Διαβάζετε τώρα
Το έπος του ’40

Το έπος του ’40

  • του Γρηγόρη Γ. Καλύβα

«Λυπάμαι διότι γηράσκω και δεν θα ζήσω επί μακρόν διά να ευγνωμονώ τον Ελληνικόν Λαόν, του οποίου η αντίστασις έκρινε τον 2ον Παγκόσμιον Πόλεμον». (Joseph Vissarionovich Tzougasvili Stalin, 1879-1953, Αρχηγός της Σοβιετικής Ενώσεως απο το 1924 έως 1953. Απο ομιλία του που μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός Μόσχας την 31 Ιανουαρίου 1943 μετά την νίκη του Στάλιγκραντ και την συνθηκολόγηση του στρατάρχου Paulus.)

Κάθε φορά που το χρέος μας καλεί να τιμήσουμε αυτούς που έγιναν προσφορά θυσίας, με την απώλεια της ζωής ή της σωματικής αρτιμέλειας, πρέπει να ενθυμούμαστε τους λόγους μεγάλων ανδρών, διότι μόνον αυτών η φωνή μπορεί να υψωθεί ως το οριακό σημείο, στο οποίο καταλήγει «ο τραχύς και δύσκολος της αρετής δρόμος», προς τον οποίο «πετάουν» μόνο τα γόνατα ανδρών γενναίων, όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Κάλβος. 

Η Ελληνική ιστορία εμπεριέχει πράγματι μεγάλα έπη. Έπη που τα δημιούργησε ο Ελληνικός λαός με το αίμα του, τις θυσίες του, την πείνα, την εξαθλίωση, χωρίς να πτοηθεί, χωρίς να  γονατίσει, χωρίς να λογαριάσει επιπτώσεις. Οι Έλληνες αγωνίστηκαν όσο κανένας άλλο έθνος για την ελευθερία, την πατρίδα, την τιμή, την αξιοπρέπεια, τα μεγάλα ιδανικά, δημιουργώντας  νέες Θερμοπύλες και νέες Σαλαμίνες  διδάσκοντας τον πολιτισμένο κόσμο πως η ελευθερία θέλει αρετή και τόλμη, στοιχεία που ο Ελληνικός λαός έχει εκ της φύτρας του.

Το έπος του ’40, για όσους γνωρίζουν καλά την ιστορία, είναι εφάμιλλο του ’21. Γιατί το δημιούργησε η τότε αγνή Ελληνική ψυχή που δονούνταν  από τις μεγάλες αξίες του Έθνους, της ιστορίας και παράδοσης που όταν οι περιστάσεις το απαίτησαν, έγινε ορμητικό ποτάμι που κατέκλυσε τα πάντα στο διάβα του προκειμένου να υπερασπιστεί η  εθνική  τιμή  και αξιοπρέπεια  χωρίς να λογαριάσει συνέπειες, χωρίς υπολογισμούς, χωρίς ιδιοτέλεια, ξεχνώντας  ότι τον χωρίζει, ακόμα  και αυτό το όνομά του, έγινε απλά πατρίδα, όπως έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ («Δεν γνωρίζω πια τ’ όνομα μου· ονομάζομαι πατρίς»).

Η Ελλάδα μας, με ό,τι χαρακτηρίζουμε ως Έπος του 1940, απετέλεσε παγκόσμιο παράδειγμα  και φωτεινό σημείο προς μίμηση, ενώ ο λαός της που πολλά δεινά και θάνατο και πείνα υπέστη από τους Κατακτητές, κατέληξε με το τέλος του πολέμου και την αποτίναξη του ζυγού τους, δεινοπαθημένος, λιμασμένος και αποδεκατισμένος μα συνάμα έμπλεος υπερηφάνειας για κείνα τα μεγάλα που με την αντίστασή του και τον αγώνα του έως εσχάτων είχε καταφέρει.

Δυστυχώς σήμερα αυτά τα ιστορικά κλέη που κοσμούν την Ελληνική ιστορία, έχουν παραμεριστεί ως αχρείαστα και έτσι αγνοώντας τα αγνοούμε την ίδια μας την εθνική αυθυπαρξία. Αγνοώντας την εθνική αυθυπαρξία γινόμαστε άμορφη μάζα, συνονθύλευμα του παγκόσμιου χωριού χωρίς ιδανικά, αξίες και εθνική συνείδηση. Έτσι μοιραία είμαστε υποχρεωμένοι να χαθούμε στην παγκόσμια χοάνη λαών, εθνών και πολιτισμών.

