“Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα, όπου η μωαμεθανική θρησκεία και οι μωαμεθανικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται… Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Άρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία… Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης θα θεωρείται προδοσία προς την τουρκική αυτοκρατορία.” (Απόφαση του Συνεδρίου των Νεότουρκων και του κόμματος εξουσίας Ένωση και Πρόοδος – Νοέμβριος 1911 )
Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη εκδήλωση της απόφασης του τουρκικού εθνικισμού για την καταστροφή της πολυπολιτισμικής και πολυεθνοτικής οθωμανικής κοινωνίας. Με τον όρο «οθωμανοποίηση» οι Νεότουρκοι εννοούν τον εκτουρκισμό των χριστιανικών κοινοτήτων
Το ιδεολογικό πλαίσιο είχε χαραχθεί από τον Ziya Gokalp, ιδεολογικό πατέρα του τουρκικού εθνικισμού, ο οποίος καλούσε για τον τερματισμό της «ψευδαίσθησης περί ισότητας μουσουλμάνων και χριστιανών». Ο ίδιος περιέγραφε τo 1911 στο περιοδικό «Yeni Hayat” και το νέο άνθρωπο : «οι Τούρκοι ήταν οι ‘υπεράνθρωποι’ που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…» Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam στο βιβλίο του «A Shameful Act», υποστηρίζει ότι ο Gokalp, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την εκπόνηση της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Στόχος του Gokalp ήταν η διαμόρφωση «εθνικής οικονομίας», η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την «εθνική ομοιογένεια».
H απόφαση των Νεότουρκων του 1911, σηματοδοτεί την εμφάνιση μιας νέας μεθοδολογίας στη σύγχρονη ιστορία. Ένα κόμμα εξουσίας αποφασίζει ανοιχτά και επισήμως να ασκήσει βία κατά όσων υπηκόων της δεν πληρούν ορισμένες από τις πολιτισμικές προϋποθέσεις που αυτό αυθαιρέτως θέτει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι διώξεις και οι σφαγές στη προνεωτερική εποχή οφείλονταν σε μια ενστικτώδη, αυθόρμητη εκδήλωση του θρησκευτικού –κυρίως- συναισθήματος υπεροχής. Η πολιτική των Νεότουρκων εκφράζει τη νέα μεθοδολογία του εθνικισμού, ο οποίος ψυχρά και υπολογισμένα επιλέγει το θύμα και εκπονεί συγκεκριμένες στρατηγικές με στόχο την εξόντωσή του. Αυτό το άγνωστο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο εντάσσει την πολιτική των Νεότουρκων στην κατηγορία εκείνη που θα γίνει γνωστή στο σύγχρονο κόσμο με τους Ναζί και τη μελετημένη εξόντωση των Εβραίων. Αυτή ακριβώς η μέθοδος των Ναζί -που θα γίνει γνωστή με τον ελληνικό όρο «Ολοκαύτωμα»- δηλώνει την ψυχρή και αποφασισμένη πολιτική «…για να καθαρίσουν την κοινωνία από ότι θεωρούσαν βρώμικο και άρρωστο, να την κάνουν τελεία, καθαρή και υγιή. Το ολοκαύτωμα ήταν ένα πείραμα καθαριότητας. Ήθελαν την αγνή άσπιλη, αμόλυντη τελεία κοινωνία, ένα όνειρο καθαρότητας…..». Στη νεοτουρκική περίπτωση, στη θέση των Εβραίων βρέθηκαν οι χριστιανικές ομάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αρμένιοι, οι Έλληνες της Ανατολής, οι Ασσύριοι, οι Αραμαίοι….
Προς την τελική λύση
Mετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η γραμμή του 1911 εκφράστηκε με τη δημιουργία συγκεκριμένων θεσμών, όπως το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών. Ο Taner Aksam γράφει: «Υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Gokalp συνέταξε ειδικές μελέτες για τις μειονότητες της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των Αρμενίων. Αυτές ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου να συγκεντρωθεί λεπτομερής γνώση για την εθνικοθρησκευτική δομή της Ανατολίας. Ένα ειδικό τμήμα, το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών, το οποίος συστάθηκε το 1913, ασχολιόταν ειδικά με ζητήματα διασκορπισμού και επανεγκατάσης πληθυσμών.»
