Είναι γνωστό και ιστορικώς αποδεδειγμένο πως τα επαναστατικά γεγονότα του 1821, ανακινήθηκαν με την σύναξη του Αιγίου (Βοστίτσας) από την 26η Ιανουαρίου έως και 30η του ιδίου μηνός (παλαιό ημερολόγιο). Εκεί από τον Παπαφλέσσα, οι πρόκριτοι και οι ιερείς, άκουσαν ότι οι πιθανότερες ημερομηνίες για την έναρξη της επαναστάσεως ήταν, είτε η 25η Μαρτίου, (ημέρα του Ευαγγελισμού), είτε η 23η Απριλίου, (του αγίου Γεωργίου), είτε η 29η Μαΐου, (ημέρα της αλώσεως της Πόλης), απ’ ότι όμως απεδείχθη εκ των υστέρων τα γεγονότα τους πρόλαβαν και η επανάσταση ξεκίνησε νωρίτερα.
Έτσι λοιπόν στις 14 Μαρτίου 1821 χτυπήθηκαν οι Τούρκοι εισπράκτορες στο Αγρίδι Κλουκινών Καλαβρύτων από τον Νικόλαο Σολιώτη και την 16η Μαρτίου1821 στην χελωνοσπηλιά Λυκούριας Καλαβρύτων από τους Χονδρογιανναίους, στην Φροξυλιά, στο γεφύρι του Αμπήμπαγα και αλλού, ενώ η κορύφωση των γεγονότων έγινε με την απελευθέρωση της πόλεως των Καλαβρύτων την 21η Μαρτίου 1821, συνεχίστηκε με την μάχη των Πατρών την 21η και 22α Μαρτίου 1821, καθώς και την απελευθέρωση της Καλαμάτας την 23η Μαρτίου 1821 από τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα και τους Μανιάτες του Πετρόμπεη που κι’ αυτοί είχαν ξεκινήσει με ορκωμοσία από την Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 1821.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μερικοί λόγιοι και δημοσιογράφοι, αναφερόμενοι στην περί της επαναστάσεως ιστορική σύγχυση (αφού δεν υπήρξε ένα μόνον γεγονός, αλλά πολλαπλά και ταυτοχρόνως), άρχισαν μία προσπάθεια αναγνωρίσεως της Καλαμάτας ως της πρώτης πόλεως που ελευθερώθηκε και κήρυξε την επανάσταση. Την αρχή αυτή έκανε ο αείμνηστος Καλονάρος την 23η Μαρτίου 1948 με την δημοσίευση στο «Εμπρός – Αθηνών» μερικών ιστορικών περικοπών βάσει των οποίων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Καλαμάτα προηγήθη των Καλαβρύτων και των Πατρών, τον δε Μάρτιο του 1957 στο περιοδικό «Ιστορία και Ζωή» δημοσιεύθηκε άρθρο του καθηγητή και Ακαδημαϊκού Σπ. Β. Κουγέα, στο οποίο συνάγεται το συμπέρασμα ότι το κλέος της επαναστάσεως ανήκει στην Καλαμάτα και τούτο διότι: «η ιστορική οικονομία νίκησε την ιστορία και τα Καλάβρυτα με την συμβολική αίγλη της Αγίας Λαύρας αφήρπασαν το γέρας εκ της Καλαμάτας».
Στις απόψεις των παραπάνω Μεσσηνίων συγγραφέων στηρίχθηκαν και πολλοί μεταγενέστεροι ερευνητές, οι οποίοι στηριζόμενοι στην βιβλιογραφία που είχαν δημιουργήσει οι προηγούμενοι, συντήρησαν και συντηρούν ακόμα τα περί πρωτιάς της Καλαμάτας.
Η αντιπαράθεση των ιστορικών ερευνητών αναφορικά με την πρωτιά της κηρύξεως της επαναστάσεως του 1821 στην Πελοπόννησο, έχει δυστυχώς λάβει μεγάλες διαστάσεις φιλολογικής αντιδικίας, σε σημείο μάλιστα που συχνά να λησμονείται η ουσία των επαναστατικών γεγονότων, αφού από Εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας, υποβαθμίζεται σε τοπικό κίνημα!!!