Γι΄αυτό πρέπει να μελετούμε την ιστορία, γιατί μας διδάσκει με τα μεγάλα της έπη όπως το έπος του ΄40 καλή ώρα.

Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ή «Έπος του 40» ως γνωστόν, διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941 με επίσημη  έναρξη του Πολέμου να θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», από τον Ιταλό πρέσβη στον Ιωάννη Μεταξά. Ο πόλεμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιγμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.

Στις 7 Απριλίου 1939 ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλβανία. Έτσι η Ιταλία απέκτησε ουσιαστικά κοινά χερσαία σύνορα με την Ελλάδα. Η πράξη αυτή οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να εγγυηθούν για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Ο Μεταξάς προσπάθησε να κρατήσει την ουδετερότητα της Ελλάδας παρά την ιδεολογική του συγγένεια  με τη Ναζιστική Γερμανία. Ήδη από τον Μάρτιο του 1939 η ελληνική διπλωματία συγκέντρωνε πληροφορίες για τις προθέσεις των δύο δικτατόρων στα Βαλκάνια και τον Αύγουστο του 1939 γίνεται γνωστό ότι οι προθέσεις για την Ελλάδα του «Χαλύβδινου Συμφώνου» Ιταλίας – Γερμανίας ήταν η κατάληψη και ο διαχωρισμός: το ανατολικό τμήμα η Γερμανία το προόριζε ως δώρο στην Βουλγαρία εάν της επέτρεπε την ελεύθερη διάβαση στο Αιγαίο και το Δυτικό στην Αλβανία η οποία θα χρησιμοποιούνταν  από τους Ιταλούς σαν κατοχική αστυνομική δύναμη.

Στις 6 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940 οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την Αθήνα, τα ανακοινωθέντα έγραφαν:  «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα … Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους», οι εφημερίδες ξεσήκωναν τον κόσμο «’Ελληνες εις τα όπλα!» και οι ‘Έλληνες εν μέσω ζητωκραυγών πανηγύριζαν στους δρόμους. Αυτό ήταν το ιστορικό «ΟΧΙ» που γεμάτη υπερηφάνεια και φιλότιμο φώναξε η μικρή και φτωχή χώρα μας απέναντι στην ισχυρή φασιστική Ιταλία του Μουσσολίνι όταν της ζήτησε να παραδώσει τα ελληνικά εδάφη.

Είχε έρθει η ώρα της «Μάχης της Ελλάδας» …  Οι ‘Έλληνες πολέμησαν με πενιχρά μέσα απέναντι σε μια πάνοπλη στρατιά. Και την νίκησαν. Διότι πολέμησαν με φρόνημα και λεβεντιά, με ελληνική ψυχή. Όλες οι αρετές των Ελλήνων μπήκαν και κέρδισαν εκείνον τον πόλεμο. Και αυτή η νίκη απέδειξε πρώτα σε μας τους ίδιους ότι μόνο ενωμένοι ως μια γροθιά μπορούμε να καταφέρουμε τα ακατόρθωτα και κατόπιν στους νικημένους συμμάχους μας να γράφουν διθυράμβους για την νίκη των Ελλήνων στις δυνάμεις του άξονα όπως ότι  «Στο εξής δεν θα λέγεται ότι οι Έλληνες επολέμησαν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες επολέμησαν σαν ‘Ελληνες» (Manchester Guardian” στις 19 Απριλίου του 1941).

Η πρώτη επιβεβαιωμένη πράξη αντίστασης στην Ελλάδα έγινε το βράδυ της 30ης Μαΐου 1941, μια ημέρα πριν από το τέλος της Μάχης της Κρήτης , όταν δύο νεαροί φοιτητές, ο Απόστολος Σάντας, φοιτητής της νομικής και ο Μανώλης Γλέζος, φοιτητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ανέβηκαν στην βορειοδυτική πλαγιά της Ακρόπολης και κατέβασαν τη γερμανική σημαία που είχαν τοποθετήσει εκεί οι αρχές κατοχής.

