Διαβάζετε τώρα
1 Σεπτεμβρίου 1815. Γέννηση Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου

1 Σεπτεμβρίου 1815. Γέννηση Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου

Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος (Λευκάδα 1815- Ελβετία, ή Λιβόρνο Ιταλίας 10 Αυγούστου 1881) ήταν Έλληνας ιστορικός Ερευνητής, Συγγραφέας, Φιλόλογος και λογοτέχνης. Χαρακτηρίστηκε ο πρώτος θεωρητικός της ιστορικής ενότητας αρχαίου, μεσαιωνικού και νεότερου Ελληνισμού και μαζί με τον Κ. Παπαρρηγόπουλο αποτελούν τους “Διόσκουρους” της ελληνικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα, οι οποίοι αντιμετώπισαν με επιστημονικά επιχειρήματα τη θεωρία περί φυλετικής ασυνέχειας των νεοελλήνων, που διατύπωσε το 1830 ο Αυστριακός ιστορικός Jacob Philipp Fallmerayer.

Η ζωή του

Γεννήθηκε στη Λευκάδα την 1η Σεπτεμβρίου 1815, ή το 1813 σύμφωνα με την μελέτη του Άριστου Καμπάνη, από εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια, απώτερης ιταλικής καταγωγής. Ο πατέρας του, Ιωάννης Ζαμπέλιος, ήταν δικαστικός, λόγιος, δραματικός ποιητής και δραματουργός και οι προγονικές του οικογένειες είχαν διακριθεί στην πολιτική και πνευματική ζωή της Επτανήσου, ως διδάσκαλοι και ιερείς. Παππούς του ήταν ο Ζαχαρίας Ζαμπέλιος, που τιμήθηκε με ανώτατα αξιώματα της Ιονίου Πολιτείας, θείος του ο Φήλιξ, πρόεδρος της Επτανησιακής Γερουσίας, ενώ ένας άπο τους προγόνους του, ο Νεκτάριος Ζαμπέλιος είχε διακριθεί στα γράμματα. Ο παππούς του από τη μητέρα του, ο Δημήτριος Πετριτσόπουλος, είχε διατελέσει πρόεδρος της Επτανησιακής Βουλής το 1803 και εξάσκησε ανώτερα κρατικά πόστα στην Κεφαλονιά το 1804, στη Λευκάδα το 1806 και το 1810, όπου είχε γίνει σύμβουλος του Άγγλου κυβερνήτη, του περίφημου Love. Ο Σπυρίδων παρακολούθησε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στην Λευκάδα με δασκάλους τον Αθανάσιο Ψαλίδα, διευθυντή του Σχολείου της πόλεως και τον Vincenzo Nannoucci, υπομνηματιστή του Dante και συνθέτη τραγουδιών σέ λαϊκή γλώσσα, και στην συνέχεια το 1883 φοίτησε στο Νομικό Τμήμα της Ιονίου Ακαδημίας της Κέρκυρας, όπου και γνωρίστηκε με τον Διονύσιο Σολωμό αλλά και με τον Ανδρέα Κάλβο. Όταν αποφοίτησε από την Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας μετέβη στην Ιταλία, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη Νομικά στα Πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Πίζας στο οποίο και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ. Η γνωριμία του με τον μεσαιωνολόγο Ανδρέα Μουστοξύδη τον ώθησε στη μελέτη μεσαιωνικών και γλωσσολογικών χειρογράφων στις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης, αλλά και στην Τουρκία. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του ταξίδεψε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Γερμανία, όπου στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης παρακολούθησε παραδόσεις μαθημάτων του Hegel, από τον οποίο επηρεάστηκε, καθώς και στην Μεγάλη Βρετανία. Τελικά εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1845 και έμεινε στην Κέρκυρα, όπου κατέλαβε διάφορες θέσεις και δημοσίευσε ανώνυμα το ποίημα «Η ύστερη νυχτιά του καταδίκου» (1845), διάφορα ερωτικά ποιήματα και τη μελέτη Άσματα δημοτικά της Ελλάδος (1852). Στη συνέχεια έφυγε ξανά για την Ευρώπη για νέες μελέτες και επέστρεψε το 1856, λόγω του θανάτου του πατέρα του.

