Διαβάζετε τώρα
Γιῶργος Σεφέρης – Ὁμιλία κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νομπέλ Λογοτεχνίας στὴ Στοκχόλμη

Γιῶργος Σεφέρης – Ὁμιλία κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νομπέλ Λογοτεχνίας στὴ Στοκχόλμη

T­he N­o­b­el P­r­i­ze in L­i­t­e­r­a­t­u­re 1963 
f­or h­is e­m­i­n­e­nt l­y­r­i­c­al w­r­i­t­i­ng,
i­n­s­p­i­r­ed by a d­e­ep f­e­e­l­i­ng f­or t­he H­e­l­l­e­n­ic w­o­r­ld of c­u­l­t­u­re
“­.­.­. 

11 Δεκεμβρίου 1963

Τού­τη τὴν ὥ­ρα αἰ­σθά­νο­μαι πὼς εἶ­μαι ὁ ἴ­διος μί­α ἀν­τί­φα­ση. Ἀ­λή­θεια, ἡ Σου­η­δι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α, ἔ­κρι­νε πὼς ἡ προ­σπά­θειά μου σὲ μί­α γλώσ­σα πε­ρι­λά­λη­τη ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες, ἀλ­λὰ στὴν πα­ροῦ­σα μορ­φή της πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη, ἄ­ξι­ζε αὐ­τὴ τὴν ὑ­ψη­λὴ δι­ά­κρι­ση. Θέ­λη­σε νὰ τι­μή­σει τὴ γλώσ­σα μου, καὶ νὰ – ἐκ­φρά­ζω τώ­ρα τὶς εὐ­χα­ρι­στί­ες μου σὲ ξέ­νη γλώσ­σα. Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ νὰ μοῦ δώ­σε­τε τὴ συγ­γνώ­μη ποὺ ζη­τῶ πρῶ­τα – πρῶ­τα ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό μου.

Ἀ­νή­κω σὲ μί­α χώ­ρα μι­κρή. Ἕ­να πέ­τρι­νο ἀ­κρω­τή­ρι στὴ Με­σό­γει­ο, ποὺ δὲν ἔ­χει ἄλ­λο ἀ­γα­θὸ πα­ρὰ τὸν ἀ­γῶ­να τοῦ λα­οῦ, τὴ θά­λασ­σα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥ­λιου. Εἶ­ναι μι­κρὸς ὁ τό­πος μας, ἀλ­λὰ ἡ πα­ρά­δο­σή του εἶ­ναι τε­ρά­στια καὶ τὸ πράγ­μα ποὺ τὴ χα­ρα­κτη­ρί­ζει εἶ­ναι ὅ­τι μας πα­ρα­δό­θη­κε χω­ρὶς δι­α­κο­πή. Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα δὲν ἔ­πα­ψε πο­τέ της νὰ μι­λι­έ­ται. Δέ­χτη­κε τὶς ἀλ­λοι­ώ­σεις ποὺ δέ­χε­ται κα­θε­τὶ ζων­τα­νό, ἀλ­λὰ δὲν πα­ρου­σιά­ζει κα­νέ­να χά­σμα. Ἄλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ αὐ­τῆς τῆς πα­ρά­δο­σης εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη της γιὰ τὴν ἀν­θρω­πιά, κα­νό­νας της εἶ­ναι ἡ δι­και­ο­σύ­νη. Στὴν ἀρ­χαί­α τρα­γω­δί­α, τὴν ὀρ­γα­νω­μέ­νη μὲ τό­ση ἀ­κρί­βεια, ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ξε­περ­νᾶ τὸ μέ­τρο, πρέ­πει νὰ τι­μω­ρη­θεῖ ἀ­πὸ τὶς Ἐ­ρι­νύ­ες. 

Ὅ­σο γιὰ μέ­να συγ­κι­νοῦ­μαι πα­ρα­τη­ρών­τας πῶς ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς δι­και­ο­σύ­νης εἶ­χε τό­σο πο­λὺ δι­α­πο­τί­σει τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ ψυ­χή, ὥ­στε νὰ γί­νει κα­νό­νας τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου. Καὶ ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς δι­δα­σκά­λους μου, τῶν ἀρ­χῶν τοῦ πε­ρα­σμέ­νου αἰ­ώ­να, γρά­φει: «­.­.. θὰ χα­θοῦ­με για­τί ἀ­δι­κή­σα­με .­.­.­». Αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τος. Εἶ­χε μά­θει νὰ γρά­φει στὰ τριά­ντα πέν­τε χρό­νια τῆς ἡ­λι­κί­ας του. Ἀλ­λὰ στὴν Ἑλ­λά­δα τῶν ἡ­με­ρῶν μας, ἡ προ­φο­ρι­κὴ πα­ρά­δο­ση πη­γαί­νει μα­κριὰ στὰ πε­ρα­σμέ­να ὅ­σο καὶ ἡ γρα­πτή. Τὸ ἴ­διο καὶ ἡ ποί­η­ση. Εἶ­ναι γιὰ μέ­να ση­μαν­τι­κὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἡ Σου­η­δί­α θέ­λη­σε νὰ τι­μή­σει καὶ τού­τη τὴν ποί­η­ση καὶ ὅ­λη τὴν ποί­η­ση γε­νι­κά, ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν ἀ­να­βρύ­ζει ἀ­νά­με­σα σ᾿ ἕ­να λα­ὸ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο. Για­τί πι­στεύ­ω πὼς τοῦ­τος ὁ σύγ­χρο­νος κό­σμος ὅ­που ζοῦ­με, ὁ τυρ­ρα­νι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ φό­βο καὶ τὴν ἀ­νη­συ­χί­α, τὴ χρει­ά­ζε­ται τὴν ποί­η­ση. Ἡ ποί­η­ση ἔ­χει τὶς ρί­ζες της στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­νά­σα – καὶ τί θὰ γι­νό­μα­σταν ἂν ἡ πνο­ή μας λι­γό­στευ­ε; Εἶ­ναι μί­α πρά­ξη ἐμ­πι­στο­σύ­νης – κι ἕ­νας Θε­ὸς τὸ ξέ­ρει ἂν τὰ δει­νά μας δὲν τὰ χρω­στᾶ­με στὴ στέ­ρη­ση ἐμ­πι­στο­σύ­νης.

