιού στους Τούρκους, εξόριστοι Κρητικοί στην Ελλάδα, όπως ο Β. Χάλης, Ι. Κουμής, Εμμανουήλ Πατέλαρος ,Αναγνώστης Τσουδερός, Εμμανουήλ Δεικτάκης και οι αδελφοί Χαιρέτη, και μαζί τους ο νεαρός τότε Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, αφού συνεννοήθηκαν με Κρητικούς οπλαρχηγούς έφθασαν στο νησί στα τέλη του 1840. Λίγο μετά, στις 22 Φεβρουαρίου 1841, κήρυξαν την επανάσταση.
Τα Σφακιά παραμένουν ένας τόπος « βραχνάς » για τους Τούρκους …
Λίγο πριν ξεσπάση η νέα επανάσταση, οι πασάδες της Κρήτης ξέροντας ότι μόνο με αποδυνάμωση των Σφακιανών θα βρουν ησυχία, έλαβαν διάφορα μέτρα που αποσκοπούσαν να μειώσουν την δύναμη των Σφακιανών, βέβαια χωρίς να φαίνεται ο πραγματικός σκοπός, ώστε να γίνει αντιληπτό. Τι έκαναν λοιπόν· πρώτα έδωσαν εξουσία στις κεφαλές των Σφακιών να επεμβαίνουν στα πράγματα των κατωμεριτών ως συμβιβαστές στις αντιδικίες τους. Ένα άλλο μέτρο που εφάρμοσαν ήταν να καταργήσουν για τους Σφακιανούς το «Νόμο του Πλησιαστού»· αυτός ο νόμος όριζε ότι μόνο ο γείτονας μπορούσε να αγοράσει περιουσία που πουλιόταν, έτσι οι Σφακιανοί πλέον μπορούσαν να αγοράζουν γη στα κατωμέρια. Με την κατάργηση του νόμου αθρόα οι Σφακιανοί άρχισαν να μετακινούνται προς τα πεδινά χωριά.
Όμως με το δυναμισμό τους οι Σφακιανοί και με την φυσική παρουσία τους δημιουργούσαν όπου πήγαιναν μικρά καινούργια Σφακιά τα οποία μπόλιαζαν τους Καμπίτες. Ουσιαστικά το μέτρο γύρισε εναντίων του κατακτητή, γιατί μπορεί να λιγόστευαν οι άνδρες στα Σφακιά, αλλά στα κατωμέρια αύξαναν με γεωμετρική πρόοδο, αφού και αυτοί έπρεπε να γίνουν ισάξιοι με τους εποίκους. Κι εδώ συναντάμε τον Ανωγειανό ήρωα Αριστείδη Χαιρέτη που προετοιμάζοντας μαζί με όσους προαναφέρθηκαν την επανάσταση στην Αθήνα, κατεβαίνουν στην Κρήτη.
Αρχικά ο Τούρκος διοικητής θέλησε να διαπραγματευθεί με τους επαναστάτες, στη συνέχεια όμως έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις στα επαναστατικά κέντρα και κατόρθωσε να καταστείλει την εξέγερση λίγους μήνες αργότερα. Στις συμπλοκές που έγιναν στο Πρόβαρμα, στο Βαφέ, στο Ξυδά, στις Βρύσες της Πεδιάδος, οι ελληνικές απώλειες ήταν σημαντικές. Αβοήθητοι οι επαναστάτες από το Ελληνικό κράτος και υπό την πίεση των ξένων Δυνάμεων αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα και οι κυριότεροι από τους αρχηγούς να καταφύγουν στην Ελλάδα μαζί με πολλά γυναικόπαιδα
Στις 18 Νοεμβρίου 1840 ο Χαιρέτης με 65 άνδρες και λίγα πολεμοφόδια αποβιβάστηκαν στο Λουτρό. Οι Σφακιανοί τους υποδέχθηκαν και τους φιλοξένησαν επί μήνες. Ο Μουσταφά πασάς αποστέλλει στα Σφακιά τον τότε σύμβουλο των Σφακίων Ανδρέα Κοπάση να τους μιλήσει να μην συμμετάσχουν στην επανάσταση. Ο Κοπάσης έφθασε στα Σφακιά το Δεκέμβριο και χρονοτριβώντας έμεινε ένα μήνα· ήταν εποχή των γιορτών των Χριστουγέννων. Κατόπιν επιστρέφοντας στα Χανιά μετέφερε στον πασά ότι οι συντοπίτες του είναι ανένδοτοι.