Για την υλοποίηση των σχεδιασμών είχε δημιουργήθεί μια παρακρατική οργάνωση με την επονομασία Ειδική Επιτροπή (Teskilat i Mahsusa), για να φέρει εις πέρας τις εκτοπίσεις. Η δράση της Επιτροπής θα ξεκινήσει τη δράση της με τους Έλληνες της Ιωνίας. Ο Taner Aksam γράφει: «Η δράση της εναντίον του ‘εσωτερικού εχθρού’ είχε αρχίσει πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού του Αιγαίου, μέσω τρομοκρατίας και απαλλοτρίωσης των ιδιοκτησιών του, είχε πραγματοποιηθεί ως μέρος του σχεδίου για την ομογενοποίηση της Ανατολίας.»
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε η «εκκαθάριση θυλάκων μη τουρκικών πληθυσμών που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατηγικά σημεία» (Celal Bayar, “Ben Yazdim”). Το σχέδιο είχε την απόλυτη υποστήριξη των Γερμανών συμμάχων των Νεότουρκων και κάποια σημεία του υλοποιήθηκαν από κοινού. O Taner Aksam αναφέρει: «Συντάχθηκαν λεπτομερή σχέδια για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας μέσω της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών. Τα ίδια μέτρα εφαρμόστηκαν στην περιοχή του Αιγαίου από την άνοιξη του 1914. Η Επιτροπή Ένωση και Πρόοδος πήρε μια ξεκάθαρη απόφαση. Η πηγή των προβλημάτων στη δυτική Ανατολία θα απομακρυνόταν, οι Έλληνες θα εκδιώκονταν με πολιτικά και οικονομικά μέτρα. Πριν από οτιδήποτε άλλο ήταν ανάγκη να αποδυναμωθούν οι οικονομικά ισχυροί Έλληνες…. Αποφασίστηκε να επικεντρωθούν οι δραστηριότητες γύρω από τη Σμύρνη που θεωρείτο κέντρο της υπονομευτικής δραστηριότητας.» Οι Τούρκοι εθνικιστές, με τη βία του μιλιταριστή εφόσον διαμορφώθηκαν εντός του οθωμανικού στρατού, υπήρξαν εξαιρετικά βίαιοι προς τις χριστιανικές κοινότητες της Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο αυτή.
Έτσι θα πραγματοποιηθεί η πρώτη φάση της γενοκτονίας. Στο τέλος του Πολέμου θα επιχειρηθεί η καταγραφή των αποτελεσμάτων αυτής της πολιτικής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα εκδώσει το 1919 τον απολογισμό με τίτλο “Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918)”. Η “Μαύρη Βίβλος”, συντάχθηκε από την Κεντρική Επιτροπή υπέρ των Μετατοπισθέντων Ελληνικών Πληθυσμών, εκδόθηκε στα ελληνικά και στα γαλλικά. Στον Πρόλογο αναφέρονται μεταξύ άλλων: “Το κακόν εκορυφώθη κατά τον παγκόσμιον πόλεμον, ότε πλείσται ελληνικαί επαρχίαι της αυτοκρατορίας εκλονίσθησαν εκ θεμελίων ή και εντελών κατεστράφησαν. Είνε ανεκδιήγητα τα δεινοπαθήματα, τα οποία υπέστησαν οι εκδιωχθέντες εκ των εστιών αυτών Έλληνες. Διεσκορπίζοντο οι δυστυχείς ούτοι εις χωρία καθαρώς τουρκικά, ημποδίζετο εις αυτούς η εκ μέρους των Πατριαρχείων διανομή βοηθημάτων, εστερούντο εκκλησιών και ιερέων… και εξηναγκάζοντο δια τοιούτων και άλλων μέσων εις εξισλάμισιν. Τοιουτοτρόπως Δε, πληθυσμός ομογενής εκ 490063 ψυχών, διασπαρείς ανά τα όρη, τας χαράδρας και τα τουρκικά χωρία, υπέστη εν τοις πλείστοις τον εξ ασιτίας, του ψύχους και των στερήσεων θάνατον.”
