28 Μαΐου 1822
Τουρκικές ενισχύσεις αποβιβάζονται στη Σούδα της Κρήτης
από πλοία του αιγυπτιακού στόλου
για να συμβάλουν στην καταστολή της Επανάστασης.
Η Μάχη της Κρήτης το 1822
Ενώ η Ρούμελη, ο προς βορράν προμαχώνας της Πελοποννήσου, έγραφε χρυσές σελίδες στην Ελληνική Ιστορία το 1822 με τη συντριβή των Τούρκων στην Α΄ πολιορκία τού Μεσολογγίου (25 Οκτωβρίου – 31 Δεκεμβρίου 1822) και με την αποκοπή των γραμμών ανεφοδιασμού της στρατιάς τού Δράμαλη από ξηράς στην ανατολική Ρούμελη (29 Ιουνίου 1822 – 28 Ιουλίου 1822), στην ίδια περίοδο η Κρήτη, το νότιο φυσικό (θαλάσσιο) φρούριο της Πελοποννήσου και ο προς νότον κυματοθραύστης της εμπόλεμης Ελλάδος, εφλέγετο απ’ άκρου εις άκρον. Τρείς ήπειροι επέπεσαν επί της Κρήτης για να την κατασπαράξουν εκείνη την περίοδο: Η Ασία με τον σουλτανικό στόλο και τουρκικά ημιτακτικά στρατεύματα, η Αφρική με τον αιγυπτιοαγαρηνό στόλο και αφρικανικά τακτικά στρατεύματα, και η Ευρώπη με πολλά συμπράττοντα μεταφορικά πλοία υπό ευρωπαϊκή σημαία, με στρατεύματα Τουρκαλβανών, όπως επίσης και με Γάλλους μισθοφόρους εκπαιδευτές και αξιωματικούς των αφρικανικών στρατευμάτων. Από την Κρήτη επομένως ξεκίνησε η περιφερειακή κλιμάκωση τού Πολέμου τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας: Από την 28 Μαΐου 1822 οι Έλληνες της Κρήτης πολεμούσαν κατά Τούρκων Κρητών, κατά Οθωμανών Ασιανών, κατά Αιγυπτίων και λοιπών Αφρικανών, κατά Τουρκαλβανών και κατά Γάλλων αξιωματικών. Ταυτόχρονα τη Μεγαλόνησο ορέγετο τότε και η θαλασσοκράτειρα Αγγλία λόγω της μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας που είχε (από τότε) ο φυσικός λιμένας της Σούδας.
Συγκεκριμένα, ο Γάλλος συνταγματάρχης Joseph Balestra — ο γενναίος πρώην αρχηγός τού Τακτικού των Ελλήνων, που ματαίωσε την απόβαση τού Οθωμανικού Στόλου στην Καλαμάτα τον Αύγουστο τού 1821 — αποβιβάσθηκε κατ’ εντολή τού Δ. Υψηλάντου στην Κρήτη (20 Μαρτίου 1822) προκειμένου να επαναδιατάξει την ελληνική στρατηγική στον μέχρι τότε νικηφόρο αλλά αλυσιτελή αγώνα των Κρητών. Ο Balestra θεωρούσε ότι ο αγώνας τους έπρεπε να επικεντρωθεί άμεσα στην κατάληψη μιας οχυρωμένης πόλεως, ώστε να αποκτήσει ένα στέρεο πολεμικό κέντρο ανεφοδιασμού, φυσικής στηρίξεως, στρατηγικού σχεδιασμού και διπλωματικής αναφοράς, όπως δηλαδή έκαναν οι Μωραΐτες, που το 1821 επικέντρωσαν τον αγώνα τους στην κατάληψη της Τριπολιτσάς. Κατά τον πρώτο χρόνο των πολεμικών επιχειρήσεων (1821) ο μεν αγώνας των Κρητών είχε τη μορφή μίας αλληλουχίας επιδρομών και μαχών σε πολλαπλά μέτωπα, χωρίς όμως κύριο στρατηγικό στόχο, η δε επικοινωνία τής Μεγαλονήσου με τη Μητέρα Ελλάδα εγίνετο μέσω τού (απόκεντρου) Λουτρού στη νότια Κρήτη (Σφακιά), ενώ το στρατηγείο των Κρητών αποτελούσε μάλλον περιπατητική αρχή που άλλαζε συνεχώς τοποθεσία ανάλογα με την εκάστοτε γεωγραφική θέση των επιδραμόντων στρατευμάτων των Τούρκων.