Για λόγους εξισορροπήσεως των απόψεων, είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερθούμε έστω και εν συντομία στα ιστορικά γεγονότα της ενάρξεως της επαναστάσεως στον κυρίως Ελλαδικό χώρο και ειδικότερα στην Πελοπόννησο (αφού βεβαίως στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες είχε δοθεί το έναυσμα ήδη με τους Ιερολοχίτες τον Φεβρουάριο του 1821) .
Ως προανεφέρθη, μετά την σύναξη του Αιγίου (Βοστίτσας), οι Μωραΐτες (Μωραλήδες) Τούρκοι οι οποίοι είχαν αρχίσει ήδη από καιρό να υποψιάζονται αυτονομιστικές επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων στη Πελοπόννησο, θέλησαν να παγιδεύσουν τις ηγετικές κεφαλές των Ελλήνων στην Τρίπολη, ούτως ώστε αυτοί να μείνουν χωρίς αρχηγούς.
Από τα τότε μέσα «αντικατασκοπίας» των Ελλήνων *(Σημ!.: Λέγεται πώς βοήθησε και η Αϊσέ, κόρη του Αρναούτογλου , Βοεβόδα Καλαβρύτων, η οποία κατά την παράδοση διατηρούσε ερωτική σχέση με τον Παναγιωτάκη Φωτήλα) μαθεύτηκαν τα ανωτέρω και οι Καλαβρυτινοί πρόκριτοι παρότι αρχικά έδειξαν πρόθεση αναχωρήσεως για την Τρίπολη, την 9η Μαρτίου 1821 (Ιστορία Δ. Κόκκινου Α’ σελ. 254, αλλά και τ’ απομνημονεύματα του Π.Π. Γερμανού) στα μισά του δρόμου προφασιζόμενοι ασθένεια γύρισαν πίσω στα Καλάβρυτα. Η ενέργειά τους αυτή τους εξέθεσε έναντι των Οθωμανικών Αρχών και αναγκάσθηκαν να λάβουν συντομότερες αποφάσεις αναφορικά με την έναρξη του αγώνος.
Τόπος επιστροφής των προκρίτων, που ανέστειλαν την άφιξή τους στην Τριπολιτσά, ήταν η Α. Κλειτορία (Καρνέσι) και η Αγία Λαύρα στην οποία έφθασαν το βράδυ της 11ης προς 12η Μαρτίου 1821. Την επομένη οι Χαραλάμπης, Λόντος, Φωτήλας, Ζαΐμης, Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο επίσκοπος Κερνίτσης Καλαβρύτων Προκόπιος, πραγματοποίησαν σύσκεψη αναφορικά με τις ενέργειές τους οι οποίες θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικές ούτως ώστε αφενός να μην γίνει αντιληπτό το σχέδιο της επαναστάσεως, αφετέρου να προφυλαχθούν οι ζωές των προκρίτων που ήταν ήδη στην Τρίπολη και βεβαίως οι ίδιες οι ζωές τους. Την παραμονή της επαναστάσεως η επαρχία Καλαβρύτων μπορούσε να προτάξει περίπου 5.000 αγωνιστές και 70 εμπειροπόλεμους καπετάνιους. Μεταξύ των προκρίτων χρειάσθηκαν πολλές συσκέψεις για την λήψη αποφάσεως, η οποία τελικώς δεν προέκυπτε, βασικά λόγω επιφυλάξεων των ιερέων.
Εν τω μεταξύ και ενώ οι πρόκριτοι συνεδρίαζαν στην Αγία Λαύρα, ο οπλαρχηγός Νικόλαος Σολιώτης προφανώς κατόπιν μυστικής εντολής του Χαραλάμπη – ο οποίος επιθυμούσε την άμεση έναρξη της επαναστάσεως – την 14η Μαρτίου 1821 στο χωριό Αγρίδι της Νωνάκριδος Καλαβρύτων και στην θέση Πόρτες, φόνευσε μερικούς Τούρκους φοροεισπράκτορες και γραμματοφόρους του Μεχμέτ – Σαλίχ οι οποίοι μετέβαιναν στα Ιωάννινα στον Χουρσίτ Πασά προερχόμενοι από την Τρίπολη, ζητώντας του ενισχύσεις (Γ. Λαμπρινός «μορφές του ‘21» σελ.106).
