Ο Παναγιώτης Καρατζάς (1776 – 4 Σεπτεμβρίου 1821) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821 και ένας από τους πρωτεργάτες της εξέγερσης της Πάτρας.
Γεννήθηκε το 1776 στην Πάτρα και το πραγματικό του όνομα ήταν Αναστασόπουλος. Από παιδί έδειξε την ανδρεία και το θάρρος του αλλά και περιφρόνηση κατά του τυραννικού Οθωμανικού καθεστώτος μην μπορώντας να δεχτεί ότι είναι στην υποτέλεια αυτού και συχνά τσακώνονταν με τους συνομήλικους Τούρκους. Το 1805 παντρεύτηκε και αργότερα απέκτησε πολυμελή οικογένεια.
Τον Σεπτέμβριο του 1809 κυνηγημένος από τους Τούρκους κατέφυγε στα Επτάνησα, που βρισκόταν υπό Αγγλική διοίκηση και συγκεκριμένα στην Ζάκυνθο, όπου άσκησε το επάγγελμα του υποδηματοποιού, λίγους μήνες αργότερα κατατάχτηκε στον Αγγλικό στρατό στο 3ο τάγμα των Ελλήνων λεγεωνάριων και απόκτησε πολλές στρατιωτικές γνώσεις και εμπειρία, επίσης χάρη στις ικανότητές του έλαβε το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Το 1812 επέστρεψε στην Πάτρα όπου για βιοπορισμό ασχολήθηκε με το επάγγελμα του τσαγκάρη αλλά φαίνεται ότι ασχολήθηκε και με τη γεωργία. Κατά τις παραμονές της Επανάστασης, μαζί με τον Παναγιώτη Ανδριτσόπουλο ήταν επικεφαλής ομάδας 50 ενόπλων που επιχορηγούνταν από τον πλούσιο έμπορο και Φιλικό της Πάτρας Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο. Σώζεται μάλιστα και τεκμήριο που αναφέρει ότι την 21-3-1821 έλαβε 900 γρόσια. Δύο μέρες αργότερα υπερασπίστηκε το σπίτι του Παπαδιαμαντόπουλου που έγινε στόχος εμπρησμού από τους Τούρκους. Στις αρχές της Επανάστασης συνέχισε την ένοπλη δράση κερδίζοντας τη στήριξη διαφόρων προκρίτων με τους οποίους διατηρούσε στενές σχέσεις και με την έγκρισή τους ηγείτο ομάδας ενόπλων.
Πρωτοστάτησε, ως οπλαρχηγός Πατρών, στα προεπαναστατικά γεγονότα της Πάτρας λόγω των οποίων στις 21 Μαρτίου του 1821 (ή κατ’ άλλους στις 23 Μαρτίου) οι Τούρκοι αποσύρθηκαν στο κάστρο. Νωρίτερα έλαβε μέρος στην πολιορκία των Καλαβρύτων, πολεμώντας υπό τις διαταγές του οπλαρχηγού Αναγνώστη Στριφτόμπολα. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και είχε γίνει αρκετά δημοφιλής στον λαό και αυτό προκάλεσε τον φθόνο των κοτσαμπάσηδων και κάποιων οπλαρχηγών. Επιπλέον οι αδελφοί Κουμανιώτη πίστευαν ότι ο Καρατζάς σκότωσε τον αδελφό τους Σταμάτη που είχε βρεθεί χτυπημένος πισώπλατα από απροσεξία συμπολεμιστών του κατά τις συγκρούσεις με τους Τούρκους στις 23 Μαρτίου του 1821 στην Πάτρα. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1821, ο Θάνος Κουμανιώτης περίμενε τον Καρατζά στη Μονή Ομπλού, νοτιοανατολικά της Πάτρας επί του ομωνύμου όρους. Μόλις ο Καρατζάς πέρασε την πύλη του μοναστηριού και ήρθε αντιμέτωπος με τον Κουμανιώτη και τους άνδρες του που ήθελαν να πάρουν εκδίκηση, άρχισε να χορεύει με τα οπίσθια του γυρισμένα προς αυτούς και γενικά να κινείται με τρόπο χλευαστικό για να τους πειράξει και να τους δείξει ότι περιφρονεί τις απειλές τους. Οι άνδρες του Κουμανιώτη οργίστηκαν κι ένας από αυτούς, ονόματι Τσαλαμηδάς, τον πυροβόλησε πισώπλατα και τον σκότωσε. Θάφτηκε εκεί και ο τάφος του υπάρχει ακόμα και σήμερα στον χώρο της μονής.
Σύμφωνα με τον ιστορικό και συγγραφέα Σαράντο Καργάκο, στο βιβλίο του “Η Ελληνική Επανάσταση του 1821”, αναφέρονται και τα εξης: “Ωστόσο, ειδικά για την Αχαΐα, άγνωστη εν πολλοίς παραμένει η δράση των Κουμανιαταίων και των Κασαπαίων ή Χασαπαίων. Οι πρώτοι αναφέρονται συχνά μειωτικά διότι τους έχει αποδοθεί – και πολύ σωστά – ο φόνος του Π. Καρατζά. Και επειδή από την αριστερή ιστοριογραφία ο Καρατζάς έχει ανακηρυχθεί πρότυπο λαϊκού αγωνιστή, οι Κουμανιαταίοι πέρασαν ανεπαισθήτως στη συνείδηση πολλών σαν “εχθροί του λαού” και ως όργανα των προυχόντων.” Τη συμβολοποίηση του Καρατζά από την αριστερή ιστοριογραφία αναφέρει και ο ιστορικός Δ. Δημητρόπουλος.
Από τις πρωτογενείς πηγές περισσότερες γραμμές στον Καρατζά αφιερώνει ο Φωτάκος, ο οποίος εξαίρει την ατομική παλληκαριά του, αλλά αμφισβητεί τις ηγετικές του ικανότητες. Ο Φωτάκος αναφέρει την παρεξήγηση μεταξύ των Κουμανιαταίων και του Καρατζά που οδήγησε στο φόνο του δεύτερου.
Η λαϊκή μούσα απαθανάτισε τη δολοφονία του Παναγιώτη Καρατζά με το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι:
«Τρεις περδικούλες κάθονταν στης Κούκουρης τη ράχι
η μια τηράει τα πέλαγα κι άλλη κατά την Πάτρα
κι η τρίτη η καλύτερη μοιρολογάει και λέει:
Θεέ μου ο Καρατζάς τι γίνηκε, αυτός ο καπετάνιος;
Μάιδε στην Πάτρα φαίνεται μάιδε στο Σαραβάλι.
Μας είπαν πως τον σκότωσαν μεσ’ στου Ομπλού την πόρτα».