Οι Σφακιανοί απαιτούν με έγγραφο από τους επαναστάτες να σταθούν κοντά τους στις μάχες και όχι αφού ξεκινήσουν να τους αφήσουν πάλι μόνους να πολεμούν την Τουρκιά. Την επόμενη μέρα της αρχής της επανάστασης το μήνυμα του αρχηγού Αριστείδη Χαιρέτη προς όλους τους καπεταναίους του νησιού οι οποίοι και το υπέγραψαν είναι χαρακτηριστικό:
«Βλέπομεν, συμπατριώται, ότι έφθασε η ώρα να λάβωμεν και τετάρτην φοράν τα όπλα προς ανάκτησιν της ελευθερίας μας… Ηξεύρετε ότι άνευ των Σφακίων ποτέ επανάστασις εν Κρήτη δεν έγινεν και δεν γίνεται… Ηξεύρετε συμπατριώται, ότι οι Σφακιανοί απέκτησαν δικαιώματα εφ όλης της Κρήτης, διότι πανταχού κατέβρεξαν αυτήν με τα αίματα των, όπερ δεν έπραξαν άλλοι….υψώνομεν ήδη πρώτοι την σημαίαν μας, καθώς και εις τας άλλας επαναστάσεις και χαιρετίζομεν αυτήν. Αλλά και υμείς πρέπει να μας ακολουθείτε όλοι μέχρι θανάτου και να μην μας εγκαταλείψητε να πολεμούμεν μόνοι όλην την Τουρκιά, ως πάντοτε το παθαίνομεν… Σφακιά 23 Φεβρουαρίου 1841».
Η προκήρυξη αναφέρει ακόμα: «…Κηρύττομεν ότι παρά να έλθωμεν και δευτέραν φοράν εις τον τουρκικόν ζυγόν υπό τον οποίον η τιμή των τέκνων μας ασυστόλως παρεβιάζετο, είδομεν χιλιάδας αδελφών σφαγέντας ως κτήνη, η περιουσία και οι κόποι μας εχρησίμευον ως τροφή της οκνηρίας, της ανομίας και της σκληρότητας, προτιμούμεν κάλλιον να κατέβωμεν όλοι μέχρις ενός εις τον άδην αποθνήσκοντες τον ένδοξον υπέρ της πατρίδος θάνατον παρά να ζώμεν ζωήν άτιμον και επονείδιστον. Είναι ίδιον προγονικόν του Έλληνος να μάχηται, να νικά και να αποθαίνει ακόμη, αν είναι χρεία υπέρ της ελευθερίας και ευνομίας. Και η προκήρυξη τελειώνει με την επίκληση: Συμπατριώται Κρήτες, η κίνησίς μας είναι ευλογημένη υπό του Θεού. Συνεπώς Θεός καί άνθρωποι μας βοηθούσι, καί ούτω ουδείς θα δυνηθεί να αντισταθεί εις ημάς».