Πα­ρα­τή­ρη­σαν, τὸν πε­ρα­σμέ­νο χρό­νο γύ­ρω ἀ­πὸ τοῦ­το τὸ τρα­πέ­ζι, τὴν πο­λὺ με­γά­λη δι­α­φο­ρὰ ἀ­νά­με­σα στὶς ἀ­να­κα­λύ­ψεις τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πι­στή­μης καὶ στὴ λο­γο­τε­χνί­α. Πα­ρα­τή­ρη­σαν πὼς ἀ­νά­με­σα σ᾿ ἕ­να ἀρ­χαῖ­ο Ἑλ­λη­νι­κὸ δρά­μα καὶ ἕ­να ση­με­ρι­νό, ἡ δι­α­φο­ρὰ εἶ­ναι λί­γη. Ναί, ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τοῦ ἀν­θρώ­που δὲ μοιά­ζει νὰ ἔ­χει ἀλ­λά­ξει βα­σι­κά. Καὶ πρέ­πει νὰ προ­σθέ­σω πὼς νι­ώ­θει πάν­τα τὴν ἀ­νάγ­κη ν᾿ ἀ­κού­σει τού­τη τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φω­νὴ ποὺ ὀ­νο­μά­ζου­με ποί­η­ση. Αὐ­τὴ ἡ φω­νὴ ποὺ κιν­δυ­νεύ­ει νὰ σβή­σει κά­θε στιγ­μὴ ἀ­πὸ στέ­ρη­ση ἀ­γά­πης καὶ ὁ­λο­έ­να ξα­να­γεν­νι­έ­ται. Κυ­νη­γη­μέ­νη, ξέ­ρει ποὺ νἄ ‘­βρει κα­τα­φύ­γιο, ἀ­παρ­νη­μέ­νη, ἔ­χει τὸ ἔν­στι­κτο νὰ πά­ει νὰ ρι­ζώ­σει στοὺς πιὸ ἀ­προσ­δό­κη­τους τό­πους. Γι’ αὐ­τὴ δὲν ὑ­πάρ­χουν με­γά­λα καὶ μι­κρὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου. Τὸ βα­σί­λει­ό της εἶ­ναι στὶς καρ­δι­ὲς ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς γῆς. Ἔ­χει τὴ χά­ρη ν᾿ ἀ­πο­φεύ­γει πάν­τα τὴ συ­νή­θεια, αὐ­τὴ τὴ βι­ο­μη­χα­νί­α. Χρω­στῶ τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη μου στὴ Σου­η­δι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α ποὺ ἔ­νι­ω­σε αὐ­τὰ τὰ πράγ­μα­τα, ποὺ ἔ­νι­ω­σε πὼς οἱ γλῶσ­σες, οἱ λε­γό­με­νες πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νης χρή­σης, δὲν πρέ­πει νὰ κα­ταν­τοῦν φρά­χτες ὅ­που πνί­γε­ται ὁ παλ­μὸς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης καρ­διᾶς, ποὺ ἔ­γι­νε ἕ­νας Ἄ­ρει­ος Πά­γος ἱ­κα­νὸς νὰ κρί­νει μὲ ἀ­λή­θεια ἐ­πί­ση­μη τὴν ἄ­δι­κη μοί­ρα τῆς ζω­ῆς, γιὰ νὰ θυ­μη­θῶ τὸν Σέλ­λε­ϋ, τὸν ἐμ­πνευ­στή, κα­θὼς μᾶς λέ­νε, τοῦ Ἀλ­φρέ­δου Νομ­πέλ, αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ μπό­ρε­σε νὰ ἐ­ξα­γο­ρά­σει τὴν ἀ­να­πό­φευ­κτη βί­α μὲ τὴ με­γα­λο­σύ­νη τῆς καρ­διᾶς του.

Σ’ αὐ­τὸ τὸν κό­σμο, ποὺ ὁ­λο­έ­να στε­νεύ­ει, ὁ κα­θέ­νας μας χρει­ά­ζε­ται ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους. Πρέ­πει ν’ ἀ­να­ζη­τή­σου­με τὸν ἄν­θρω­πο, ὅ­που καὶ νὰ βρί­σκε­ται.

Ὅ­ταν στὸ δρό­μο τῆς Θή­βας, ὁ Οἰ­δί­πους συ­νάν­τη­σε τὴ Σφίγ­γα, κι αὐ­τὴ τοῦ ἔ­θε­σε τὸ αἴ­νιγ­μά της, ἡ ἀ­πό­κρι­σή του ἦ­ταν: ὁ ἄν­θρω­πος. Τού­τη ἡ ἁ­πλὴ λέ­ξη χά­λα­σε τὸ τέ­ρας. Ἔ­χου­με πολ­λὰ τέ­ρα­τα νὰ κα­τα­στρέ­ψου­με. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα. 

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.