Στις 23 Aπριλίου 1941, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση αναχώρησαν από την Αθήνα για την Κρήτη, ενώ οι Γερμανοί προέλαυναν προς την πρωτεύουσα  και στις 27 Απριλίου  εισήλθαν σε μια σχεδόν άδεια Αθήνα, αφού οι κάτοικοι έμειναν πεισματικά κλεισμένοι στα σπίτια τους.  Η ύψωση της ναζιστικής σβάστικας στην Ακρόπολη σηματοδότησε την αρχή της γερμανικής κατοχής. Διόρισαν κυβέρνηση «κουΐσλιγκς» με πρώτο πρωθυπουργό το Γεώργιο Tσολάκογλου, το στρατηγό που υπέγραψε τη συνθηκολόγηση.

Με την πτώση της Κρήτης στα τέλη του Μαΐου, σημειώθηκε η ολοκληρωτική κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, που επέβαλαν τη «Nέα Tάξη», που σήμανε τη συσσώρευση εξαιρετικών δεινών και δοκιμασιών για τον ελληνικό λαό.

Η Ελλάδα περιήλθε σε τριπλή κατοχή, αφού διαμοιράστηκε ανάμεσα στους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, Iταλούς και Bουλγάρους. Στη Bουλγαρία παραχωρήθηκε μια ζώνη ανάμεσα στο Στρυμόνα και το Nέστο, που αργότερα επεκτάθηκε ως την Αλεξανδρούπολη, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Oι Γερμανοί κράτησαν τα 2/3 του Έβρου, την κεντρική και ανατολική Mακεδονία, κάποια νησιά του Aιγαίου, την Aττική και την Kρήτη. Στην Iταλία περιήλθε η υπόλοιπη Eλλάδα.

Στη ζώνη της βουλγαρικής κατοχής, την κατάσταση επιδείνωσαν οι μεθοδικές προσπάθειες αφελληνισμού που επιχείρησαν οι Βούλγαροι, με την καταδίωξη του ελληνικού πληθυσμού (φόνοι, διώξεις κληρικών και δασκάλων, μεταγωγή ανηλίκων στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα, επαχθέστατη φορολογία) και την εγκατάσταση Βουλγάρων εποίκων. Από τα κορυφαία δείγματα της βουλγαρικής θηριωδίας υπήρξαν τα γεγονότα της Δράμας, η ομαδική εκτέλεση από τους Βουλγάρους 3000 πατριωτών στο Δοξάτο και τα άλλα χωριά, προς καταστολή της αυθόρμητης εξέγερσης και κατάλυσης των βουλγαρικών αρχών κατοχής, στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου του 1941. Γενικά, η αντίδραση των Μακεδόνων και των Θρακών στην καταπίεση και τον εκβουλγαρισμό απαντήθηκε με ωμότητες που ανησύχησαν ακόμα και τη γερμανική διοίκηση.

Προσπάθειες αφελληνισμού δεν έλειψαν ούτε από την ιταλική ζώνη. Στην Ήπειρο, συμμορίες Αλβανών, εξοπλισμένων από τους Ιταλούς, τρομοκρατούσαν την ύπαιθρο ενώ οι Ιταλοί προχώρησαν στην ίδρυση αυτόνομου «πριγκιπάτου» των Βλάχων στην Πίνδο.

Στη γερμανική ζώνη η κατάσταση ήταν εξίσου απελπιστική. Η απομύζηση αγαθών, πόρων και αποθεμάτων της χώρας, που καταδίκασε την οικονομία σε απόλυτο μαρασμό και συνακόλουθα τον πληθυσμό σε θανάσιμη πείνα, η καταστροφή της κάθε λογής υποδομής (συγκοινωνίες, κτίσματα), η απάλειψη κάθε ίχνους ελευθερίας, η τρομοκρατία των κατακτητών, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις και οι εκτοπίσεις συνέθεσαν την εικόνα της ελληνικής εκδοχής της ναζιστικής νέας τάξης πραγμάτων, προκαλώντας την αντίσταση του ελληνικού λαού. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο συνολικός φόρος αίματος του ελληνικού λαού στην περίοδο της Κατοχής τόσο από την πείνα και τις ποικίλες κακουχίες όσο και στο βωμό του απελευθερωτικού αγώνα συνολικά ξεπέρασε, αναλογικά προς τον πληθυσμό της χώρας, τον αντίστοιχο κάθε άλλου λαού της κατεχόμενης Ευρώπης.