Η σημαία της επανάστασης υψώθηκε τελικά στις 22 Φεβρουαρίου 1841. Αρχηγός των ανατολικών επαρχιών ήταν ο Βασιλογιώργης από το τότε χωριό του Λασιθίου Γεροντομουρί, δηλαδή το σημερινό Άγιος Χαράλαμπος. Στις δυτικές επαρχίες αρχηγοί ήταν οι δύο αδελφοί Χαιρέτη. Τέσσερις μέρες πριν την επανάσταση, στις 18 δηλαδή του Φλεβάρη, ο Τούρκος Διοικητής του νησιού Μουσταφά Πασάς γνωστός από παλαιότερα για τις καταπιέσεις και αυθαιρεσίες του, στέλνει προκήρυξη με στοιχεία εφησυχασμού, αλλά και απειλής προς τους ιερείς, καπεταναίους, προεστούς και λοιπούς κατοίκους του νησιού, στην οποία διαβάζουμε μεταξύ των άλλων:
«Πληροφορούμαι ότι οι νεοφερμένοι ταραχοποιοί δεν λείπουν με λόγους ανύπαρκτους να πασχίζουν να ταράξουν την κοινήν ησυχίαν της Κρήτης, ως σας εφανέρωσα και εις την πρώτην προκήρυξιν μου. “Ένεκα τούτου έκρινα πάλιν χρέος μου να σας στείλω και δευτέραν μου προκήρυξιν, όπου και με αυτήν να καταλάβετε την αλήθειαν και να μην απατηθεί κανείς από τους λόγους των, και ύστερα να μετανοεί…
Δια τούτο αμέσως οι Πρόξενοι ήλθαν επίτηδες και με είπαν τα ανόητα και απάνθρωπα κινήματα αυτών των ταραχοποιών … απεφάσισαν και επήγαν προς αντάμωσίν των δια να τους κάμουν να παύσουν και να φύγουν δια να μην ακολουθήσει κακόν εις αυτούς, και αν δεν εισακούσουν, το κρίμα εις τον λαιμόν τους, δηλαδή να τους κτυπήσω καθώς τους πρέπει, αυτό δε μου το έδωσαν οι Πρόξενοι εγγράφως και ηξεύρετέ το.
Δια τους νεοφερμένους, οποίος θέλει να έλθει προς εμέ δια να ησυχάσει πάνω εις τον τόπον ως υπήκοος μου, έχει το ελεύθερον και τον δέχομαι, τους οποίους θα μεταχειρίζομαι ως και τους λοιπούς κατοίκους του νησιού.΄Αν όμως δεν υπακούσουν αλλά καταγίνονται εις τα ίδια, ας ηξεύρουν καλώτατα ότι μετά τέσσερις ήμερες από την ημέραν του φθασίματος της παρούσης μου όπου τους δίδω διορίαν αν δεν φύγουν από το νησί, να είναι βέβαιοι ότι θα πάθουν τόσον κακόν όσον οι ίδιοι δεν το ελπίζουν».
Αλλά και ο ρόλος των Προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων, ήταν επίσης αρνητικός και σκοτεινός. Με προκήρυξή τους καλούσαν τους επαναστάτες να διαλυθούν και να εγκαταλείψουν την Κρήτη για να αποφευχθούν επιζήμιες ταραχές στον τόπο και σ’ αυτούς τους ίδιους. Τους προειδοποίησαν μάλιστα ότι σε περίπτωση που θα αρνηθούν να συμμορφωθούν προς τις υποδείξεις των Πρόξενων η ευθύνη θα βάρυνε αυτούς για όσα δεινά θα επακολουθούσαν.
Οι επαναστάτες δηλαδή δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο την αντίδραση των Τούρκων αλλά και την εχθρότητα των Προξένων για τους δικούς τους ο καθένας λόγους. Παρά την αντίδραση και αποδοκιμασία του νέου αγώνα απ’ όλες τις πλευρές δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια τους. Με νεότερη προκήρυξή τους υπενθυμίζουν τον ιερό σκοπό για τον οποίο είχαν κατεβεί στην Κρήτη και την τραγική θέση των υπόδουλων Κρητών. Με την προκήρυξη αυτή επιβεβαιώνεται ακόμα ότι παραμένουν ακλόνητοι και σταθεροί στην απόφαση τους, να βοηθήσουν με οποιοδήποτε τίμημα στην απελευθέρωση του νησιού.
