Διαβάζετε τώρα
27 Ιουλίου του 1823. Μάχη των Αντριαλών

27 Ιουλίου του 1823. Μάχη των Αντριαλών

Η τοποθεσία Αντριαλά ή Τριαλλά είναι εντός της ζώνης ευθύνης του Δασικού Συνεταιρισμού Κυπαρισσίου, βρίσκεται 2 χιλιόμετρα βόρεια του οικισμού Ακρών, και 5 χιλιόμετρα βόρεια του χωριού Κυπαρίσσι ακολουθώντας το μονοπάτι, ξεκινώντας από την πλατεία του χωριού. Οι γέροντες της περιοχής μαρτυρούν ότι η ονομασία είναι σχετική με τις κραυγές (αλαλαγμούς) που έβγαζαν οι ταμπουρωμένοι Έλληνες για να φοβούνται οι επιτιθέμενοι Τούρκοι. Πιο βόρεια βρίσκεται η θέση Μνήματα όπου θάφτηκαν οι πεσόντες αγωνιστές της μάχης των Αντριαλών

Μία Σύντομη ανασκόπηση της Οθωμανικής περιόδου.

Από τις 12 Ιουλίου 1470, με την άλωση του Νεγροπόντε από τον Μωάμεθ Β΄, ο Χριστιανικός πληθυσμός της Εύβοιας ζούσε κάτω από συνεχή Οθωμανική καταπίεση. Η Χαλκίδα ήταν η πρωτεύουσα του Σαντζάκ Εγριμπόζ, το οποίο περιελάμβανε επίσης τη Βοιωτία και την Αττική και διοικούνταν από έναν Πασά.

Στο ξεκίνημα της Επανάστασης η Εύβοια είχε 50.000 κατοίκους. Από αυτούς, το ένα πέμπτο ήταν μουσουλμάνοι. Οι περισσότεροι έμεναν στη Χαλκίδα, η οποία αριθμούσε 1.500 ντόπιες μουσουλμανικές οικογένειες και άλλες 600 μουσουλμανικές που προέρχονταν από περιοχές εκτός Εύβοιας και αφορούσαν κυρίως τη στρατιωτική και διοικητική τάξη. Στο Προάστιο της Χαλκίδας ζούσαν 200 περίπου χριστιανικές οικογένειες.

Μόλις δύο χρόνια κράτησε η Ευβοϊκή Επανάσταση. Η αποτυχία της πνίγηκε στο αίμα.

Σύντομη ανασκόπηση της Ευβοϊκής Επανάστασης του 1821.

Η φλόγα της Ευβοϊκής Επανάστασης άναψε στο Ξηροχώρι (σημερινή Ιστιαία) στις 8 Μαΐου του 1821 και γρήγορα εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το νησί. Άντεξε, όμως, δυστυχώς μόλις δύο χρόνια, τελειώνοντας οριστικά στα 1826, πνιγμένη στο αίμα.

Μια πιθανή εξήγηση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί η αποτυχία της Επανάστασης στην Εύβοια είναι πως το νησί δεν διέθετε αξιόλογους στρατιωτικούς ηγέτες, καθώς δεν είχε αρματολούς όπως η Ρούμελη, εκτός απ’ τον Αγγελή Γοβιό (ή Γοβγίνα), τον οποίο ο Αλή Πασάς είχε εμπιστευτεί διορίζοντάς τον αρματολό της Εύβοιας, χωρίς όμως πραγματικό αρματολίκι, μια που προεπαναστατικά υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Πασά μόνο το βόρειο τμήμα του νησιού.

Ο πρόωρος θάνατος του Γοβιού, στις 28 Μαρτίου 1822, η στρατιωτική και στρατηγική ανωριμότητα και απειρία του διαδόχου αρχηγού της Ευβοϊκής Επαναστάσεως, επισκόπου Καρύστου Νεόφυτου, αλλά και του γενναίου μετέπειτα στρατηγού Νικόλαου Κριεζώτη καθώς και οι ατυχείς διορισμοί ανίκανων αρχηγών από άλλα μέρη, όπως ο Διαμαντής Νικολάου, ή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που αντιδικούσαν με τους ντόπιους, είχαν ως αποτέλεσμα να επικρατήσουν οι έριδες και οι εμφύλιες διαμάχες, εξανεμίζοντας τις ελπίδες για ελευθερία.

Οι εσωτερικές αντιπαλότητες και η αδυναμία εύρεσης ικανών αρχηγών είχαν τελικά καταστροφικές επιπτώσεις στο νησί. Τη σύγχυση και τη διχογνωμία που επικρατούσε στο Ελληνικό στρατόπεδο εκμεταλλεύτηκε το Μάιο του 1823 ο Ομέρ Μπέης της Καρύστου. Σε συνεργασία με τον Καπουδάν Πασά (σημαίνει «αρχιναύαρχος») Χοσρέφ ξαμόλησαν δέκα χιλιάδες γενίτσαρους που τα σπαθιά τους σκόρπισαν τον όλεθρο σε κάθε άκρη του νησιού. Το μέγεθος της θηριωδίας ξεπέρασε κάθε ανθρώπινη λογική και μόνο με τις σφαγές της Χίου μπορεί να συγκριθεί. Οι ελάχιστοι που γλύτωσαν από την ατίμωση, την αιχμαλωσία ή τη σφαγή κατέφυγαν στα νησιά, για να σωθούν.