Τα Χριστούγεννα του 1941 ήταν από τα πιο τραγικά, της σύγχρονης Ιστορίας μας. Η Πατρίδα μας, δηλαδή ο υπερήφανος και ηρωικός Ελληνικός Λαός, κατακτήθηκε από τις σιδηρόφρακτες ορδές των βάρβαρων Ούννων του ναζισμού.  Δεν μιλούμε για Κατοχή μιας δύναμης αλλά για τριπλή Κατοχή:  Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι , σαν αρπακτικά όρνεα έπεσαν να κατασπαράξουν μια χούφτα ανθρώπους. Απλοϊκούς, φιλήσυχους και φτωχούς ανθρώπους… αλλά, Έλληνες!

Εκείνοι οι Έλληνες, οι δικοί μας, παππούδες και γονείς, ήσαν ένα χρόνο πριν οι ηρωικοί νικητές του Φασισμού, εκεί στα βουνά της Πίνδου και τις πόλεις της Βόρειας Ηπείρου. Όμως, σύμφωνα με τους «δυνάστες» της εποχής εκείνης, έπρεπε, αυτοί οι ήρωες, να γονατίσουν, να ταπεινωθούν και έτσι δέχθηκαν την εκατονταπλάσια στρατιωτική πίεση των Γερμανών και Αυστριακών δολοφόνων του Ναζισμού .

Το μίσος, οι λεηλασίες των χωριών της ελληνικής υπαίθρου, οι πυρπολισμοί και οι  καταστροφές χιλιάδων σπιτιών, οι εκτελέσεις χιλιάδων πατριωτών, οι απαλλοτριώσεις σπιτιών, αγροτικών και κτηνοτροφικών αγαθών, οι αρπαγές αρχαιοτήτων και καταλήστευση του αποταμιευμένου Κρατικού Χρυσού, έσυραν τον Ελληνικό Λαό, στην ταπείνωση, στη φτώχεια, στην πείνα και τον θάνατο! Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κυρίως τα παιδιά, άφηναν την τελευταία τους πνοή στα πεζοδρόμια των μεγάλων πόλεων, ιδιαίτερα της Αθήνας.

Έπεφταν νεκροί από ασιτία, καταμεσής των δρόμων, μπροστά στα μάτια των ανήμπορων περαστικών, που όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, γιατί κι αυτοί πεινούσαν.

Οι πρώτες ελλείψεις και τα σημάδια της πείνας εμφανίστηκαν αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή. Από τις αρχές του φθινοπώρου, οι μισθωτοί και οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, είδαν τους μισθούς και τις συντάξεις τους, να εκμηδενίζονται.

Οι λήσταρχοι, γερμανοφασίστες του 3ου Ράιχ, κατανάλωναν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μας, για να θρέψουν τα ανθρωπόμορφα τέρατα, που συνέθεταν τον δολοφονικό στρατό τους. Ένα άλλο μεγάλο μέρος αγαθών της ελληνικής παραγωγής, το καρπώνονταν οι «μαυραγορίτες» και οι γερμανόφιλοι συνεργάτες τους, που πλούτιζαν μέσα στο θανατικό και την πείνα του Λαού. Χρήματα, τρόφιμα, πρώτες ύλες λεηλατούντο. Πού να βρεθεί τροφή για τους φτωχούς και τα παιδιά τους, όταν υπήρχαν δυστυχώς, ανάλγητοι εύποροι αγρότες (και δεν ήσαν λίγοι αυτοί), που έκρυβαν τη σοδειά τους, και την πουλούσαν για χρυσάφι.

Οι «σύμμαχοι» άγγλοι και άλλοι, είχαν κάνει «εμπορικό εμπάργκο» στα μεταφερόμενα αγαθά γύρω από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη και την Ελλάδα, εγκαταλείποντας τους ήρωες και αγωνιστές Έλληνες, στο έλεος των κτηνών και στα «νύχια» του θανάτου!

Στις αρχές Νοεμβρίου 1941, στην Αθήνα, σε μεγάλες πόλεις και στα νησιά, εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια της πείνας.  Αλλά  τον Δεκέμβριο πλέον, άρχισε η μεγάλη τραγωδία, αφού μαζί με την πείνα, θέριζε τον Λαό και το πρωτοφανές κύμα ψύχους.  Σε μια Ελλάδα, που δεν μπορούσε να θρέψει και να ζεστάνει τους κατοίκους της, η ασιτία, η φθύση, η πνευμονία και κάθε άλλη αρρώστια, που προκλήθηκαν από την επέλαση των αναίσθητων Ούννων, προκάλεσαν αυτό που δεν θέλουν «κάποιοι» νέο-γερμανόφιλοι, να λέγεται:  το ελληνικό ολοκαύτωμα!

Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1941-1942, μέσα στο ψύχος, στη μιζέρια, στην απερίγραπτη πείνα και τον φόβο των «κατακτητών», η Ελλάδα μας, πλήρωσε ακριβά τη ναζιστική μισαλλοδοξία, το τρελό παραλήρημα ενός ηλίθιου βάρβαρου λαού της βόρειας Ευρώπης, με χιλιάδες νεκρούς και κυρίως με θύματα τα μικρά ελληνόπουλα.

Όταν, κατά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Ελλάδα, άφησαν πίσω τους μία χώρα κατεστραμμένη κι έναν λαό εξαθλιωμένο αλλά όχι ηττημένο . Δυστυχώς αυτήν  προσφορά της Ελλάδος στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο δεν έτυχε το ευήκοον ους των συμμάχων και έτσι η απελευθερωμένη από τον Ελληνικό στρατό Βόρειος Ήπειρος δεν ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό. Το χειρότερο όλων; Ότι οδήγησαν τον ελληνικό λαό σε αδελφοκτόνο πόλεμο καταστροφικότερο του προηγηθέντος πολέμου που δεν επέτρεψε την οικονομική , κοινωνική και παραγωγική ανασυγκρότηση  της  χώρας.

Ή ήρωες  του έπους του ΄40 και κατ΄ επέκταση η Ελλάς έτρωγε τις σάρκες της την ώρα που η Ευρώπη ανοικοδομούνταν  αφήνοντας ανοιχτές πληγές που ακόμα  μένουν ανοιχτές.

Κάτι που δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ  είναι ότι ενώ όλες οι χώρες που υπέστησαν καταστροφές έτυχαν των πολεμικών αποζημιώσεων από την ηττημένη Γερμανία, μόνο η Ελλάς δεν αποζημιώθηκε για την ολοσχερή καταστροφή που υπέστη.  Άραγε γιατί;

Το έπος του ΄40  να μας εμπνεύσει

Οι συνθήκες που διαμορφώνονται ολόγυρά μας δεν είναι διόλου ενθαρρυντικές. Απεναντίας μάλιστα τα σύννεφα πολέμου  ολοένα και πυκνώνουν απειλητικά καθώς μια σειρά εξελίξεις κάνουν την Τουρκίας να αισθάνεται δύναμη ισχύ που μπορεί να επιβάλει τις διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδος  κάτι που απαιτεί σθεναρή απάντηση ώστε αν χρειαστεί να δημιουργήσουμε το δικό μας έπος υπερασπιζόμενοι την τιμή, την αξιοπρέπεια και την εθνική μας ακεραιότητα εμπνεόμενοι από το ήθος και έθος του έπους του ΄40.

Πάνω σ΄ αυτό το θέμα  έμπειροι στρατιωτικοί ηγέτες προειδοποιούν  ότι μέσα στα επόμενα 10 χρόνια η Ελλάδα πιθανόν να κληθεί πολεμήσει προκειμένου να υπερασπιστεί την εδαφική της ακεραιότητα έναντι της τουρκικής επιθετικότητας και προτείνουν να προετοιμαστούμε γι΄ αυτήν την στιγμή που μακάρι να μην έρθει αλλά εμείς οφείλουμε να είμαστε  έτοιμοι να απαντήσουμε στις προκλήσεις αυτές οι οποίες και φυσικά θα ενταθούν. Τι μπορούμε να κάνουμε;

Να αλλάξουμε την νοοτροπία της σύγχρονης εποχής που μας έχει κυριεύσει και μας έχει μεταλλάξει κάνοντάς μας αδιάφορους απέναντι στις αξίες του ελληνικού πολιτισμού και στο πρώτιστο καθήκον μας απέναντι στην Πατρίδα και στο έθνος. Να αποφύγουμε  το ρίσκο μιας κλιμακούμενης κρίσης από την Τουρκία. Να αναπτύξουμε νοοτροπία εθνικής επιβίωσης. Να συνάψουμε συμμαχίες  με φίλες χώρες. Πολιτική και διπλωματική εγρήγορση, αύξηση των εξοπλισμών και οικονομικά μέτρα για επάνοδο σε ρυθμούς ανάπτυξης. Άς έχουμε στο νου μας το ρητό που λέει αν θέλεις ειρήνη ετοιμάσου για πόλεμο.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.