Αν και είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε τέτοιες μέρες, στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, με τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη να σηκώνει το λάβαρο της εθνεγερσίας, ο ελλαδικός μικροελλαδισμός κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του να μείνει στο σκοτάδι η ιστορική αλήθεια.
Σ’ αυτό το περιβάλλον της σήψης και της απαξίωσης, η Ελλάδα –για την οποία οι ήρωες εκείνοι έδωσαν τα πάντα–, τους ξέχασε.
Τι κι αν η πάμπλουτη μέχρι την Επανάσταση οικογένεια Υψηλάντη, εκτός από τα τρία παιδιά της (τον Αλέξανδρο, αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας και της Επανάστασης, τον Δημήτριο, αξιωματικό του ρωσικού στρατού και αρχιστράτηγο στην Ελλάδα και τον Νικόλαο, αρχηγό του Ιερού Λόχου), έδωσε τα πάντα για τον αγώνα.
Τι κι αν η μητέρα των Υψηλαντών, η Ραλλού, χρηματοδότησε με την αμύθητη περιουσία της τον αγώνα, «για να φύγουν όλοι οι Υψηλάνται από τη ζωή πένητες», με μόνο τους πόθο να έβλεπαν την πατρίδα που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ από κοντά, ελεύθερη.
Εμείς, για να τιμήσουμε τους πρώτους μάρτυρες του εθνικοαπαλευεθρωτικού μας αγώνα, παραθέτουμε το χρονικό εκείνων των ιερών ημερών που άναψε η φλόγα της εθνεγερσίας.
Περίοδος προ της έναρξης της Επανάστασης
Οι Φιλικοί, σε σύσκεψη που έκαναν τα τέλη του 1820 στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας, βλέποντας την Υψηλή Πύλη να είναι απασχολημένη με την εξουδετέρωση του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, θεωρούν ότι ήρθε η ώρα να υψωθεί το λάβαρο της Επανάστασης.
Αποφασίζουν η επανάσταση να ξεσπάσει το 1821, χωρίς όμως να ορίσουν ακριβή ημερομηνία. Όταν όμως τις αρχές του έτους λαμβάνουν πληροφορίες για διαρροή του σχεδίου τους στον σουλτάνο, επισπεύδουν το σχέδιο.
21 Φεβρουαρίου 1821
Ο ελληνικής καταγωγής πρόξενος της Ρωσίας στο Γαλάτσι, Δημήτριος Αργυρόπουλος, κηρύσσει την επανάσταση, ενώ ο Βασίλειος Καραβίας εξουδετερώνει την οθωμανική φρουρά.
22 Φεβρουαρίου 1821
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με τα στρατεύματά του κάνει τη διάβαση του Προύθου ποταμού, και εισέρχεται στην πόλη του Ιασίου. Είναι η πρώτη πολεμική πράξη της επανάστασης.
24 Φεβρουαρίου 1821
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εκδίδει την προκήρυξη με τον τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», ένα κείμενο εξαιρετικής σημασίας που διατηρεί την αξία του μέχρι σήμερα, ενώ αποτελεί και κάρφο στον οφθαλμό των Ελλήνων «μετερνίχων» ακαδημαϊκών που τολμούν να διδάσκουν θεωρίες ότι η έννοια της ελληνικής εθνικής συνείδησης ήταν άγνωστη πριν από το 1821. Είναι οι μετερνίχοι αυτοί οπαδοί της θεωρίας ότι το σύγχρονο ελληνικό έθνος είναι κατασκεύασμα του ελληνικού κράτους και ότι δεν έχει καμία σχέση με το αρχαίο ελληνικό έθνος.
Σ’ εκείνη την προκήρυξη ο Αλέξανδρος Υψηλάντης καλεί τους Έλληνες να πολεμήσουν υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. «Ποία ελληνική ψυχή θέλει αδιαφορήση εις την πρόσκλησιν της Πατρίδος;», λέει σε ένα σημείο.
Ναι, απευθύνεται στους Έλληνες και στην ελληνική ψυχή, ζητώντας να πάρουν τα όπλα υπέρ των δικαιωμάτων και της ελευθερίας τους, μιμούμενοι τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς.
26 Φεβρουαρίου 1821
Στο ναό των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο τελείται δοξολογία κατά την οποία ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί πρόχειρη σημαία με έμβλημα το σταυρό και, κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων.
Παράλληλα, εθελοντές από ολόκληρη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία για να καταταχθούν στο στρατιωτικό σώμα που δημιούργησε, οργανώνοντας μάλιστα το πρώτο τμήμα του Πυροβολικού με δύο πυροβόλα, υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ.
1η Μαρτίου 1821
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ξεκινάει την πορεία του προς νότον, όπου ενώνει τις δυνάμεις του με τα στρατιωτικά τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Ιωάννη Φαρμάκη και άλλων Ελλήνων εθελοντών.
