Διαβάζετε τώρα
Η Σμύρνη καίγεται [31 Αυγούστου 1922] – Η πύρινη μέρα…

Η Σμύρνη καίγεται [31 Αυγούστου 1922] – Η πύρινη μέρα…

Ήταν σαν σήμερα, 31 Αυγούστου 1922 (14 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο). Η μικρασιατική τραγωδία φτάνει στο αποκορύφωμά της. Οι ορδές του Κεμάλ είχαν αποφασίσει να εξαφανίσουν καθετί ελληνικό από την πρωτεύουσα της Ιωνίας.

Ένα τμήμα 400 τσετών του Κιορ Πεχλιβάν εισήρθε από τη δυτική πλευρά της Σμύρνης και αμέσως μετά πεζικά τμήματα του τουρκικού στρατού υπό τον στρατηγό Νουρεντίν Μπέη εισέβαλαν στην πόλη και προέβησαν σε μαζικούς διωγμούς και φόνους Ελλήνων.

Έβαζαν φωτιές, λεηλατούσαν, έσφαζαν, βίαζαν, και επιδίδονταν σε κάθε είδους φρικαλεότητα εις βάρος των χριστιανών Ελλήνων και Αρμενίων.

Με πετρέλαιο άναψαν φωτιά πρώτα στην Αρμενική συνοικία. Οι Αρμένιοι, όταν είδαν τους εξαγριωμένους τσέτες, έτρεξαν στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου για να σωθούν. Οι θύτες τους όμως, χωρίς οίκτο, ανατίναξαν το ναό κι έβαλαν φωτιές παντού. Άρχισαν να καίγονται το Αρμενικό νοσοκομείο, η Αρμενική μητρόπολη και η Αρμενική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου μαζί με τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί!

Το αεράκι διευκόλυνε την φωτιά να απλωθεί από σπίτι σε σπίτι και επεκτάθηκε σε έκταση 3.5 χιλιομέτρων. Ορισμένα κτήρια του παραλιακού δρόμου, τους έδωσαν εντολή να μην τα πειράξουν. Οι Τούρκοι στρατιώτες ανατίναξαν όλα τα υπόλοιπα με δυναμίτη. Η φωτιά εμαίνετο όλη την νύχτα και σάρωσε όλη σχεδόν την πόλη! Τούρκοι στρατιώτες ήταν παρατεταγμένοι σε στρατηγικά σημεία της πόλης και σκότωναν όσους Χριστιανούς προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις φλόγες.
Χαρακτηριστικό υπήρξε το γεγονός ότι από τα πρώτα κτίρια που καταστράφηκαν ήταν και το κτίριο του πυροσβεστικού σταθμού Σμύρνης, ενώ βρέθηκε να είχαν επιμελώς απομονωθεί οι υδραγωγοί Χαλκά Βουνάρ που υδροδοτούσαν την πόλη και χρησίμευαν στην πυροπροστασία της!

Μετά οι επιδρομές επεκτάθηκαν στις ελληνικές γειτονιές, και οι μόνες που δεν πειράχτηκαν ήταν η εβραϊκή γειτονιά και η τουρκική. Επί ένα τριήμερο λεηλάτησαν και κατέστρεψαν σπίτια και μαγαζιά..

Η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες. Χιλιάδες Σμυρναίοι, κυρίως ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα καταφεύγουν στην προκυμαία της πρωτεύουσας του Μικρασιατικού Ελληνισμού, αναζητώντας σανίδα σωτηρίας και τρόπο διαφυγής. Πολλοί κρύφτηκαν στα υπόγεια και τις καταπακτές για να σωθούν προσωρινά, αλλά η ασφυξία από τους καπνούς τούς ανάγκασαν να βγουν στους δρόμους, όταν οι φλόγες κύκλωσαν τα σπίτια τους.

Πίσω τους οι Τούρκοι στρατιώτες και οι απειλητικές φλόγες, μπροστά τους η θάλασσα. Καμιά βοήθεια από κανέναν, από πουθενά.

Ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης, τον οποίο τοποθέτησε στη Σμύρνη ο Βενιζέλος, βρισκόταν ήδη μακριά. Είχε διαφύγει στη Γαλλία, με αγγλικό πολεμικό πλοίο.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ολοκληρώνεται η εκκένωση της πόλης από ξένους υπηκόους που επιβιβάστηκαν υπό την προστασία αγημάτων των πολεμικών πλοίων των χωρών τους που είχαν διατεθεί ειδικά και ναυλοχούσαν στον κόλπο της Σμύρνης.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι ο εμπρησμός αυτής ήταν προμελετημένος και καλώς οργανωμένος, καθ’ όσον Τούρκοι στρατιώτες μετέφεραν δοχεία με πετρέλαιο ή έριχναν εμπρηστικές βόμβες, κάτι το οποίο επιβεβαίωσαν και Αμερικανοί αυτόπτες μάρτυρες. Όλες οι αξιόπιστες μαρτυρίες των ξένων παρατηρητών συμπίπτουν στο ότι το πυρ τέθηκε υπό των Τούρκων εκ προμελέτης και κατά προδιαγεγραμμένο σχέδιο.

Εν τω μεταξύ, στην προκυμαία της Σμύρνης εξελίσσονται οι τελευταίες σκηνές της μικρασιατικής τραγωδίας…

Όταν έφθασε η είδηση της βάρβαρης ενέργειας του τουρκικού στρατού εναντίον των Αρμενίων, όλοι όσοι εγκατέλειψαν τα καιόμενα σπίτια και χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες από τις εσωτερικές περιοχές που ακολουθούσαν τον αποχωρούντα Ελληνικό στρατό και είχαν καταλήξει στην Σμύρνη, κατέφυγαν στην προκυμαία αναζητώντας κάποιο πλεούμενο ή κολυμπώντας προσπαθούσαν να πλησιάσουν και να ανέβουν στα ξένα πλοία (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας) που περίμεναν στο λιμάνι. Πάνω από 300.000 άνθρωποι στο στενό χώρο της προκυμαίας, ανάμεσα στις φλόγες και στο λιμάνι της σωτηρίας που ελπίζουν…

Η φοβερή καταστροφή έφτασε και στα σπίτια της παραλίας και αποτέφρωσε όλες τις συνοικίες της Σμύρνης, την Αρμενική, την Ελληνική, την εμπορική και την ευρωπαϊκή, πλην της τουρκικής και της εβραϊκής (κάποιοι Εβραίοι μάλιστα, είχαν βρει μια προσοδοφόρα «εργασία»: πουλούσαν σημαιάκια της Τουρκίας στους Έλληνες τάχα για να τους «σώσουν»).

Ήταν μία των μεγαλυτέρων πυρκαγιών της ιστορίας και θύμιζε την Πομπηία…

Μάλιστα, κατά την διάρκεια της νύχτας, όταν κάτοικοι έντρομοι από τις σημειούμενες εκρήξεις εξέρχονταν στους δρόμους, αντιμετώπιζαν τις περιπόλους που τους καλούσαν να επιστρέψουν σπίτια τους και στην συνέχεια τους πυροβολούσαν για παράβαση του περιοριστικού μέτρου!

Οι πανικόβλητοι Μικρασιάτες που συγκεντρώθηκαν στην προκυμαία, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να επιβιβαστούν στα πλοία που ήταν συγκεντρωμένα στο λιμάνι της Σμύρνης και που εκείνες τις τραγικές στιγμές ήταν η μοναδική σανίδα σωτηρίας που που υπήρχε, αλλά οι ξένοι ναύτες τους εμπόδιζαν με κάθε τρόπο και τους έσπρωχναν στην θάλασσα, με αποτέλεσμα να πνιγούν! Οι ναύαρχοι των πλοίων απωθούσαν ακόμα και τον άμαχο πληθυσμό που έφθανε με τις βάρκες στα πλοία για να σωθεί, μόνο και μόνο γιατί δεν ήθελαν την δυσαρέσκεια με τον Κεμάλ.