1919-1922 : Μια αποτυχημένη προσπάθεια
Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι χριστιανικές κοινότητες πίστεψαν ότι είχε έρθει η ώρα της λύτρωσης και της δικαίωσης. Η Συνθήκη των Σεβρών θα προσπαθήσει να εκφράσει εν μέρει τα δικαιώματα αυτά, στο πλαίσιο πάντα της ρύθμισης των συμφερόντων των μερών που απάρτιζαν το Μέτωπο των συμμάχων. Όσο και αν φαντάζει παράξενο, η μεταπολεμική αυτή ρύθμιση ήταν απολύτως συμβατή τότε με τις αναλύσεις των μεγάλων Ελλήνων σοσιαλιστών Σκληρού και Γληνού, καθώς και με τις απόψεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Γνώριζε πολύ καλά η Λούξεμπουργκ τις ταξικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και γι’ αυτό καλούσε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα να στηρίξει τα χριστιανικά κινήματα της Αυτοκρατορίας: «…Η σημερινή μας θέση στο Ανατολικό Ζήτημα είναι να αποδεχτούμε τη διαδικασία διάλυσης της Τουρκίας ως μια υπαρκτή πραγματικότητα και να μην κάνουμε σκέψη ότι θα μπορούσε ή θα έπρεπε κανείς να τη σταματήσει και να εκδηλώσουμε στους αγώνες για αυτοδιάθεση των χριστιανικών εθνών την απεριόριστη συμπαράστασή μας.»
Η εμπλοκή της Ελλάδας με την Μικρασιατική Εκστρατεία υπήρξε νομοτελειακή εξέλιξη, τόσο των συμφερόντων της καθώς και των συμφερόντων του «εν Τουρκία Ελληνισμού», όσο και των συμφερόντων της Μεγάλης Βρετανίας. Με μια έννοια, υπήρξε μια μοναδική ιστορική στιγμή, όπου τα συμφέροντα της μεγαλύτερης δύναμης εκείνης της εποχής συμβάδισαν με τα συμφέροντα των Ελλήνων.
Οι Τούρκοι εθνικιστές θα προσπαθήσουν να ανατρέψουν τις εξελίξεις αυτές με το κεμαλικό αντι-οθωμανικό κίνημα. Οι παρακρατικές ομάδες της Teskilat i Mahsusa, θα πλαισιώσουν πρώτες το κίνημα αυτό και θα αγωνιστούν για τη σωτηρία τους αφενός και για την υλοποίηση των αρχικών σχεδίων που είχαν σταματήσει με τη νεοτουρκική ήττα. Τελικά, οι δυνάμεις αυτές των κεμαλικών θα βοηθηθούν να πετύχουν τους στόχους τους από τις μοναρχικές ελληνικές δυνάμεις της «μικράς πλην εντίμου», τον ανορθολογισμό του Βενιζέλου και την πολιτική του νεαρού ελλαδικού κομμουνιστικού κινήματος. Οι εσωτερικές αντινομίες του ελλαδικού ελληνισμού θα οδηγήσουν σε μια ήττα, η οποία καθόλου δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ακατανόητη απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου να προχωρήσει στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, θα φέρει στην εξουσία το αντιπολεμικό και αντιμικρασιατικό, φιλογερμανικό Λαϊκό Κόμμα και τον ανεπιθύμητο βασιλιά Κωνσταντίνο.
Το μέλλον των Ελλήνων στην Ανατολή το ήξεραν καλύτερα οι ίδιοι οι Τούρκοι εθνικιστές. Η επίσημη εφημερίδα του Κεμάλ στην Άγκυρα έγραφε στις 28 Οκτωβρίου1920 για τις επερχόμενες ελληνικές εκλογές : «Οι ελληνικές εκλογές θα κρίνουν την τύχη του Μικρασιατικού πολέμου. Πτώση του Βενιζέλου σημαίνει και πτώση της Ελλάδας στην Μικρά Ασία…». Ενώ στις διαδηλώσεις των Τούρκων εθνικιστών στην Άγκυρα κυριαρχούσε το σύνθημα : «Μπιν γιασασίν Μουσταφά Κεμάλ/ Γιασασίν Κωνσταντίνος/ Καχρολσούν Βενιζέλος» («Πολύ ζήτω στον Μουσταφά Κεμάλ/ Ζήτω στον Κωνσταντίνο/ Κατάρα στον Βενιζέλο»).