Εντάχθηκε στην πολιτική παράταξη των Μεταρρυθμιστών που υποστήριζαν τις απόψεις των Άγγλων, συνεργάστηκε με τα έντυπά τους, την εφημερίδα του Μουστοξύδη «Το Μέλλον» και την Κερκυραϊκή πολιτική εφημερίδα «Πατρίς» του Βραΐλα και στις εκλογές του 1850 υπέβαλε υποψηφιότητα με την παράταξη και εξελέγη βουλευτής Λευκάδας στην πρώτη Βουλή [Θ Βουλή] των Επτανήσων, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1852. Μετά τη διάλυση της Ιονίου Βουλής το 1851, ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιταλία, Λιβόρνο, Πίζα, Ρώμη, αλλά και στην Αθήνα, ενώ στη συνέχεια έφυγε ξανά για την Ευρώπη για νέες μελέτες και επέστρεψε το 1856, λόγω του θανάτου του πατέρα του. Αποσύρθηκε από την πολιτική, ταξίδεψε στην Αθήνα, στην Ιταλία και εγκαταστάθηκε σε μια επαρχιακή έπαυλη στο Λιβόρνο για δέκα χρόνια.

Το 1857 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τη σύζυγό του Λουκία και δημοσίευσε την ιστορική μελέτη «Αι βυζαντιναί μελέται. Περί πηγών της ελληνικής εθνότητος», στην οποία υποστήριξε την ενότητα του αρχαίου και σύγχρονου ελληνισμού με συνδετικό κρίκο το Βυζάντιο. Τα χρόνια εκείνα άρχισε και το συγγραφικό του έργο που κάλυπτε κυρίως ιστορικά θέματα, με υλικό που είχε συγκεντρώσει από τα ταξίδια του στην Ευρώπη, αλλά και στην Τουρκία. Το 1852 δημοσίευσε έκδοση ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, «Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος. Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού». Στην εκτενή εισαγωγή διατύπωσε την άποψη για την ενότητα του ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι την σύγχρονη εποχή και εισηγήθηκε την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και νέα. Τα επόμενα χρόνια ασχολήθηκε και με την λογοτεχνία, σε επίπεδο κριτικής. Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως, που αναφερόταν στην ποιητική του σολωμικού έργου υποστηρίζοντας τον ελεγειακό χαρακτήρα των έργων της ώριμης περιόδου του Σολωμού, αλλά και ως λογοτέχνης, με τα ιστορικά μυθιστορηματικά του έργα. Το 1864 δημοσίευσε στην Αθήνα τη γλωσσολογική μελέτη «Ιταλοελληνικά». Προς το τέλος της ζωής του ξεκίνησε να γράφει ένα ετυμολογικό ελληνικό λεξικό, του οποίου το πρώτο μέρος εκδόθηκε στο Παρίσι το 1879 με τίτλο Parlers Grecs Et Romains[Μιλώντας Ελληνικά και Ρωμαϊκά].

Προς το τέλος της ζωής του (1870) ταξίδεψε στην Ιταλία και εγκαταστάθηκε σε μια επαρχιακή έπαυλη στο ιδιόκτητο κτήμα του στο Antignano κοντά στο Λιβόρνο της Ιταλίας για 10 ολόκληρα χρόνια, απ’ όπου κάνει συχνά ταξίδια ανάμεσα Λιβόρνο και Ταυρίνο, ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελβετία. Πέθανε κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Ζουνκ της Ελβετίας το 1881. Κατέλιπε την περιουσία του σε Κρητικά ιδρύματα και στην κοινότητα του Λιβόρνο.

