Σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου, γίνονταν επαναστατικές προετοιμασίες αρκετούς μήνες πριν την επίσημη κήρυξη της Επανάστασης. Στην Πάτρα από τον Φεβρουάριο του 1821 οι Πατρινοί είχαν αρνηθεί να πληρώσουν τους φόρους και άρχισαν να κυκλοφορούν στην πόλη ένοπλοι. Για την ολιγοήμερη και ώριμη φάση της εξέγερσης ελάχιστα αναφέρουν οι Έλληνες ιστορικοί και απομνημονευματογράφοι. Ακόμη και ο αυτόπτης Παλαιών Πατρών Γερμανός δίνει μόνο το περίγραμμα των γεγονότων στα ενθυμήματά του.
Αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης στα Καλάβρυτα που γενικεύτηκε στις 21 Μαρτίου του 1821 με την κατάληψη της πόλης, άρχισε να εκδηλώνεται ένας έντονος αναβρασμός στην πόλη της Πάτρας με απειλές κατά των Ελλήνων. Στις 22 Μαρτίου (κατ΄ άλλους στις 23), Τούρκοι εξαγριωμένοι, αφού μετέφεραν την προηγουμένη τις οικογένειές τους στο κάστρο της πόλης και ενισχυόμενοι από 150 ομοεθνείς τους από το φρούριο του Ρίου, σκότωσαν έναν ρακοπώλη. Μετά ξεχύθηκαν στην πόλη και πυρπόλησαν την οικία του προεστού Ι. Παπαδιαμαντοπούλου βάζοντας φωτιά και στα γύρω οικήματα και τρομοκρατώντας τον ελληνικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα τα κανόνια του κάστρου άρχισαν να βάλουν κατά του μητροπολιτικού ναού και άλλων σημείων της Άνω πόλης με αποτέλεσμα ν΄ ακολουθήσει χάος.
Τότε βρίσκονταν στην Πάτρα πολλοί Επτανήσιοι, μεταξύ των οποίων και Φιλικοί. Αυτοί βλέποντες τις φλόγες και τους πυροβολισμούς οπλίστηκαν και οχυρώθηκαν σε διάφορα μέρη. Μερικοί, μαζί με Πατρινούς, προχώρησαν προς την περιοχή Τάσι, όπου συνήθως μαζεύονταν Τούρκοι. Εκεί συγκρούστηκαν για πρώτη φορά και σκοτώθηκε ο Κεφαλλονίτης Βασίλης Ορκουλάτος. Από εκεί αποσύρθηκαν προς την ενορία του Αγ. Γεωργίου. Από το βράδυ της ίδιας μέρας άρχισαν να αποσύρονται προς τα πλοία οι πρόξενοι ευρωπαϊκών κρατών για να σωθούν από την οργή των Τούρκων. Αυτές τις ημέρες έδρασε ως επικεφαλής ομάδας ενόπλων και ο Παναγιώτης Καρατζάς, έμπιστος του πλούσιου εμπόρου και Φιλικού Ι. Παπαδιαμανατόπουλου και διακριθείς για την ανδρεία και τον πατριωτισμό του. Αυτός, θέλοντας να δώσει χρόνο στους Πατρινούς να απομακρύνουν τις οικογένειες και τα πράγματά τους, συνεννοήθηκε με τους Επτανήσιους Βαγγέλη Λιβαδά (έμπορο), Νικόλαο Γερακάρη (φαρμακοποιό) και άλλους, και το βράδυ βγήκαν στους δρόμους καλώντας τον κόσμο σε επαγρύπνηση, ώστε οι Τούρκοι να νομίσουν ότι οι Έλληνες είναι πολλοί και σε επιφυλακή και να μήν τολμήσουν νυχτερινή έφοδο. Ο άμαχος πληθυσμός, κυρίως γυναικόπαιδα, έτρεχε στη «Ντογάνα» (=Τελωνείο) μπαίνοντας στη θάλασσα μέχρι το λαιμό ζητώντας να σωθεί από τα ελλιμενισμένα εκεί πλοία.