Ο Ιερός Λόχος είναι η επίλεκτη μονάδα των στρατευμάτων του Αλέξανδρου Υψηλάντη, στον οποίο επικεφαλής είναι ο αδελφός του, Νικόλαος. Αποτελείται από 500 νέους που συμμετείχαν εθελοντικά στον αγώνα, εγκαταλείποντας τις σπουδές τους σε σχολές της περιοχή της Μολδοβλαχίας.
Το σύνολο των στρατευμάτων ανέρχεται σε 7.000 μαχητές που φέρουν κυρίως ελαφρύ οπλισμό, χωρίς οργανωμένες μονάδες επιμελητείας.
4 Μαρτίου 1821
Οι Έλληνες ναυτικοί κυριεύουν και εξοπλίζουν 15 πλοία, τα οποία τίθενται στις υπηρεσίες του αγώνα.
27 Μαρτίου 1821
Δύο μέρες μετά την επανάσταση στο Μοριά, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εισέρχεται στο Βουκουρέστι και υψώνει τη σημαία της επανάστασης. Αυτό κινητοποιεί τον σουλτάνο, ο οποίος στέλνει εναντίον του τρεις Τούρκους πασάδες με τα στρατεύματά τους.
Τους αντιμετωπίζει στο Γαλάτσι, στο Δραγατσάνι, στη Σλατίνα, στο Σκουλένι και στο Σέκο. Στις μάχες συμμετέχουν και τμήματα των οπλαρχηγών Γεωργάκη Ολύμπιου και Ιωάννη Φαρμάκη.
7 Ιουνίου 1821
Ενώ η Επανάσταση στην Ελλάδα έχει ξεσπάσει τις 25 Μαρτίου, ο αγώνας του Αλέξανδρου Υψηλάντη συνεχίζεται, χωρίς όμως να έχει το στήριγμα των αρχόντων και του λαού στις περιοχές όπου κινείται.
Τελικά στη μάχη του Δραγατσανίου, στις 7 Ιουνίου 1821, ηττάται και αναγκάζεται να υποχωρήσει προς τα αυστριακά σύνορα.
Η παράδοσή του στους Αυστριακούς
Οι λόγοι της αποτυχίας του θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, στην άρνηση του ηγέτη των Βλάχων Θεόδωρου Βλαδιμιρέσκου να τον συνδράμει οικονομικά και στρατιωτικά και στην έλλειψη κατάλληλης προετοιμασίας και οργάνωσης.
Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, οι οποίοι τον φυλάκισαν μέχρι και τις 24 Νοεμβρίου 1827, οπότε απελευθερώθηκε. Όμως, δυστυχώς η υγεία του είχε κλονιστεί στις αυστριακές φυλακές, με αποτέλεσμα να μην προλάβει να δει ελεύθερη την Ελλάδα που, αν και δεν την είχε επισκεφθεί ποτέ, τόσο αγαπούσε.
Μόλις δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του, στις 31 Ιανουαρίου 1828, πέθανε στη Βιέννη.
Τα οστά του Αλέξανδρου Υψηλάντη
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε αφήσει παρακαταθήκη να θαφτεί στην πολυαγαπημένη του πατρίδα, την Ελλάδα.
Η πρώτη ταφή του έγινε στη Βιέννη, στο νεκροταφείο του Αγ. Μάρκου. Στις 18 Φεβρουαρίου του 1903 μέλη της οικογένειας Υψηλάντη μετέφεραν τα οστά του στο κάστρο Υψηλάντη-Σίνα δυτικά της Βιέννης, για να μεταφερθούν τελικά στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1964.
Σήμερα ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αναπαύεται στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών, στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα.
Η καρδιά του
Η τελευταία επιθυμία αυτού του μεγάλου Έλληνα ήταν η καρδιά του να αποσπαστεί από το σώμα και να σταλεί στην Ελλάδα. Η επιθυμία πραγματοποιήθηκε από τον Γεώργιο Λασσάνη, που την έκρυψε στον Άγιο Γεώργιο Βιέννης, αρχικά.
Το 1843 ο αδελφός του Γεώργιος την έστειλε στη μητρόπολη της Αθήνας. Ο Γεώργιος απεβίωσε το 1847 και η σύζυγός του Μαρία Μουρούζη μετέφερε το 1859 τις καρδιές των δύο αδελφών στον ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου (Στησιχόρου 6 και Λυκείου) στην Αθήνα.
Η καρδιά του Αλεξάνδρου φυλάσσεται μέσα σε επίχρυση θήκη, ενώ του Γεωργίου σε επάργυρη λήκυθο. Βρίσκονται σε εσοχή του νότιου τοίχου με την επιγραφή «Καρδίαι Αλ. και Γ. Υψηλάντου».
Αιωνία μνήμη και τιμή στους ήρωες της Επανάστασης του 1821.