Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος (4 Φεβρουαρίου 1815 – 26 Φεβρουαρίου 1883) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πολιτικούς του 19ου αιώνα, που χρημάτισε δέκα φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας για συνολικό διάστημα 7,5 σχεδόν ετών.
Γεννήθηκε στον Κάμπο Μεσσηνίας, στην Έξω Μάνη, και καταγόταν από ιστορική οικογένεια. Ήταν γιος του αγωνιστή Γαλάνη Κουμουνδουράκη, γόνου μεγάλης Μανιάτικης οικογένειας, στρατηγού και έπαρχου Πύργου. Παιδί σχεδόν είχε κινδυνέψει να αιχμαλωτιστεί από τους Τουρκοαιγυπτίους του Ιμπραήμ.
Φοίτησε στο γυμνάσιο Ναυπλίου και σπούδασε νομικά στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άσκησε τη δικηγορία για ένα μικρό διάστημα στην Καλαμάτα. Το 1841 έσπευσε να πολεμήσει στην τότε επαναστατημένη Κρήτη,παρότι πίστευε στο μάταιο της εξέγερσης, αρχηγός σώματος Λακώνων, αποτελούμενου από άλλους νέους φοιτητές και επιστήμονες. Μάλιστα στην μάχη του Αποκορώνου κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους. Μετά την αποτυχία της επανάστασης εκείνης, όταν επέστρεψε στην Αθήνα, ανέλαβε γραμματέας του Θεόδωρου Γρίβα και επί πρωθυπουργίας Ι. Κωλέττη (1847) διορίσθηκε αντεισαγγελέας στην Καλαμάτα. Εκεί τέλεσε τον πρώτο του γάμο με την Αικατερίνη Μαυρομιχάλη, κόρη της γνωστής οικογενείας της Μάνης, από την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και τη Μαρία. Την θέση του αντεισαγγελέα διατήρησε για τρία χρόνια, μέχρι που παραιτήθηκε για να πολιτευτεί.
Έτσι, το 1850 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Μεσσηνίας (τότε Μεσσήνης). Από τότε εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής μέχρι τον θάνατό του, με μια μικρή μόλις 14μηνη διακοπή (1868-1869). Από την αρχή της πολιτικής του δράσης διακρίθηκε για τη ρητορεία του, ενώ οι πολιτικές του αγορεύσεις, ιδίως περί την οικονομία και τη διοίκηση του κράτους, του καθιέρωσαν σχετική φήμη. Το 1855 ορκίστηκε Πρόεδρος της Βουλής κι ένα χρόνο αργότερα Υπουργός Οικονομικών επί κυβερνήσεως Βούλγαρη. Στα μετέπειτα έτη διετέλεσε Υπουργός και στα υπουργεία Δικαιοσύνης (1862), Παιδείας και Εκκλησιαστικών (1864) και Εσωτερικών (1864-1865,1877), και για τρεις θητείες υπουργός των εξωτερικών.
Μετά το θάνατο της γυναίκας του Αικατερίνης ήλθε σε δεύτερο γάμο με την Ευθυμία Περωτή, από την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Σπυρίδωνα.
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος υπήρξε σφοδρός πολέμιος του Θρόνου. Μετά την έξωση του Όθωνα το 1862 ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης και με τη μετριοπάθεια, αλλά και την αποφασιστικότητα που τον διέκρινε, συνέβαλε στην εμπέδωση της τάξης. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1864 έγινε απόπειρα δολοφονίας του στην οδό Σταδίου στην είσοδο της Βουλής. Τον επόμενο χρόνο ίδρυσε το Κουμουνδουρικό κόμμα και τον ίδιο χρόνο έγινε πρωθυπουργός. Από το 1865 έως τον θάνατο του, ορκίστηκε 10 φορές πρωθυπουργός.
Ως υπουργός και πρωθυπουργός κατάφερε να εξασφαλίσει στο ακέραιο τα συμφέροντα της Ελλάδας, χάρη στη μετριοπάθειά του, την ευθύτητα του, την ψυχραιμία του και την εξαιρετική του τόλμη. Το 1865 ίδρυσε το Εθνικό Κόμμα (ή Εθνικοφρόνων).
Το 1866 είχε τεθεί το Κρητικό ζήτημα, το οποίο όμως κατάφερε να το ξεπεράσει με επιτυχία, αφού δεν υποτάχθηκε στις απαιτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων που ήθελαν η Ελλάδα να παρασυρθεί σε πόλεμο με την Τουρκία, γιατί πίστευε ότι μια φιλοπόλεμη πολιτική δεν θα ωφελούσε σε τίποτα την Ελλάδα, από την στιγμή που δεν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για πόλεμο. Επίσης, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, επιτυχία της διακυβέρνησής του θεωρείται η ειρηνική προσάρτηση της Θεσσαλίας και της νοτίου Ηπείρου (Άρτα), αφού πρώτα δεν δίστασε να απειλήσει την Τουρκία με επίθεση 40.000 Ελλήνων στρατιωτών στην Θεσσαλία.
Στο εσωτερικό της χώρας, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος φρόντισε για τη διευθέτηση πολλών εσωτερικών προβλημάτων. Φρόντισε με νόμους τη ρύθμιση της φορολογίας, ενώ με τα κατάλληλα μέτρα κατάφερε να περιορίσει τη ληστεία, καθώς ήταν η εποχή που είχε συμβεί η σφαγή στο Δήλεσι, καθώς και η απαγωγή του πολιτικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Σωτήριου Σωτηρόπουλου από τον Λήσταρχο Λαφαζάνη στα Φιλιατρά Μεσσηνίας.
Σημαντικός ήταν και ο νόμος ΦΠΣΤ΄, «περί ευθύνης υπουργών», με τον οποίο αμέσως παραπέμφθηκαν σε ειδικό δικαστήριο όλοι οι συνεργάτες του υπουργείου του Δημητρίου Βούλγαρη (1877) με την κατηγορία της πλαστογραφίας και της αντιποίησης αρχής. Επίσης μερικά από τα σημαντικά μέτρα που έλαβε ήταν η ανακατανομή 2.650.000 στρεμμάτων γης, καθώς και η αμνηστία που έδωσε σε 100 ληστές με σκοπό να πολεμήσουν στην Κρήτη.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 1883, σε ηλικία 68 ετών. Τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και με απόφαση του Δήμου Αθηναίων η πλατεία πλησίον της οικίας του στην οδό Πειραιώς ονομάσθηκε Κουμουνδούρου (νυν Πλατεία Ελευθερίας). Την πολιτική παράδοση της οικογένειας συνέχισαν οι δύο γιοι του Κωνσταντίνος και Σπυρίδων, που εξελέγησαν επανειλημμένα βουλευτές, ενώ διετέλεσαν και υπουργοί.
Το 1884 ο Δήμος Αθηναίων τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε πλατεία της πρωτεύουσας. Το όνομά του φέρει και η θαλασσολίμνη στην περιοχή της Ελευσίνας (Λίμνη Κουμουνδούρου), όπου ο Κουμουνδούρος διέθετε μεγάλες εκτάσεις.