Επίσης την 16η Μαρτίου 1821, στην θέση Χελωνοσπηλιά Λυκούριας Καλαβρύτων, οι οπλαρχηγοί Χοντρογιάννης, Λαμπρούλιας, Ασημάκης, Γιάννης Ντόλκας και ο Γ. Δημόπουλος με την συναίνεση του γερό Ασημάκη Ζαΐμη, χτύπησαν τον Λαλαίο Σεϊντή Σιπαχή και τον εκ Βυτίνας Τραπεζίτη Ταμπακόπουλο, το αυτό συνέβη και στην τοποθεσία Φροξυλιά Τουρλάδας, συγχρόνως δε στα χωριά του Λειβαρτζίου κατά διαταγή του Παναγιωτάκη Φωτήλα, Καλαβρυτινόπουλα εφόνευσαν 2 Σιπαχήδες από την Τρίπολη των οποίων τα πτώματα είδε στην άκρη του δρόμου και ο τότε μαθητής στο σχολαρχείο Σοπωτού και μετέπειτα γραμματέας του Πάνου Κολοκοτρώνη και δικηγόρος, Θεοδ. Ρηγόπουλος, εκ Φιλίων. Παράλληλα ο Νικόλαος Σολιώτης κτύπησε και τους φοροεισπράκτορες Τσιπογλαίους κοντά στα Αρφαρά, ενώ στις 18 Μαρτίου πάλι ο Σολιώτης κτύπησε 60 Τουρκαλβανούς στην Βερσοβά Ανατ. Αιγιαλείας.
Στις 17 Μαρτίου, στο γεφύρι του Αμπήμπαγα συνελήφθη ο Σελήμ αγάς, κλειδούχος του Ναυπλίου προερχόμενος από την Πάτρα. Τέλος σκοτώθηκε και ο οθωμανός τοπάρχης Φελλόης Μουλά Γιακούπ.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι πρόκριτοι παρότι φαινομενικά κατά την διάρκεια της συσκέψεως εφαίνοντο διστακτικοί αναφορικά με την έναρξη της επαναστάσεως, στην ουσία την επιθυμούσαν το συντομότερο δυνατόν και προς τούτο είχαν ενημερώσει τα πρωτοπαλίκαρα τους να αρχίσουν τις επαναστατικές κινήσεις, πράγμα που έγινε.
Κατόπιν των ανωτέρω τετελεσμένων γεγονότων και δεδομένου του ότι οι λοιπές «κεφαλές» της Πελοποννήσου βρίσκονταν είτε εγκλωβισμένες, είτε υπό στενή παρακολούθηση, το βράδυ της 16ης Μαρτίου ξημερώματα της 17ης, εορτής του Αγίου Αλεξίου ο οποίος εορτάζεται στην Αγία Λαύρα ως προστάτης άγιος (εκεί ευρίσκεται η Κάρα του κατόπιν δωρεάς του Εμμανουήλ Παλαιολόγου το 1414) και στου οποίου τη «χάρη», –όπως κάθε χρόνο αφού πρόκειται περί τοπικής θρησκευτικής πανηγύρεως — θα συνέρεε πλήθος Καλαβρυτινών απ’ όλη την επαρχία, ο Ασημάκης Φωτήλας κατά την διάρκεια της τρίτης συσκέψεως των προκρίτων, εξανιστάμενος, φανέρωσε τις αληθινές του προθέσεις λέγοντας ότι έπρεπε να επαναστατήσουν πάραυτα.