Την επόμενη μέρα (22 Μαρτίου, κατ’ άλλους στις 24 Μαρτίου)
οι Τούρκοι βρέθηκαν όλοι συγκεντρωμένοι στο κάστρο της Πάτρας, απ’ όπου κανονιοβολούσαν την πόλη. Σύντομα, οι σημαντικοί Αχαιοί της γύρω περιοχής άρχισαν να εισέρχονται στην πόλη με όσους οπλοφόρους μπόρεσε να συγκεντρώσει ο καθένας. Πρώτος εισήλθε περί το μεσημέρι ο Παπαδιαμαντόπουλος και μετά από αυτόν ο Ανδρέας Λόντος με κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό. Κατά τον Τρικούπη την ίδια ημέρα εισήλθαν στην Πάτρα και ο Π. Πατρών Γερμανός, ο επίσκοπος Κερνίτσης (Καλαβρύτων), ο Ζαΐμης και ο Ρούφος, ακολουθούμενοι από πλήθος οπλοφόρων και ροπαλοφόρων. Με την είσοδό τους οι Πατρινοί και άλλοι Έλληνες ζητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό «Ζήτω η ελευθερία, ζήτωσαν οι αρχηγοί, και εις την Πόλιν να δώση ο Θεός».
Με ιδιαίτερη ζωντάνια και υποβλητικότητα τις δραματικές εκείνες εξελίξεις που συνέβαιναν στην Πάτρα περιγράφει στο ημερολόγιό του ο εκεί τότε πρόξενος της Γαλλίας Ούγος Πουκεβίλ (αδελφός του Φρανσουά Πουκεβίλ). Μόνο ως προς την ημερομηνία έναρξης των γεγονότων έχει υπάρξει διαφωνία με τους ιστορικούς. Γράφει λοιπόν ο Πουκεβίλ:
«Πάτρα 4 Απριλίου, (δηλαδή 23 Μαρτίου 1821), το βράδυ στις 6. Η φωνή της ελευθερίας ακούεται, φωτιά έχει αρχίσει μέσα στην πόλη… Ο αέρας που σπρώχνει τις φλόγες, μας απειλεί με γενική πυρκαϊά! Ο ήλιος έχει δύσει μέσα από ένα πέπλο κοκκινωπών καπνών… Ο πάταγος των σπιτιών, που γκρεμίζονται, οι αλλεπάλληλες κανονιές από το κάστρο, το σφύριγμα και η έκρηξη μερικών βομβών, οι φωνές των γυναικών και παιδιών, πάνω από 500, που έχουν προσφύγει στο γαλλικό προξενείο, σκορπίζουν παντού την σύγχυση και τον τρόμο. Ο ουρανός, σαν πύρινος θόλος μας φωτίζει με ένα φως μαυροκίτρινο. Η ταραγμένη θάλασσα μοιάζει να κυλά κύματα από αίμα, και το μεγαλύτερο μέρος από τα πλούτη της Πάτρας συσσωρεύονται στα δωμάτιά μου».
Στο μεταξύ ο Νικόλαος Λόντος κάλεσε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό που ήταν στα Καλάβρυτα, καθώς και όλους τους οπλαρχηγούς της περιοχής, να σπεύσουν με τις ομάδες τους προς βοήθεια των Πατρινών. Έτσι τις ημέρες που ακολούθησαν κατέφθασαν στην Πάτρα οι πρόκριτοι με τις ομάδες τους (Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, Ανδρέας Λόντος, Μπενιζέλος Ρούφος, Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, Επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων Προκόπιος) και ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄ επικεφαλής πολυάριθμων επαναστατών, περίπου 1.000, όπου ο τελευταίος, στήνοντας έναν ξύλινο σταυρό στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου (Β.Α. της οποίας υπήρχε τότε ναός του Αγίου Γεωργίου), όρκισε τους παραπάνω αγωνιστές.