Είχαν περάσει δύο χρόνια ακριβώς από την μάχη των βρυσακίων (15 Ιουλίου 1821) και ένας χρόνος περίπου από τον θάνατο του Αγγελή Γοβιού. Αρχηγός της Ευβοϊκής επανάστασης δεν υπήρχε και ο Καπουδάν Πασάς το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο. Η μόνη αντίσταση που υπήρχε είχε έδρα το Δερβένι και έκανε ανταρτοπόλεμο σε όλη τη γύρω περιοχή. Με βάση το απόρθητο Κάστρο της Κλεισούρας, ή δερβένι στα τούρκικα, οι επαναστάτες αλώνιζαν την γύρω περιοχή και είχαν μπει στο μάτι των τούρκων από την μάχη των Βρυσακίων γιατί τους φοβήθηκαν και δεν τους κυνήγησαν. Μέχρι την περιοχή του Κυπαρισσίου έφταναν και έκαναν αντάρτικο έχοντας συμμάχους τα γύρω χωριά. Στο Κυπαρίσσι έδρευε μια μονάδα των Τούρκων έχοντας στρατόπεδο στην σημερινή θέση Κάμπος. Βρίσκονται απομεινάρια του στρατοπέδου και πλησίον του ακόμη και σήμερα υπάρχει τοπωνύμιο στα τούρκικα (Άμπλας) που σημαίνει η μεγάλη αδελφή. Ο αρχαίος οικισμός Άκρες είχε μεταφερθεί προσωρινά στη θέση Βήρα όπου υπάρχει η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Η λέξη Βήρα είναι αρβανίτικη και σημαίνει η μεγάλη τρύπα στο έδαφος της Γης. Πράγματι ανάμεσα Αντριαλά -Βήρα υπήρχε μία τρύπα στη Γη διαμέτρου 1 μέτρου και φημολογείται ότι σ΄αυτή την τρύπα ένας κάτοικος των Ακρών, αφού μαχαίρωσε ένα τούρκο, τον πέταξε εκεί μέσα για να τον εξαφανίση. Έκτοτε αυτός ο κάτοικος ονομάστηκε Μαχαίρας, εξού και τα τόσα πολλά επίθετα των Μαχαιραίων σε ΄Ακρες και Κυπαρίσσι.

Κατά την εξέγερση του ’21, η περιοχή και το κάστρο της Κλεισούρας αποτέλεσε το κέντρο οργάνωσης των πρώτων επαναστατικών στρατευμάτων της Εύβοιας και το ορμητήριο του Αγγελή Γοβιού. Από εκεί, τον Απρίλιο του 1821, είχαν εκδοθεί και οι πρώτες επαναστατικές προκηρύξεις στην Εύβοια, με τις υπογραφές των οπλαρχηγών Ν. Τομαρά, Γ. Κλωτσοτύρη, Γ. Ιατρού και του πρωτοσύγκελου Βαρλαάμ.

Από το Δερβένι λοιπόν ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1823 οι επαναστάτες Σταύρος Βασιλείου, Θανάσης Χοντροβασίλης, Κώστας Βασιλείου, Ευαγγελινός Αργυροκαστρίτης, ο Κόκκαλης και ο Ολύμπιος Λιάκος, και αφού συγκέντρωσαν τριακόσιους άντρες από τα όμορα χωριά οχυρώθηκαν στη θέση των Αντριαλών και περίμεναν τους Τούρκους για να τους ανακόψουν την ορμή και να σώσουν τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στα ορεινά χωριά. Ο Ισούφ πασάς Περκόφτσιαλης με 12.000 άνδρες στις 27 Ιουλίου του 1823 επιτίθεται και οι Ελληνες αμύνονται με γενναιότητα. Η μάχη που κράτησε έξι μέρες, ήταν ιδιαίτερα πεισματώδης και σκοτώθηκαν πολλοί. Οι Τούρκοι δεν περίμεναν τέτοια αντίσταση και αιφνιδιάστηκαν. Οι Έλληνες τους χτυπούσαν αλύπητα από τα δύο υψώματα στα οποία είχαν φτιάξει οχυρά και για έξι μέρες έσπειραν τον όλεθρο στους γενίτσαρους του Καπουδάν Πασά. Το ύψωμα ακόμη και σήμερα έχει το τοπονύμιο ορδύ (οχυρό). Επειδή η αντίσταση που βρήκαν οι τούρκοι ήταν μεγάλη αναγκάστηκαν να φέρουν από την Χαλκίδα 12 κανόνια για να κάμψουν το ηθικό και τον ηρωισμό των Ελλήνων.

