Διαβάζετε τώρα
25 Φεβρουαρίου 1826. Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου

25 Φεβρουαρίου 1826. Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου

Οι Τούρκοι κυριεύουν τη νησίδα Βασιλάδι, προπύργιο του Μεσολογγίου, σφίγγοντας τον κλοιό γύρω από την Πόλη, που θ’ αντέξει ενάμισι μήνα ακόμη.

Τρία χρόνια μετά από την αποτυχημένη απόπειρα του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη να καταλάβουν το Μεσολόγγι, ο σουλτάνος αποφάσισε να κάνει μια δεύτερη προσπάθεια. Η πόλη βρισκόταν σε πολύ στρατηγικό σημείο και δεν ήταν δυνατόν να την αφήνουν στα χέρια των επαναστατών.

Ανέθεσε και πάλι στον νικητή της Μάχης του Πέτα, Κιουταχή, να καταλάβει την πόλη, συνδυάζοντας αυτή τη φορά την επιχείρηση με την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Με μια πανίσχυρη στρατιά 20.000 στρατιωτών, ο Κιουταχής ξεκίνησε από τα Τρίκαλα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1825 με προορισμό το Μεσολόγγι, όπου έφτασε στις 15 Απριλίου του 1825.

Αμέσως άρχισε την πολιορκία της πόλεως, η οποία μπορεί να χωρισθεί σε δύο περιόδους: α) 15 Απριλίου έως 12 Δεκεμβρίου 1825 και β) 25 Δεκεμβρίου 1825 έως τις 11 Απριλίου 1826. Χωρίς σημαντική βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, λόγω του εμφυλίου πολέμου, και έχοντας να αντιμετωπίσουν υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, οι 12.000 ψυχές του Μεσολογγίου αντιστάθηκαν καρτερικά επί ένα χρόνο.

Από τον Απρίλιο ως το Δεκέμβριο του 1825 κράτησε η πρώτη φάση της πολιορκίας, κατά την οποία το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε μόνο από τις δυνάμεις του Κιουταχή και στο διάστημα αυτό οι Τούρκοι έφτασαν σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από το τείχος.

Μια ισχυρή επίθεση του Κιουταχή στις 21 Ιουλίου 1825 απέτυχε και τρεις μέρες αργότερα μια ελληνική νυκτερινή αντεπίθεση προκάλεσε σοβαρότατες απώλειες στο τουρκικό στρατόπεδο. Στο μεταξύ ελληνικά πλοία υπό τον Μιαούλη είχαν διασπάσει το θαλάσσιο αποκλεισμό και είχαν εφοδιάσει τους πολιορκουμένους με τροφές και πολεμοφόδια, Στα τέλη του Ιουλίου, 1000 ρουμελιώτες πολεμιστές υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ενίσχυσαν την άμυνα του Μεσολογγίου, ενώ στις 5 Αυγούστου ο Κίτσος Τζαβέλλας, επικεφαλής δυνάμεως Σουλιωτών πολεμιστών, εισήλθε στην πόλη, αναπτερώνοντας το ηθικό των πολιορκουμένων.

Μετά τις άκαρπες επιθέσεις του ο Κιουταχής αποσύρθηκε στις γύρω υπώρειες και κατά διαστήματα βομβάρδιζε την πόλη, χωρίς όμως την ασφυκτική πίεση των πρώτων μηνών.

Το φρούριο της πόλεως μετά την πρώτη πολιορκία είχε βελτιωθεί. Η τάφρος έγινε βαθύτερη, ο μικρός περίβολος ενισχύθηκε με πύργους και πολύγωνα προτειχίσματα, πάνω στα οποία τοποθετήθηκαν 48 τηλεβόλα και 4 βομβοβόλα. Η νησίδα Βασιλάδι, μεταξύ της λιμνοθάλασσας και της θάλασσας, έγινε ένα είδος προκεχωρημένου οχυρού. Εκεί τοποθετήθηκαν 6 πυροβόλα και συγκεντρώθηκαν 2.000 γυναικόπαιδα για να μην επιβαρύνουν τη φρουρά της πόλης. Εντός του Μεσολογγίου υπήρχαν 10.000 άτομα, εκ των οποίων 4.000 άνδρες, άριστοι πολεμιστές από την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία και ακόμη 1.000 άνδρες, δυνάμενοι να φέρουν όπλα.