Αποτίμηση του ιστορικού του έργου

Ήταν υποστηρικτής της Ενώσεως των Επτανήσων με την Ελλάδα, όμως σε εύθετο χρόνο, καθώς υποστήριζε την άποψη ότι το νεοπαγές Ελληνικό Κράτος βρισκόταν ακόμα σε σημαντική πολιτική και πολιτιστική καθυστέρηση και η Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα θα συντελούσε στην πτώση του Επτανησιακού πολιτισμού. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος ήταν ό πρώτος που αποπειράθηκε να αναδείξει την ιστορική και γλωσσική ενότητα του ελληνικού έθνους από την εποχή του Ομήρου έως και τα νεότερα χρόνια. Ως εκδότης όμως των δημοτικών τραγουδιών επικρίθηκε για τις αυθαίρετες επεμβάσεις του στα κείμενα, ενώ κρίθηκε σε μέτρια και η επίδοσή του στην λογοτεχνία. Τα «Ιστορικά Σκηνογραφήματα (1860)» και «Οί κρητικοί γάμοι (1871)» γραμμένα στην άκαμπτη καθαρεύουσα της εποχής, χαρακτηρίζονται από ιστορισμό και από ηθικοδιδακτικές παρεμβάσεις. Γενικότερα, ο Ζαμπέλιος ασχολήθηκε με την συγγραφή μετά την εποχή της επιστροφής του στην Ελλάδα. Το έργο του κάλυπτε κυρίως ιστορικά θέματα, με υλικό που είχε συγκεντρώσει από τα ταξίδια του στην Ευρώπη αλλά και στην Τουρκία. Στην εκτενή εισαγωγή διατύπωσε την άποψη για την ενότητα του Ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι την σύγχρονη εποχή και εισηγήθηκε την τριμερή διαίρεση της Ελληνικής ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και νέα, ενώ αναφέρει σημαντικά σοιχεία για την τύχη των μελών της οικογένειας των Παλαιολόγων  μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Τα επόμενα χρόνια ό Σπυρίδων Ζαμπέλιος ασχολήθηκε και με την λογοτεχνία, σε επίπεδο κριτικής.

Ο Ζαμπέλιος υπήρξε και σπουδαίος ιστορικός. Επηρεασμένος από τον Μεσαιωνολόγο Ανδρέα Μουστοξύδη, και λόγω της μεγάλης του γλωσσομάθειας, μελέτησε μεσαιωνικά και γλωσσολογικά χειρόγραφα στις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης και της Τουρκίας. Αναζήτησε τις ρίζες του Νέου Ελληνισμού στους μέσους χρόνους, στο Βυζάντιο και προσπάθησε να αποκαταστήσει την ιστορική ενότητα του Έθνους. Με σπάνια διορατικότητα συνέλαβε και υπογράμμισε σωστά τη σημασία της Ελληνικής γλώσσας για την ιστορική συνέχιση του Έθνους. Πίστευε ότι ο Ελληνισμός παρ’ όλο που υποδουλώθηκε στους Οθωμανούς, διατηρείται και εκδηλώνεται μέσα από τα δημοτικά τραγούδια και τη δημοτική ποίηση. Τόνιζε ότι η γλώσσα είναι, «…το κεφαλαιότατον γνώρισμα του χριστιανικού ελληνισμού» το «Θειόχατον και δραστήριον όργανον οίου νουν ελληνικού μεγαλείου, απαραίτητον όργανον, χωρίς του οποίου όχι μόνον Ελληνισμός δεν εκλάμπει, αλλ’ ουδέ καν δύναται να υπάρξει σχεδόν «Η κοινή και καθομιλουμένη γλώσσα, ο άγραφος μεν, αλλ’ απαραβίαστος νόμος της επί τεσσαράκοντα περίπου αιώνας πολιτευθείσης ελληνικής φυλής είναι πραγματικώς το μόνον λείψανον της ναυαγησάσης αρχαιότητας, ημιν υπό των μέσων χρόνων μεταδοθέν, το μόνον έμβιον μνημόσυνον εν ω συγκεφαλαιούται σχεδόν ο σύνολος βίος του γένους.» Ο Ζαμπέλιος, ο δημιουργός του όρου Ιστοριονομία, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο υπήρξε «ο αρχιτέκτων» της ιστορικής ενότητας του Ελληνισμού, ο οραματιστής και πρωτοπόρος». «Μεγαλοφυέστατο ιστοριογράφο», τον χαρακτηρίζει ο Κ. Θ. Δημαράς που με τη σκέψη του προλείανε το έδαφος της «μεταπλάσεως» του Βυζαντινού Ελληνισμού σε Νεοελληνικό.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.