Την άποψη πώς η επανάσταση έπρεπε ν’ αρχίσει άμεσα, δηλαδή στις 17 Μαρτίου 1821 (παλαιό ημερολόγιο), ενίσχυσε το γεγονός ότι ήδη λόγω της εορτής του Αγίου Αλεξίου – ως προελέχθη – θα συνέρεαν στην Μονή Αγ. Λαύρας όλοι οι τοπικοί οπλαρχηγοί, καθώς και πλήθος κόσμου η δε σύναξη αυτή δεν θα προβλημάτιζε τους Τούρκους εφόσον θα ήταν στα πλαίσια της ετήσιας θρησκευτικής πανηγύρεως, θα βοηθούσε όμως τους Έλληνες ούτως ώστε να συνεδριάσουν όλοι μαζί κάτω από την «μύτη» των Οθωμανών και να πάρουν άμεσες συλλογικές αποφάσεις για την έναρξη του αγώνα στην Πελοπόννησο, τον οποίο όλοι περίμεναν από στιγμή σε στιγμή.
Επίσης ένα άλλο γεγονός το οποίο τελικώς βάρυνε στην απόφαση της ενάρξεως του αγώνα παρά τις όποιες επιπτώσεις, ήταν η γνώση του Ζαΐμη περί της αποφάσεως των Κανέλλου Δεληγιάννη, Σπηλιωτόπουλου και Παπαφλέσσα ότι δεν θα έπρεπε να αναβληθεί το κίνημα έστω και εάν έπεφταν τα κεφάλια των προεστών και δεσποτάδων στην Τρίπολη (Σπ. Μελάς «O Γέρος του Μωριά» σελ. 254).
Την 17η Μαρτίου 1821 ημέρα του Αγίου Αλεξίου κατόπιν της λειτουργίας, και της θρυλούμενης ορκωμοσίας, άρχισαν να δίνονται από τους προκρίτους οι στρατιωτικές εντολές προς τα πρωτοπαλίκαρά τους οι οποίες ολοκληρώθηκαν την 18η Μαρτίου 1821, ημερομηνία κατά την οποία αυτοί αναχώρησαν για τις θέσεις τους σε όλη την επαρχία Καλαβρύτων (ο Παναγ. Φωτήλας για Αροανία, Πάος, Ψωφίδα), την Πάτρα (ο Π.Πατρών αναχώρησε μαζί με τους Ανδρέα Ζαΐμη και Προκόπιο για τα Νεζερά Πατρών και έτσι βρέθηκαν στην Πάτρα την 21η Μαρτίου1821), το Αίγιο (ο Ανδρ. Λόvτoς) και άλλα μέρη.
Kατά την παραπάνω δε ημερομηνία αναχώρησαν και οι αγγελιοφόροι του μηνύματος της αποφάσεως για την έναρξη της επαναστάσεως, ειδικά δε προς την Καλαμάτα όπου ανέμεναν οι Μαυρομιχαλαίοι με τον Κολοκοτρώνη, έχοντας συμπτωματικά ξεκινήσει και αυτοί από την Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 1821.Κατόπιν της ανωτέρω καταστάσεως και της αναχωρήσεως των οπλαρχηγών για τις θέσεις τους, στην Αγ. Λαύρα παρέμειναν οι Σωτ. Χαραλάμπης, Σωτ. Θεοχαρόπουλος, Νικ. Σολιώτης, ο Μουρτογιάννης και οι Πετμεζάδες μετά 600 και πλέον στρατολογηθέντων ανδρών της επαρχίας Καλαβρύτων.
Η 19η Μαρτίου 1821 κύλησε όπως και η 18η, δηλαδή με αναχωρήσεις και οργανώσεις των Ελλήνων, η δε Τουρκική φρουρά των Καλαβρύτων με τον αρβανίτικης καταγωγής μουσουλμάνο μπεκτασί διοικητή της Αρναούτογλου «ταμπουρώθηκε» εντός της πόλεως των Καλαβρύτων διότι αντελήφθησαν πως δεν επρόκειτο περί πανηγύρεως, αλλά για οργανωμένη στρατωτική/ επαναστατική κίνηση των Ελλήνων.