Ακολούθησε η στενή πολιορκία του κάστρου της Πάτρας, στην οποία και διακρίθηκαν εκτός των παραπάνω αγωνιστών οι Πατρινοί Π. Καρατζάς, οι αδελφοί Κουμανιώτες, ο Νικόλαος Λόντος, οι Καλαμογδάρτες κ.ά.
Καταστολή της εξέγερσης
Λίγες μέρες αργότερα στις 3 Απριλίου (Κυριακή των Βαΐων) και με υπόδειξη του Άγγλου προξένου, κατέφθασε στην Πάτρα ο Τούρκος στρατηγός Γιουσούφ Σέρεζλης ο οποίος και έλυσε την πολιορκία που επιχειρούσαν οι Έλληνες στο κάστρο, ενώ ακολούθησε αυτόν στη συνέχεια ο Μουσταφά μπέης που κατευθύνθηκε προς το Αίγιο και την Τριπολιτσά. Στη συνέχεια ο Γιουσούφ κατέστρεψε και λεηλάτησε την Πάτρα.
Μετά την καταστολή της εξέγερσης δεν ακολούθησε καμία άλλη τοπική δραστηριότητα ή οργάνωση του Αγώνα στην περιοχή τόσο της πόλης όσο και ευρύτερα, στην Αιγιάλεια και τα Καλάβρυτα (περιοχές που ήταν ήδη ελεύθερες). Το δε Αχαϊκόν Διευθυντήριον, (η πρώτη επαναστατική Αρχή της Αχαΐας,που συγκροτήθηκε στις 26 Μαρτίου με σκοπό την φροντίδα του επαναστατικού αγώνα στη ΒΔ. Πελοπόννησο) επισκιάσθηκε από την Πελοποννησιακή Γερουσία. Εικάζεται ότι αμέσως μετά τα παραπάνω συμβάντα θα έφθασε στο Ρωσικό Προξενείο της Πάτρας είδηση περί της αποκήρυξης του Αλέξανδρου Υψηλάντη από τον Τσάρο καθώς και ο αφορισμός του από τον Πατριάρχη, από την οποία να προκλήθηκε απογοήτευση και ανησυχία, που όμως, όπως αποδείχθηκε, γρήγορα ξεπεράστηκαν από την ορμή που είχαν πάρει ήδη οι επαναστατικές κινητοποιήσεις.
Επαναλήφθηκαν κάποιες περιορισμένες χρονικά πολιορκίες του κάστρου μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Στη συνέχεια ακολούθησαν τον επόμενο χρόνο εντονότερα γεγονότα από τον Θ. Κολοκοτρώνη, που αφορούσαν την ευρύτερη περιοχή και όχι το κάστρο.
Γεγονός είναι ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επιθυμούσε μετά την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς την απελευθέρωση ολόκληρης της Πελοποννήσου και βέβαια της Πάτρας. Η κυβέρνηση ήθελε να τον ορίσει αρχηγό της πολιορκίας, αλλά οι τοπικοί άρχοντες δεν το δέχονταν. Όμως, τον χρειάστηκαν τον Φεβρουάριο του 1822, όταν ο τουρκικός στόλος αποβίβασε χιλιάδες στρατό στην πόλη της Πάτρας. Γρήγορα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συγκέντρωσε 6.000 στρατό και κατάφερε να περιορίσει όλους τους Τούρκους στο κάστρο, στην περίφημη μάχη του Γηροκομείου.
Το οριστικό τέλος της πολιορκίας έφερε η ήττα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στο Πέτα και η εκστρατεία του Δράμαλη στην Πελοπόννησο.
Κατόπιν αυτών η Πάτρα, αν και επαναστάτησε σχεδόν πρώτη, παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Οθωμανών σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, μέχρι τις 7 Οκτωβρίου 1828, οπότε παραδόθηκε από τους Τούρκους, τελευταία, στο γαλλικό στράτευμα του Ν. Μαιζών.
Προς τιμή του Παλαιών Πατρών Γερμανού Γ΄ έχει ανεγερθεί σπουδαίος ανδριάντας του επί μαρμάρινου βάθρου στην πλατεία Ψηλά Αλώνια της Πάτρας.