Ο Balestra προσδιόρισε το Ρέθυμνο ως το πλέον ενδεικνυόμενο πολεμικό κέντρο των εμπολέμων Ελλήνων στην Κρήτη: Το Ρέθυμνο κατείχε γεωγραφικώς κεντρική θέση μεταξύ Χανίων και Μεγάλου Κάστρου (Ηρακλείου), και επιπλέον δεν ήταν τόσο οχυρωμένο όσο το Μεγάλο Κάστρο (όπου έδρευε ο όγκος των τουρκικών στρατευμάτων) και επίσης δεν ήταν τόσο απομακρυσμένο από την Κάσσο όσο τα Χανιά (ήτοι η από θαλάσσης στήριξη τούΡεθύμνου από τα πλοία των Κασσιωτών ήταν συγκριτικώς ευχερέστερη), ενώ ανατολικώς και δυτικώς προστατεύετο από δύσβατα στενά και ορεινούς όγκους, όπως τα στενά τού Γερανίου προς δυσμάς, οι ορεινοί όγκοι ανατολικά τού Μελιδονίου (της επαρχίας Αυλοποτάμου) κ.τ.λ. Προς κατάληψη τού Ρεθύμνου, ο Έλληνας έπαρχος τής Κρήτης, Μιχαήλ Αφεντούλιεφ, διόρισε τον Balestra αρχηγό των ελληνικών στρατευμάτων στην επαρχία της Ρεθύμνης. Σε αποφασιστική μάχη όμως που έγινε στον Κάστελλο (Ν.Δ. τού Ρεθύμνου) την 14 Απριλίου 1822 μεταξύ ελληνικού στρατεύματος (4.000 άνδρες) υπό τον Balestra, και τουρκικών στρατευμάτων από το Ρέθυμνο (3.000 άνδρες) και το Μεγάλο Κάστρο (2.000 άνδρες) με υποστήριξη πυροβολικού, οι Έλληνες ηττήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Οι Τούρκοι μάλιστα συνέλαβαν και αποκεφάλισαν τον ίδιο τον Balestra. Το σχέδιο τού Balestra ήταν εύλογο αλλά χρειάζετο έναν Κολοκοτρώνη για να το υλοποιήσει. Και τέτοιον ηγέτη η Κρήτη τότε δεν είχε.
Εντούτοις μετά την ήττα τους στον Κάστελλο, οι Έλληνες της Κρήτης δεν το έβαλαν κάτω. Σε μάχες μάλιστα που διεξήγαγαν κατά τον ίδιο μήνα, Απρίλιο 1822, στον Μυλοπόταμο (ανατολικώς τού Ρεθύμνου) και στο Αμάρι (Ν.Α. τού Ρεθύμνου), όπως επίσης και έξω από τα Χανιά, οι Έλληνες υπερίσχυσαν και όλοι οι Τούρκοι στην ύπαιθρο της Κρήτης κατέφυγαν και αυτοεγκλείσθηκαν προς προστασία τους στις πόλεις και στα φρούρια. Δηλαδή από την Άνοιξη τού 1822 ο αγώνας των Ελλήνων είχε επεκταθεί σε όλη σχεδόν την Κρήτη, χωρίς όμως οι Έλληνες να έχουν κατορθώσει να καταλάβουν μία πόλη ή έστω ένα φρούριο μετά από ένα έτος ένοπλου αγώνα, παρότι είχαν πλέον θέσει υπό τον έλεγχό τους τα όρη και τις πεδιάδες δυτικώς τής Σητείας.
Σε εκείνο το πλαίσιο, ο αγώνας στην Κρήτη είχε αχθεί σε αδιέξοδο την άνοιξη τού 1822: Οι (Μουσουλμάνοι) Τούρκοι στις πόλεις και οι (Χριστιανοί) Έλληνες Κρήτες στις επαρχίες αδυνατούσαν να καταβάλουν οι μεν τούς δε, διότι απλούστατα αδυνατούσαν να νικήσουν εαυτούς και αλλήλους, ήτοι τούς εκατέρωθεν αλλοθρήσκους (αν και εν πολλοίς εκατέρωθεν ελληνογλώσσους) ομογενείς τους. Και οι δύο παρατάξεις διεκρίνοντο για τη γενναιότητά τους στη μάχη, το αποτέλεσμα της οποίας το καθόριζαν εκάστοτε μάλλον τυχαία περιστατικά και περιστασιακές συνθήκες παρά η υπεροχή σε ανδρεία της μιας ή της άλλης παράταξης. Μόνον οι Σφακιανοί υπερείχαν σε μαχητικότητα, αλλά η υπεροχή τους αντισταθμίζετο από τις οχυρώσεις των φρουρίων και των πόλεων της νήσου, όπως επίσης και από το πυροβολικό των Τούρκων.