Όμως, στις αρχές Νοεμβρίου, ο κοινός στόλος Τούρκων και Αιγυπτίων αποβίβασε 8.000 αιγύπτιους στρατιώτες κι ένα μήνα αργότερα κατέφθασε στην περιοχή ο Ιμπραήμ που είχε σχεδόν καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο με πολύ ισχυρή δύναμη, αποφασισμένος να καταλάβει το Μεσολόγγι. Τούρκοι, Τουρκαλβανοί και Αιγύπτιοι αριθμούσαν 25.000 άνδρες, με σύγχρονο πυροβολικό, που διοικούσαν γάλλοι αξιωματικοί. Οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν 4.000 μαχητές.

Έτσι, ξεκίνησε η δεύτερη φάση της πολιορκίας στις 25 Δεκεμβρίου του 1825. Ο αιγύπτιος Ιμπραήμ επεχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826. Απέτυχε, όμως, και αναγκάσθηκε να συμπράξει μετά του Κιουταχή. Μετά την απόρριψη από τους πολιορκούμενους πρότασής τους για παράδοση, η πολιορκία έγινε στενότερη και από το Φεβρουάριο οι πολιορκούμενοι πιέζονταν από ανηλεείς κανονιοβολισμούς, από συνεχείς επιθέσεις των εχθρών και από την πείνα. Στις 25 Φεβρουαρίου, ο Ιμπραήμ κατέλαβε τα νησάκια της λιμνοθάλασσας Βασιλάδι, Πόρο και Ντολμά, που αποτελούσαν προπύργια του Μεσολογγίου.

Στο Μεσολόγγι άρχισαν να λείπουν τα φάρμακα και τα τρόφιμα. Οι τραυματίες πέθαιναν αβοήθητοι. Οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να επιβιώσουν όπως μπορούσαν.

Ο Κιουταχής προσέφερε ξανά συνθηκολόγηση. Οι Μεσολογγίτες τού απάντησαν περήφανα:

(Από τα “Στρατιωτικά Ενθυμήματα“, του Νικολάου Κασομούλη)

Οι Τούρκοι τότε επιχείρησαν καινούρια επίθεση.

​Στην περίφημη μάχη της Κλείσοβας (νησάκι της λιμνοθάλασσας) στις 25 Μαρτίου 1826, 128 Μεσολογγίτες αντιμετώπισαν με επιτυχία έξι επιθέσεις του Κιουταχή και των 2.500 Τούρκων στρατιωτών του, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν ντροπιασμένοι την μάχη.

Οι 3.000 άντρες που έστειλε μετά ο Ιμπραήμ είχαν την ίδια τύχη: μετά από μια ολοήμερη μάχη, οι Τουρκοαιγύπτιοι είχαν πάνω από 1.500 νεκρούς, ενώ οι Έλληνες 40 (νεκρούς και τραυματίες).

Ενώ όμως η μάχη της Κλείσοβας κερδήθηκε από τους Έλληνες, αυτό δεν άλλαξε τη τύχη του Μεσολογγίου.

Αφού είχε ήδη καταληφθεί η στρατηγικής σημασίας νησίδα Βασιλάδι, η θέση των πολιορκουμένων κατέστη δεινή. Μάταια περίμεναν την ενίσχυσή τους από το Ναύπλιο, ο πολιορκητικός κλοιός των Τουρκοαιγυπτίων στένεψε, ενώ ο Μιαούλης δεν κατάφερε να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.

Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκούμενοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα ζώων, ποντίκια και γάτες. Μόνη λύση μέσα σε αυτές τις συνθήκες, που διαρκώς χειροτέρευαν, απέμενε η έξοδος.

Οι οπλαρχηγοί και οι πρόκριτοι αποφάσισαν έξοδο. Την όρισαν για τα ξημερώματα της Κυριακής των Βαΐων(9 προς 10 Απριλίου).

Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί. Η φλόγα της, όμως, παρέμεινε άσβεστη, καθώς η ήττα μετατράπηκε σε νίκη. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την αμαύρωση του Αγώνα, εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων.

Αμέσως μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής με τον στρατό του κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, με σκοπό την κατάληψη της Αττικής. Ο Ιμπραήμ επανήλθε στην Πελοπόννησο, για να εξαλείψει και τις τελευταίες εστίες αντίστασης σε Μάνη και Αργολίδα.

Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαΐου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις» και η Κυριακή των Βαΐων ορίστηκε ως επέτειος της εξόδου.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.