Οι λίγοι δημοσιογράφοι, που βρίσκονταν εκεί σιωπούσαν στις ανταποκρίσεις τους, εξαιτίας της απαίτησης συγκράτησης, που αξίωναν οι διπλωματικοί τους αντιπρόσωποι! Επιπλέον οι Τούρκοι στρατιώτες επέπεσαν πάνω στο πανικόβλητο πλήθος για να το απομακρύνουν από την παραλία, να το απωθήσουν προς τα πίσω, και ταυτόχρονα αποσπούσαν τις νταντάδες και τις γυναίκες, για να τις βιάσουν και τελικώς να τις σκοτώσουν.

Όπως καταμαρτυρείται, «Οι Σύμμαχοι και ιδιαιτέρως οι Άγγλοι, επέδειξαν, κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς, ανήκουστον αναισθησίαν! Τα πληρώματα των εν Σμύρνη ναυλαχούντων πολεμικών των, απέκοπτον τας χείρας και εύθραυον τας κεφαλάς των δυστυχών εκείνων Ελλήνων, που ενόμισαν ότι ημπορούσαν, αποφεύγοντες την τουρκικήν μάχαιραν, να εύρουν άσυλον και προσωρινήν φιλοξενίαν εις τα πολεμικά σκάφη. Έστρεψαν, μάλιστα, και τους προβολείς των πλοίων των επί της προκυμαίας της Σμύρνης, δια να απολαύσουν το μακάβριον και ανατριχιαστικόν θέαμα της ομαδικής σφαγής των Ελλήνων.

Και όμως θα ήρκουν τότε ελάχιστοι κανονιοβολισμοί των αγγλικών πλοίων δια να σωθή τουλάχιστον η πόλις και δια να προληφθούν αι σφαγαί και τα μαρτύρια τους πληθυσμού της, ως και του εις αυτής καταφυγόντως Ελληνικού μικρασιατικού πληθυσμού. Αφ’ ετέρου οι Γάλλοι, εις τα Μουδιανιά, έρριψαν ζεματιστό νερό εις όσους απεπειράθησαν να ανέβουν επί των πλοίων των! Τέλος, ο Αμερικανός πρόξενος εν Σμύρνη, όταν πήγε τότε εις γεύμα όπου ήτο προσκεκλημένος και ο Γάλλος πρόξενος, τον ήκουσε να δικαιολογεί με απερίγραπτον κυνισμόν της επιβράδυνσιν της αφίξεώς του: η λέμβος που τον έφερεν από το γαλλικόν πλοίον, προσέκρουσεν εις πτώματα Ελληνίδων γυναικών που έπλεον εις την παραλίαν!».

Κι όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται σε άλλη μαρτυρία, «τόσα πολλά ήταν τα πτώματα που επέπλεαν στην παραλία, ώστε μπορούσες να περπατήσεις πάνω τους».

Η Διδώ Σωτηρίου, μέσα από τα «Ματωμένα χώματα», είναι το ίδιο γλαφυρή για την απάνθρωπη συμπεριφορά των «Συμμάχων»:

«Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να ‘ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των Τσέτηδων!

– Βούρ, κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τούς κερατάδες!).

Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε την μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι Τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τούς τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουν μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Αγίες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Άη Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει».

«Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναυάρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι τής Αντάντ;

Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες την σφαγή και τον ξολοθρεμό μας!

Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς για να μην φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πώς μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε…!».

Τελευταία μέρα Αυγούστου εν έτει 1922 δεν υπήρχε Ελληνικός στρατός στην προαιώνια κοιτίδα 3.000 ετών Ελληνισμού της Μικράς Ασίας! Η Σμύρνη είχε παραδοθεί στις φλόγες (και στον συνωστισμό της Ρεπούση) και οι συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί της ”καθ΄ημάς Ανατολής” ζούσαν το δικό τους δράμα…

View Comment (1)

Leave a Reply

Your email address will not be published.