Προς άρση τού τακτικού αδιεξόδου ο Σουλτάνος συνήψε συμφωνία με τον σατράπη Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου: Η Αίγυπτος ανέλαβε να καταστείλει την “επανάσταση” στην Κρήτη, η οποία θα υπήγετο διοικητικώς στην Αίγυπτο και θα αποτελούσε το στρατηγικό έρεισμα της Αιγύπτου στηνΕυρώπη, και επιπλέον το μείζον αγκυροβόλιο τού πανίσχυρου Αιγυπτιακού Στόλου στο Αιγαίο, στο πλαίσιο των φιλοδοξιών τού Μεχμέτ Αλή να αναδείξει την Αίγυπτο σε θαλασσοκράτειρα της κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου.
Ο Αιγυπτιακός Στόλος με 100 πολεμικά και φορτηγά πλοία, υπό τον Χασάν Πασά, εισέπλευσε στο λιμάνι της Σούδας την 28 Μαΐου 1822 και αποβίβασε εκστρατευτικό σώμα 5.000 ανδρών, εκ των οποίων 800 ιππείς, 2.000 εμπειροπόλεμοι Τουρκαλβανοί και 2.200 Αιγύπτιοι τακτικοί. Στη συνέχεια ο Χασάν Πασάς εξεστράτευσε προς την ανατολική Κρήτη, αφού προηγουμένως κατέλαβε αμαχητί και επανακατέκαυσε τη Θέρισσο και τούς Λάκκους (Ν.Δ. της Σούδας). Στο Μεγάλο Κάστρο το στράτευμα τού Χασάν Πασά ενώθηκε με δυνάμεις των εκεί Τούρκων. Προ τής διογκωμένης στρατιάς τού Χασάν Πασά οι Λασιθιώτες (κάτοικοι της ανατολικής Κρήτης) ψευδοπροσκύνησαν ενώ οι υπόλοιποι Κρήτες συνέχισαν να διεξάγουν σφοδρό ανταρτοπόλεμο, με συνεχείς μάχες εκ τού σποράδην κατά των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων οσάκις αυτά επέδραμαν στην επαρχία.
Ενδεικτικώς, μετά τη νικηφόρα για τούς Έλληνες Ναυμαχία των Σπετσών (7-8 Σεπτεμβρίου 1822), ο σουλτανικός στόλος προσέπλευσε στη Σούδα υπό τον Καρά-Μεχμέτ Πασά την 15 Σεπτεμβρίου 1822, όπου απεβίβασε εκστρατευτικό σώμα 2.000 Τουρκαλβανών. Τον επόμενο μήνα (Οκτώβριο) επιπρόσθετες ενισχύσεις από 1.000 τακτικούς στρατιώτες διαμετακομίσθηκαν από την Αίγυπτο στην Κρήτη. Ούτε όμως και εκείνες οι ενισχύσεις πέτυχαν τίποτε το ουσιαστικό στη φλεγόμενη Μεγαλόνησο. Ο σουλτανικός στόλος μάλιστα επανεπιβίβασε τούς Τουρκαλβανούς του και εξέπλευσε άπρακτος προς το βόρειο Αιγαίο την 8 Οκτωβρίου 1822, ήτοι μετά από τρεις μόνο εβδομάδες παραμονής του στην Κρήτη.
Παρά την κλιμάκωση τής Μάχης τής Κρήτης, από ελληνοτουρκικό πόλεμο σε περιφερειακό (πολυηπειρωτικό) πόλεμο, μόνον το Λασίθι είχε προσκυνήσει ενώ η υπόλοιπη Κρήτη εμάχετο μέχρι το τέλος εκείνου τού κρίσιμου έτους (1822) και καθ’ όλο το επόμενο έτος (1823). Δηλαδή το 1822, ενώ οι Σουλιώτες έδιναν τον επικό τους αγώνα αρχικά κατά τής στρατιάς τού Χουρσίντ Πασά στην Κιάφα τού Σουλίου και έπειτα μαζί με τούς Μεσολογγίτες κατά τού στρατεύματος τού Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά ή Κιουταχή, και ενώ οι Μωραΐτες πολεμούσαν κατά τής στρατιάς τού Μαχμούτ Πασά Δράμαλη, οι Έλληνες τής Κρήτης προμαχούσαν κατά τριών ηπείρων στις επάλξεις τού εθνικού αγώνα με μεγάλες θυσίες.