Εν κατακλείδι
Η καλή γνώση των τότε γεγονότων, των εσωτερικών αντιθέσεων, τόσο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και του Ελληνικού Βασιλείου, ο Διχασμός των Ελλήνων σε δύο αντιμαχόμενα κοινωνικά σύνολα, η αντιμετώπιση των προσφύγων και της ιστορικής μνήμη αποτελούν και σήμερα ζητήματα προς διερεύνηση μιας απροκατάληπτης ιστοριογραφίας. Η νεοελληνική ιστοριογραφία συνήθισε να μελετά τα γεγονότα στην Ανατολή μέσα από το πρίσμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-1922. Ως αποτέλεσμα αυτού, έχει διαμορφωθεί –για άλλη μια φορά- μια ελλειπτική γνώση, η οποία αγνοεί βασικές παραμέτρους και κινείται στο ενοχικό πλαίσιο, που διαμόρφωσαν τα μετά το ’22 κυρίαρχα ιδεολογήματα. Και επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, με πυρήνα τους λεγόμενους «νέους ιστορικούς», επανεμφανίζεται με σύγχρονη μορφή μια παρωχημένη σχολή ερμηνείας, που αμφισβητεί τις γενοκτονίες, αιτιολογεί την πολιτική των Νεότουρκων και υποβαθμίζει πλήρως τον παράγοντα του ελληνισμού της Ανατολής.
Πάντως, το νέο εντυπωσιακό στοιχείο που εμφανίζεται τώρα, είναι ότι από την άλλη πλευρά του Αιγαίου αναπτύσσεται μια τέτοια απροκατάληπτη ιστοριογραφία, η οποία δεν καθορίζεται από τα νεοελληνικού τύπου ταμπού, ούτε τις αμφιθυμίες και την παραδοσιακή απόρριψη και μνησικακία κατά των προσφύγων. Εμφανίζονται επίσης και θαρραλέες οργανώσεις πολιτών που δεν διστάζουν να μιλήσουν για το βαρύ αυτό παρελθόν.
Ο Τούρκος πρόεδρος του ‘Συλλόγου Ενάντια στη Γενοκτονία’ Αλί Ερτέμ σημειώνει τα εξής: “ Η εξόντωση των χριστιανικών λαών που βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση, από το 1912 ως το 1918….. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε μετά τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και διήρκεσε μέχρι το 1922 (σε κάποια φάση, όπως στον Πόντο, μέχρι το 1924)… Το τουρκικό κράτος προσπαθεί να χτίσει το μέλλον της κοινωνίας του πάνω στην άρνηση αυτής της πραγματικότητας…. Μ΄ αυτόν τον τρόπο ανοίγεται ο δρόμος για νέα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας μέχρι και για νέες γενοκτονίες. ”
Μια Μαρτυρία και δύο Θρήνοι
Η βιαιότητα της σφαγής της Σμύρνης –όπως και όλης της ιωνικής παραλίας- το Σεπτέμβρη του 1922, αποτυπώνεται ανάγλυφα μέσα από μαρτυρίες, που είτε έχουν συλλεγεί είτε έχουν εκδοθεί. Συγκλονιστική είναι η Μαρτυρία της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι, έντεκα χιλιόμετρα βορειανατολικά της Σμύρνης(“Έξοδος“, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών):
«…Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. “Βοήθεια! Βοήθεια!” φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στην χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό….».
Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες θρήνησαν τη μεγάλη Καταστροφή. Ένα χαρακτηριστικό ρεμπέτικο που τραγούδησε ο Κώστας Ρούκουνας είναι το εξής:
Σαν της Σμύρνης το γιανκίνι,
Στο ντουνιά δεν έχει γίνει,
Κάηκε κι έγινε στάχτη
Κι έβγαλ’ ο Κεμάλ το άχτι
Κάψανε τη Βαγγελίστρα,
που τη χτίζαν μέρα-νύχτα.
Κάψανε το Σταυροδρόμι
Και του Φάσουλα ακόμη.
Σμύρνη, φτωχομάνα Σμύρνη,
Πούναι η ομορφιά σου εκείνη,
Κάηκες από θεμέλια
σκεπαστά και μπεζεστένια.
Ένας άλλος μικρασιατικός θρήνος ήταν και αυτός του τραγουδήθηκε από τους Πόντιους του δυτικού Πόντου :
Κοίταξε τις πέτρες της Άγκυρας,
βλέπε και τα δακρυσμένα μου μάτια.
Μείναμε σκλάβοι των Τούρκων,
για δες της μοίρας τα γραμμένα!
Οι λόφοι της Άγκυρας είναι μονοκόμματοι.
Η Ελλάδα κάηκε, κατακάηκε.
Να τυφλωθείς καταραμένε Άγγλε,
στην Ελλάδα δεν απόμεινε καμιά ελπίδα.
Ο στρατός που πήγε για την Άγκυρα
έμεινε εκεί, πεσκέσι στους Τούρκους.
Όσοι μας βοήθαγαν έκαναν πίσω
και τους Έλληνες τους παρέσυρε το κύμα.
(*) Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστορίας των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο