Στις 26 Μαρτίου 1921, έγινε πρωθυπουργός ο Δ. Γούναρης με υπουργό Στρατιωτικών τον Ν. Θεοτόκη. Σε συνάντηση με τον Πρωτοπαπαδάκη και τον Μεταξά, παρά τις αντιρρήσεις του τελευταίου, αποφάσισαν ότι η μόνη διέξοδος για να τελειώσει ο πόλεμος που αιμορραγούσε την οικονομία και τα νιάτα της Ελλάδας, ήταν να συντρίψουν τον Κεμάλ. Η εγκατάλειψη τόσων Ελλήνων, αλλά κι ο τερματισμός της Μεγάλης Ιδέας ήταν αδιανόητος. Ο αρχιστράτηγος Παπούλας με 140.000 άνδρες στη διάθεσή του, έδωσε διαταγή για νέα επίθεση την άνοιξη του 1921.
Στις 10 Μαρτίου τα ελληνικά στρατεύματα κινήθηκαν από τρεις αφετηρίες – τη Νικομήδεια, την Προύσα και τις Τημενοθύρες (Ουσάκ), με στόχο τη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ. Η 11η μεραρχία που στάθμευε στη Νικομήδεια κατέλαβε τη Σαπάντζα και το Αντά Παζάρ. Στις 15 Μαρτίου, το Α’ Σώμα Στρατού στο νότιο μέτωπο, υπό τον στρατηγό Κοντούλη, ξεκινώντας από το Ουσάκ, μπήκε χωρίς αντίσταση στο Ακροηνό (Αφιόν Καραχισάρ). Το Γ’ Σώμα Στρατού, υπό το στρατηγό Βλαχόπουλο, από την Προύσα ξεκίνησε για το Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ) αλλά συνάντησε ισχυρή τουρκική αντίσταση με αποτέλεσμα η 10η μεραρχία στο κέντρο της ελληνικής παράταξης να υποχωρήσει κάτω από τη συνεχή πίεση των δυνάμεων του Ισμέτ Ινονού πασά, που περνούσαν στην αντεπίθεση. Στις 20 Μαρτίου, το Γ’ Σώμα Στρατού άρχισε να υποχωρεί, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 5.000 νεκρούς. Τώρα ολόκληρος ο τουρκικός στρατός κινήθηκε εναντίον του Α’ Σώματος Στρατού που υποχωρούσε προς το Ουσάκ. Την τιμή των όπλων θα σώσει το 34ο σύνταγμα του συνταγματάρχη Δημοσθένη Διαλέτη, που πολέμησε ηρωικά στο Τουμλού Μπουνάρ, με αποτέλεσμα να δώσει χρόνο στο Α’ Σώμα Στρατού να υποχωρήσει με τάξη.
Ο Κοντούλης, ο αντικαταστάτης του Νίδερ, σπεύδει να υποχωρήσει χωρίς να δώσει μάχη, εγκαταλείπει το Αφιόν Καραχισάρ και σταματά στα υψώματα Αρσαλάρ, βόρεια του Ουσάκ. Και στις 28 Μαρτίου ο Ρεφέτ πασάς εξαπολύει μια τρομερή επίθεση κατά του ελληνικού Μετώπου. Οι Τούρκοι ορμούν με αναπτερωμένο το ηθικό από τη νίκη του Ιν Ενού κι υποστηρίζονται από το πυροβολικό τους. Τα ελληνικά τμήματα κλονίζονται και υποχωρούν. Αλλά την κρίσιμη στιγμή, μέσα από το δάσος του Χασάν Ντεντέ Τεπέ, ορμούν οι άνδρες του 5/42 του Πλαστήρα. Ο αιφνιδιασμός είναι απόλυτος και σε λίγο ανατρέπεται όλη η κατάσταση. Οι Τούρκοι τρέπονται σε φυγή, εγκαταλείποντας 800 νεκρούς και 200 αιχμαλώτους, μαζί με άφθονο πολεμικό υλικό.
Οι απώλειες της εαρινής επίθεσης ήταν μεγάλες με σοβαρό αντίκτυπο στη ψυχολογία των οπλιτών. Η ανικανότητα του Γούναρη συνεχιζόταν και στις διπλωματικές μάχες που έδινε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Κυρίως ήταν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί αυτοί που προσπαθούσαν να αναθεωρήσουν τη Συνθήκη των Σεβρών, προσφέροντας περισσότερα ανταλλάγματα στον Κεμάλ, του οποίου το κύρος μεγάλωνε μετά τις νίκες του στρατού του, στο δυτικό μέτωπο της Μ. Ασίας. Νέος οπλισμός προσφερόταν από Γάλλους, Ιταλούς αλλά και Σοβιετικούς σε μια κυβέρνηση που είχε ήδη εξολοθρεύσει εκατομμύρια Αρμένιους, Έλληνες και Ασσύριους Χριστιανούς.