Την 20η Μαρτίου 1821 οι εναπομείναντες στην Αγία Λαύρα πολεμιστές, αφού πήραν ένα μικρό κανονάκι της μονής και αντί για σημαία (μπαϊράκι), το κάλυμμα της ωραίας πύλης της εκκλησούλας του Αγ. Αλεξίου, (το γνωστό λάβαρο, δώρο στην μονή των γυναικών της Σμύρνης της Μ. Ασίας), με σημαιοφόρο τον Αγιολαυρίτη ιεροδιάκονο Γρηγόριο Ντόκο « …… κατήλθαν στον πέριξ των Καλαβρύτων χώρο…..» και τα ξημερώματα της 21ης Μαρτίου 1821 άρχισαν τις εχθροπραξίες με την φρουρά της πόλεως την οποία κατέβαλαν αυθημερόν μετά από μάχη και όχι απλούς εορταστικούς «πυροβολισμούς», όπως εσφαλμένως αναγράφουν μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί, ελευθερώνοντας έτσι την πόλη των Καλαβρύτων, η οποία ήταν εύρωστη και πολύ σημαντική για την διοίκηση των Τούρκων στην Βόρεια Πελοπόννησο. Σημειωτέον δε ότι κατά το έτος 1816 κατέβαλε ετήσιο χαράτσι δεκαπλάσιο του Πύργου Ηλείας, διπλάσιο του Αιγίου, τριπλάσιο των Πατρών και σχεδόν διπλάσιο της Γαστούνης.
Εν κατακλείδι και σύμφωνα με τα όσα εκθέσαμε ως τώρα, με σαφήνεια προκύπτει πώς πριν την 17η Μαρτίου 1821 απεφασίσθη υπό των Καλαβρυτινών προκρίτων το τόλμημα της ενάρξεως του αγώνα στην Πελοπόννησο.
Την 17η Μαρτίου 1821 έγινε στην Αγία Λαύρα αυτό που ονομάζουμε ορκωμοσία, ενώ ακολούθησε λειτουργία στην μνήμη του Αγ. Αλεξίου, παρότι δε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρεται ρητά σε τέτοιο περιστατικό στα απομνημονεύματά του, εν τούτοις το γεγονός διασώζεται στις οικογενειακές προφορικές παραδόσεις των Καλαβρυτινών, στα δημοτικά τους τραγούδια, καθώς και εγγράφως στα πιστοποιητικά των Καλαβρυτινών αγωνιστών που βρίσκονται αρχειοθετημένα στο αρχείο αγωνιστών στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Την ίδια ημέρα πρέπει να έγινε και η κατάστρωση του πολεμικού σχεδίου και επομένως τα περί Αγ. Λαύρας, μπορεί να μην έγιναν ακριβώς όπως αποτυπώθηκαν στους ζωγραφικούς πίνακες, ή τα κατέγραψε η λαϊκή μούσα, πλην όμως δεν είναι μύθος απλά έγιναν μία εβδομάδα νωρίτερα της 25ης Μαρτίου 1821. Στην συνέχεια, την 19η Μαρτίου 1821 διεμηνύθη η έναρξη του αγώνα στην Καλαμάτα.
Την 21η Μαρτίου 1821, έγινε η επίθεση κατά των Καλαβρύτων, η κατάληψη και η απελευθέρωσή τους μετά από μάχη, καθώς και η αιχμαλωσία της φρουράς και του Διοικητού της Αρναούτογλου (9 ιστορικοί συμφωνούν σε αυτό).
Επίσης την 21η Μαρτίου 1821, από το Ρίο πραγματοποιήθηκε είσοδος στην Πάτρα 100 Τούρκων υπό τον Γιουσούφ – Σελήμ για να περιορίσουν τους επαναστατημένους Έλληνες. Άρχισαν οι εχθροπραξίες στο Αίγιο και την Αγία Τριάδα Πατρών, ενώ έγινε επίθεση κατά της οικίας Παπαδιαμαντοπούλου, με αντεπίθεση των Ελλήνων, η συμπλοκή στο Τάσι και ο φόνος του επτανησίου Β. Ορκουλάτου.
Την 22α Μαρτίου 1821 κηρύχθηκε η επανάσταση των Πατρών, έγινε η είσοδος στην πόλη του Παπαδιαμαντόπουλου με τους Κουμανιωταίους και τον Ανδρέα Λόντο μετά 300 ανδρών υπό ερυθρές σημαίας με μέλανα σταυρό. Ομοίως έγινε και η είσοδος του Π.Πατρών Γερμανού, του Προκοπίου, των Αν, Ζαΐμη και Βεν. Ρούφου στην πλατεία Αγ. Γεωργίου, όπου υψώθηκε η σημαία του Α. Λόντου.
Στις 23 και 24 Μαρτίου 1821 έγινε η σύσταση του Αχαϊκού Διευθυντηρίου στην Πάτρα, στην δε Καλαμάτα πραγματοποιήθηκε είσοδος των Ελληνικών σωμάτων με Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα και Μαυρομιχαλαίους που είχαν ξεκινήσει από την Αρεόπολη της Μάνης συμπτωματικά και αυτοί στις 17 Μαρτίου 1821 όπως προαναφέρθηκε. Τότε συνεστήθη και η Μεσσηνιακή Γερουσία.
Στις 24 και 26 Μαρτίου 1821, αντιστοίχως κοινοποιήθηκε στα Προξενεία των χριστιανικών Ευρωπαϊκών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Καλαμάτα και την Πάτρα η προκήρυξη (declaratίon) της επαναστάσεως, με περισσότερο σημαντική αυτή που κοινοποιήθηκε στον Πρόξενο της Αγγλίας Green (Γκρήν) , όπου ξεκάθαρα αποσαφηνίζεται ο Εθνικός χαρακτήρας της επανάστασης (self determination αυτοδιάθεση ). Τέλος μία εξ αυτών των διακηρύξεων εδημοσιεύθη και στην Γαλλική εφημερίδα Le Costitutionnel την 6η Ιουνίου 1821, οπότε η εθνεγερσία έλαβε και διεθνή πολιτικό χαρακτήρα.
Αυτή λοιπόν η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου (ημέρα θρησκευτική λόγω του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αλλά και συμβολική που συγκεντρώνει όλα τα προγενέστερα αυτής περιστατικά), με την σύμφωνη γνώμη των αγωνιστών και πρωταγωνιστών της επανάστασης, το 1838 έγινε Βασιλικό διάταγμα του Όθωνα και καθιερώθηκε ως εθνική επέτειος (σημ.: ως εθνική γιορτή καθιερώθηκε μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Α’) μένοντας έτσι ως ορόσημο της Ελληνικής πανεθνικής παλιγγενεσίας.
Ομοίως με την σύμφωνη γνώμη των αγωνιστών, οι Καλαβρυτινοί και η πόλη τους, λόγω του ρόλου της Αγ. Λαύρας ως σημείου επαναστατικών συνελεύσεων, αναγνωρίστηκαν ως οι πρώτοι μεταξύ ίσων, αφού ουδείς υποβάθμισε τον ρόλο και την σημασία των λοιπών Ελλήνων, Μανιατών, Υδραίων, Σπετσιωτών, Ψαρριανών, Ρουμελιωτών, Σουλιωτών κλπ.
Ας μείνουμε λοιπόν πιστοί σ’ αυτό που οι πρωταγωνιστές του αγώνα συναποφάσισαν και μην δημιουργούμε ανούσιες συγχύσεις. Τέλος ας δούμε την ουσία χωρίς να υποβαθμίζουμε την πανελλήνια σημασία του αγώνα σε μόνον τοπικής σημασίας γεγονός, για να μην καταντήσουμε σαν τους Ποσειδωνιάτες του Καβαφικού ποιήματος που:
«Την γλώσσα την Ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν τόσους
αιώνες ανακατεμένοι με Τυρρηνούς και με Λατίνους και άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμεινε προγονικό ήταν μιά Ελληνική γιορτή με
τελετές ωραίες με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κι είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής τα παλαιά έθιμα να διηγούνται και τα Ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πιά τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνται που κι’ αυτοί ήσαν Έλληνες – Ιταλιώται ένα καιρό και αυτοί.
Και τώρα πώς ξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζούν και να ομιλούν
βαρβαρικά, βγαλμένοι – ώ συμφορά – από τον Ελληνισμό..».