Ο όλεθρος της Σφακτηρίας στις 26 Απριλίου 1825 κόστισε στους Έλληνες 450 νεκρούς, ενώ όλοι οι αρχηγοί τους (Αναγνωσταράς, Τσαμαδός, Σαχίνης, Σανταρόζα) έπεσαν στο πεδίο της τιμής. Η κατάληψη της Σφακτηρίας από τον Ιμπραήμ, αποτέλεσε μεγάλη του επιτυχία καθώς λίγες ημέρες μετά, στις 30 Απριλίου, η φρουρά στο Νεόκαστρο εγκατέλειψε το φρούριο με συνθήκη, καθώς είχε αποκλειστεί και δεν μπορούσε να ανεφοδιαστεί. Με την πτώση του Νεοκάστρου, ο Ιμπραήμ είχε αποκτήσει το απαραίτητο προγεφύρωμα στην Πελοπόννησο και μια σημαντική βάση ανεφοδιασμού από τη Σούδα. Ήταν πλέον σε θέση να βαδίσει προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου και δεν είχε απέναντι του σοβαρή ελληνική δύναμη να τον εμποδίσει.
Το νέο της πτώσης της Σφακτηρίας αποκάρδιωσε τόσο τη φρουρά στο Νεόκαστρο, όσο και γενικότερα τους Έλληνες που ένιωσαν ότι ο Ιμπραήμ αποτελούσε πλέον θανάσιμο κίνδυνο για την επανάσταση. Για ψυχολογικούς λόγους ήταν επείγον να καταφερθεί ένα πλήγμα στον εχθρό και αυτό το αντιλαμβανόταν περισσότερο από όλους ο Μιαούλης που είχε υπό τις διαταγές του τον ελληνικό στόλο. Οι δυσκολίες όμως που αντιμετώπιζε ήταν μεγάλες, καθώς τα πλοία του στόλου χρειάζονταν επειγόντως επιδιορθώσεις. Είχε δύο πυρπολικά με κυβερνήτες τον Πιπίνο και τον Ραφαλιά (αντικαταστάθηκε από τον ναύτη Γεώργιο Πολίτη) τα οποία όμως ήταν ακατάλληλα, καθώς λόγω φθορών που είχαν υποστεί, είχαν χάσει σε ταχύτητα. Οι πιθανότητες ήταν εναντίον του, αλλά ο Μιαούλης αποφάσισε να δράσει και να προσπαθήσει να πυρπολήσει όσα περισσότερα εχθρικά πλοία μπορούσε στο λιμάνι της Μεθώνης. Σύντομα ενώθηκαν με τον στόλο τέσσερα ακόμη πυρπολικά υπό τους γενναίους ναυτικούς Αντώνη Μπίκο, Αναστάσιο Ρομπότση, Δημήτρη Τσαπέλη και Κ. Μπελεμπίνη, ενώ για να συγκεντρωθούν πληρώματα, ο Μιαούλης έταξε αμοιβή 1.000 γρόσια αν ανατίναζαν φρεγάτα.
Ο Μιαούλης στις 29 Απριλίου αγκυροβόλησε με τον μικρό του στόλο πίσω από τη Σαπιέντζα ετοιμάζοντας τα πληρώματα για μια επιδρομή που έμοιαζε με αποστολή αυτοκτονίας. Τη θέση του ελληνικού στόλου επεσήμανε ένα αυστριακό πλοίο που ενημέρωσε τους Αιγυπτίους. Από τις κινήσεις των εχθρικών πλοίων, ο Μιαούλης κατάλαβε ότι είχε προδοθεί η θέση του, αλλά δεν δείλιασε μπροστά στον κίνδυνο. Ο ευνοϊκός αέρας έσπρωξε τα ελληνικά πλοία με ορμή εντός του λιμανιού της Μεθώνης, όπου εισήλθαν με κανονιοβολισμούς τρομοκρατώντας τα πληρώματα των εχθρικών πλοίων. Οι καπετάνιοι των αιγυπτιακών πλοίων πανικοβλήθηκαν και προσπάθησαν να μετακινήσουν τα πλοία τους, αλλά με μεγάλη καθυστέρηση, καθώς δεν σκέφτηκαν να κόψουν τις άγκυρες. Η βασανιστική αδράνεια των πλοίων των Αιγυπτίων έδωσε τον χρόνο στα ελληνικά πυρπολικά να αναπτυχθούν στο λιμάνι και να επιλέξουν τους στόχους τους. Οι Αιγύπτιοι κοίταζαν αποσβολωμένοι τους Έλληνες και κάποιοι όρμησαν στις βάρκες ενώ κάποιοι άλλοι έπεσαν στη θάλασσα να σωθούν.
Το πρώτο ελληνικό πυρπολικό ανατίναξε την κορβέτα Svezia, το δεύτερο έκαψε τη φρεγάτα Ασία που έφερε 44 κανόνια, και τα υπόλοιπα πυρπολικά έκαψαν 2 βρίκια και δύο γολέτες. Από αυτά τα σκάφη πήραν φωτιά άλλα πέντε μεταγωγικά και τελικά ανατινάχθηκαν 12 αιγυπτιακά πλοία σε ένα θέαμα διαδοχικών εντυπωσιακών ανατινάξεων που λίγο έλειψε να κάψουν τη Μεθώνη. Πάνω από τους μισούς ναύτες των πληρωμάτων των πλοίων που ανατινάχτηκαν, είτε βρήκαν τον θάνατο, είτε έπαθαν φρικτά εγκαύματα. Ο ελληνικός στόλος αποχώρησε από τη Μεθώνη, όχι μόνο αλώβητος αλλά κυριολεκτικά απυροβόλητος. Το κατόρθωμα των Ελλήνων ναυτικών που εκδικήθηκαν για την πτώση της Σφακτηρίας υπήρξε μεν πρωτοφανές, αλλά δεν επέφερε καμία επίπτωση στην πορεία των επιχειρήσεων και στη γενικότερη έκβαση του πολέμου. Ο Ιμπραήμ είχε αποκτήσει ό,τι χρειαζόταν και όταν έμαθε για την πυρπόληση του στόλου του είπε με ποταπό ύφος “ο πατέρας μου είναι πλούσιος θα φτιάξει άλλα ισχυρότερα!”.