Το πείσμα των επαναστατών και η άρνηση τους να καταθέσουν τα όπλα όπως απαιτούσε ο Πασάς, στάθηκε η αφορμή για ένα νέο σκληρό και αιματηρό αγώνα Φονικές μάχες λαμβάνουν χώρα στα χωριά Πρόβαρμα, Βρύσες και Βάφε Αποκορώνου. Τις επιχειρήσεις στις ανατολικές επαρχίες διηύθυνε ο σερασκέρης του Ηρακλείου Χαφίζ Πασάς με τον Ρεσίντ Πασά. Ξεκίνησαν από το Ηράκλειο με δύναμη 3000 ανδρών που υποστηριζόταν από ιππικό και πυροβολικό και κτύπησαν το Βασιλογιώργη που βρισκόταν οχυρωμένος γύρω από την περιοχή του Ξυδά.
Σε μια πεισματώδη μάχη που κράτησε 5 ώρες, οι σκοτωμένοι και πληγωμένοι Τούρκοι έφτασαν τους 150. Από την πλευρά των Χριστιανών οι πληγωμένοι και σκοτωμένοι έφτασαν τους 28. Μεταξύ αυτών και ο οπλαρχηγός της Μεσαράς Μανόλης Παπαδάκης. Μπροστά στον τουρκικό κίνδυνο που γινόταν συνεχώς μεγαλύτερος από τις νέες τουρκικές ενισχύσεις, οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς την πλευρά της Κασταμονίτσας και στη συνέχεια στα υπερκείμενα Λασιθιώτικα βουνά.
Σε λίγες μέρες σημειώθηκαν και νέες συγκρούσεις μεταξύ Τούρκων και επαναστατών στις περιοχές Μοχού και Κρασί όπου είχαν αποσυρθεί οι επαναστάτες, χωρίς όμως ιδιαίτερη σημασία. Η έλλειψη πολεμοφοδίων, όπως συνέβαινε σε κάθε επανάσταση, η αντίδραση των Μ. Δυνάμεων, η μη ορθή εκτίμηση των περιστάσεων, αλλά και η αδρανοποίηση τμήματος του λαού της Κρήτης που έκρινε ότι η επανάσταση δεν ήταν ώριμη και θα επέσυρε σοβαρά αντίποινα από πλευράς των Τούρκων, διαμόρφωναν κλίμα που δεν ευνοούσε καθόλου τη συνέχιση της.
Η Ελληνική κυβέρνηση επίσης βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία να βοηθήσει την Κρήτη. Έτσι, για μια ακόμη φορά οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν, οι πόθοι τους για ελευθερία έμειναν ανεκπλήρωτοι και νέα δεινά επισωρεύτηκαν στον υπόδουλο Κρητικό λαό. Η επανάσταση έτσι άρχισε να χάνει έδαφος και η συνέχιση του αγώνα απέβαινε μάταιη. Πολλοί Οπλαρχηγοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν και πάλι στην ελεύθερη Ελλάδα αφού πρώτα συνέταξαν και υπέβαλαν εκτενές υπόμνημα προς τον Βασιλιά της Γαλλίας, την Βασίλισσα της Αγγλίας και τον Αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών που για μια ακόμη φορά ζητούσαν την επέμβαση τους. Το υπόμνημα όμως αυτό δεν έτυχε καμιάς ανταπόκρισης.
Όμως παρά τις φιλότιμες προσπάθειες λίγων αγωνιστών και χωρίς την στήριξη της μητέρας πατρίδας η επανάσταση εξασθένησε και οι αγωνιστές πήραν πάλι το δρόμο της προσφυγιάς. Έτσι έληξε ένα ακόμα σκίρτημα λευτεριάς της Κρήτης,
Ιστορία της Κρήτης, Θεοχάρης Δετοράκης, 1990