Οι δικοί μας αντιστέκονται ηρωικά και ας τους ρίχνουν δώδεκα κανόνια. Επειδή δεν είχαν επάρκεια πολεμοφοδίων, εγκατέλειψαν τη θέση τους και επέστρεψαν στο Δερβένι, όπου και αμύνθηκαν έως ότου να σωθούν τα γυναικόπαιδα στα γύρω χωριά. Τους νεκρούς πεσόντες αγωνιστές της μάχης των Αντριαλών τους έθαψαν Βόρεια του σημείου της μάχης περίπου 2 ώρες δρόμο με τα πόδια στη θέση Μνήματα. Περνάμε το βράχο του Μορφόλογγου κατηφορίζοντας προς την ρεματιά και τα μνήματα βρίσκονται απέναντί μας. Δεν γνωρίζουμε για ποιο λόγο ο οπλαρχηγός, και μετέπειτα στρατηγός Κριεζώτης Νικόλαος δεν συμμετείχε στην μάχη των Αντριαλών, αλλά ξέρουμε ότι εκείνες της ημέρες βρισκόταν στα Βάβουλα και περίμενε την έκβαση της μάχης. Πιθανόν να μην ήταν σύμφωνος με αυτή τη μάχη, πιθανόν να υπήρχαν μεγάλες έριδες με τους προαναφερθέντες αγωνιστές επειδή ήταν Στεραιοελλαδίτες. Πάντως βρισκόταν στα Βάβουλα και μετά πήγε στον ελεύθερο από τούρκους Απόκρημνο.

Οι Τούρκοι μετά την μάχη των Αντριαλών συνέχισαν την πορεία τους βόρεια προς το χωριό Παγώντα. Πιθανολογείται ότι οι κάτοικοί του είχαν έρθει από την Σάμο κυνηγημένοι από τους Τούρκους. Εκεί σύμφωνα με τους γεροντότερους δεν υπήρχε νέος άνθρωπος παρά μόνο μια πανέμορφη γυναίκα, η Ελένη από το γένος Μπούρου, η οποία υπηρετούσε τον ανάπηρο πατέρα της. Οι τούρκοι έκριναν και την πήραν μαζί τους μην δίνοντας σημασία στα κλάματα και τα παρακάλια της νέας. Φημολογείται ότι είχε μακριά ξανθά μαλλιά και σε όποιο δένδρο έβρισκε στο μονοπάτι που την οδηγούσαν, τα τύλιγε γύρω του μέχρι που ξεριζώθηκαν και πέθανε από αιμορραγία έως ότου φθάσουν στο Δερβένι. Εκεί πήραν στο κατόπι μια γριά γυναίκα που βρήκαν, η οποία κατά λάθος τους οδήγησε στο μονοπάτι του κάστρου της Κλεισούρας, όπου και το κατέλαβαν. Κατόπιν έφτασαν στο Μαντούδι όπου και έσπειραν τον όλεθρο μη βρίσκοντας καμία αντίσταση. Στη θέση Πελέκυ οι τούρκοι έσφαξαν όλους τους κατοίκους του Μαντουδίου. Προχωρώντας οι Τούρκοι προς το χωριό Βλαχιά, στην τοποθεσία κακιά σκάλα, τα ίδια παλληκάρια που πολέμησαν στα Αντριαλλά είχαν στήσει ενέδρα και κυλώντας πέτρες από ψηλά έριξαν πολλούς Τούρκους στη θάλασσα. Οι τούρκοι, μη μπορώντας να ξεπεράσουν το εμπόδιο, έκριναν και γύρισαν πίσω ακολουθώντας πορεία προς την βόρεια Εύβοια όπου συνέχισαν το καταστροφικό τους έργο. Επειδή δεν μπόρεσαν να περάσουν το στρατό τους από την κακιά σκάλα, σώθηκαν τα χωριά Βλαχιά, Σαρακίνικο, Αγιά Σοφιά. Πολλοί κάτοικοι όμως αυτών των χωριών είχαν περάσει απέναντι στις Σποράδες. Τελικά, η αντίσταση που έγινε στους 12.000 γενίτσαρους του ομέρ Πασά, οι οποίοι ξεκλήρισαν όλη την Εύβοια, έχει να δείξει μόνο την μάχη στα Αντριαλά και την αντίσταση των ίδιων παλληκαριών στην κακιά σκάλα. Οι Τούρκοι πέρασαν και έκαψαν όλη την Εύβοια το 1823 ατουφέκιστοι.

Μετά από τα γεγονότα αυτά ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου προβιβάστηκε σε γενικό διοικητή της Εύβοιας (υπό τον τίτλο «Εγριμπόζ Βαλεσί»). Τρία περίπου χρόνια μετά, το Μάρτιο του 1826, η επανάσταση στην Εύβοια τελείωσε οριστικά, μετά από την αποτυχημένη εκστρατεία του Κάρολου Φαβιέρου. Ολόκληρο το νησί ήταν ερειπωμένο και έτσι παρέμεινε ως το 1833, όπου και προσαρτήθηκε στο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος.

Πηγή

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.