Τα κλέφτικα τραγούδια ως διακριτό είδος των επικών δημοτικών τραγουδιών πήραν το όνομά τους από το περιεχόμενο των στίχων τους. Σε ό,τι αφορά στον ελλαδικό χώρο τα κλέφτικα τραγούδια είναι δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου της Τουρκοκρατίας μετά τον 16ο αιώνα και στα θέματά τους διαφαίνεται η επαναστατική δράση των κλεφτών και των αρματολών. Στους στίχους εγκωμιάζεται η ζωή, τα κατορθώματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατός τους. Μολονότι αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα, δεν περιλαμβάνουν ακριβή διήγηση, ούτε προσήλωση σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Εδώ οι ήρωες, σε αντίθεση από τα ακριτικά, δεν έχουν υπερφυσικές ικανότητες και είναι απλοί θνητοί. Στα ολιγόστιχα λιτά, χωρίς εξηγήσεις και περιγραφές περιστατικών, κλέφτικα τραγούδια η μετάβαση από την μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα. Σε όλα σχεδόν απαντάται ζωντανός διάλογος μεταξύ προσώπων, ενώ ενίοτε, όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο, ο δημιουργός εισάγει μια συμβατική εικόνα, ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά, μια κόρη, προκειμένου να παραχθεί ο διάλογος.
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκωμάτα [1]
τονα τηράει τη Λειβαδιά και τ΄ άλλο το Ζητούνι [2]
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
‘’Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
ουτ΄ ο Καλύβας έρχεται ουτ΄ο Λεβεντογιάννης
Ομερ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες’’
Ο Διάκος σαν τ΄ αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
‘’Τον ταιφά [3] μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δωσ’ τους μπαρούτι περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια3 δυνατά κι΄ όμορφα μετερίζια [4]’’.
Παίρνουνε τ΄ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια,
‘’Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε,
Σταθήτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε΄΄
Ψιλή βροχούλα έπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια έκαμαν τα τρία αράδα αράδα,
έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
βουλώσαν τα κουμπούρια του κι΄ ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,
ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες [5]
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ΄ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνε,
χίλιοι τον παν΄ από μπροστά και χίλιοι από κατόπι
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
‘’Γίνεσαι Τούρκος Διακο μου, την πίστη σου ν΄ αλλάξεις,
Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησία ν΄ αφήσεις;’’
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
‘’Πάτε κ’ εσείς κ΄ η πίστη σας, μουρτάτες [6] να χαθείτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν΄ αποθάνω.
‘’Αν θέλετε χίλια φλουριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας’’.
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης αφρίζει και φωνάζει:
-Χίλια πουγκιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει την Τουρκιά και όλο μας το ντοβλέτι.
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.
την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
’’Σκυλιά κι ά με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι [7].
1. Τα υψώματα πάνω από τη Δαμάστα προς το Μπράλο
2. Λαμία
3. Στράτευμα ατάκτων
4. Οχυρές θέσεις
5. Επικεφαλής στρατιωτών
6. Ο αλλαξοπιστήσας
7. Κράτος