Ο Άγιος Ιερομάρτυς Βενέδικτος γεννήθηκε λίγο πριν την Επανάσταση του 1821 στο χωριό Έζιοβα (ή Έζουβα ή Εζουβά), το σημερινό χωριό Δάφνη της επαρχίας Βισαλτίας των Σερρών ή στο χωριό Αμουρμέη (ή Αμούρμπεκι), σημερινό Καστανοχώρι. Η σύγχυση για την ακριβή γενέτειρα του Αγίου είναι δικαιολογημένη, διότι στην περιοχή ανάμεσα στα δύο αυτά χωριά υπήρχε μετόχι της μονής Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους.
Σε εφηβική ηλικία ο Άγιος πήγε μαζί με τον πατέρα του στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα, όπως ήταν φυσικό, στην ιερά μονή Κωνσταμονίτου. Εκεί ο πατέρας του Αγίου έγινε δόκιμος και στη συνέχεια εκάρη μοναχός, ενώ ο νεαρός ακόμη Βενέδικτος στάλθηκε στον Πολύγυρο, για να διδαχθεί γράμματα. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του και είχε φθάσει σε κατάλληλη ηλικία, επέστρεψε στο μοναστήρι, για να καρεί μοναχός. Η κουρά του έγινε κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Στη μονή ο Άγιος διακόνησε επί σειρά ετών σε όλα τα διακονήματα και όταν έφθασε σε μεγάλη ηλικία χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Ο Άγιος Βενέδικτος, μαζί με άλλους πατέρες στάλθηκε, για τις ανάγκες της μονής, στο μετόχι της μονής που βρισκόταν έξω από την Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης. Η επανάσταση του 1821 μ.Χ., που είχε ως αποτέλεσμα ανάλογες επαναστατικές δραστηριότητες να λάβουν χώρα και στην περιοχή της Μακεδονίας με φοβερά αντίποινα από τις Τουρκικές αρχές, ανάγκασε τους μοναχούς να εγκαταλείψουν το μετόχι. Ο Άγιος Βενέδικτος συνελήφθη από τους Τούρκους του Ρουμπούτ πασά και οδηγήθηκε σιδεροδέσμιος μεζί με αρκετούς μοναχούς από τα μετόχια της γύρω περιοχής στην Θεσσαλονίκη. Στις 12 Ιουνίου 1821 μ.Χ., έπειτα από φρικτά βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε μαζί με πολλούς μοναχούς και προεστούς των γύρω χωριών της Θεσσαλονίκης.
Τη νύχτα, μετά το μαρτύριο, σύμφωνα με τη διήγηση του Βίου, επάνω από τα άταφα λείψανα των Μαρτύρων φαινόταν ένας φωτεινός σταυρός. Οι στρατιώτες που τα φύλαγαν, μόλις αντίκρισαν αυτό το θαύμα ξαφνιάστηκαν και το ομολόγησαν στους Χριστιανούς. Με αφορμή το θαύμα δόθηκε από τις αρχές η άδεια να ενταφιασθούν τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων.
Άγιος Συνέσιος ο νέος Οσιομάρτυρας πού μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη
Ο Άγιος Οσιομάρτυς Συνέσιος συναριθμείται και αυτός μαζί με τους μοναχούς Βενέδικτο, Τιμόθεο και Παύλο της ιεράς μονής Κωνσταμονίτου (βλέπε ίδια ημέρα), μεταξύ των μοναχών και των απλών Χριστιανών που συνελήφθησαν από τον Ρουμπούτ πασά στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης και στο Άγιον Όρος, αμέσως μετά την έναρξη της Επαναστάσεως του 1821 μ.Χ., οδηγήθηκαν στην πόλη, βασανίσθηκαν ανηλεώς και θανατώθηκαν με μαρτυρικό τρόπο. Εκτενείς πληροφορίες για το βίο και το μαρτύριο του Οσιομάρτυρος μας παραθέτει ο μοναχός Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στο έργο του «Νέον Υπόμνημα των νεοφανών Ιερομαρτύρων και Οσιομαρτύρων», το οποίο συνέγραψε πιθανόν μεταξύ των ετών 1830 – 1844 μ.Χ., λίγα χρόνια μετά τα συμβάντα.
Ο Οσιομάρτυρας Συνέσιος καταγόταν από την Ανατολή και ιδιαίτερη πατρίδα του ήταν το χωριό Τρίγλια της επαρχίας Προύσης της Μικράς Ασίας. Όταν έφθασε σε ηλικία γάμου εγκατέλειψε τους οικείους του και γεμάτος ζήλο για τη μοναχική ζωή πήγε στο Άγιον Όρος. Στην αρχή πήγε στη μονή Ιβήρων, όπου μόναζαν ο αδελφός του Θεόφιλος και ο θείος του Γεράσιμος. Με τις δικές τους συστάσεις κατέληξε στη μονή Κωνσταμονίτου. Εκεί βρήκε κάποιο μοναχό Ναθαναήλ, υιό του οικονόμου παπά Δημητρίου από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Αυτός τον παρακίνησε και παρέμεινε ως δόκιμος και στη συνέχεια εκάρη μοναχός.
Μετά την Επανάσταση του 1821 μ.Χ. και τις επιδρομές των Τούρκων στις μονές του Αγίου Όρους, και πιο συγκεκριμένα όταν για δεύτερη φορά μοναχοί, και μεταξύ αυτών και ο Συνέσιος, με επικεφαλής τον επίτροπο του Αγίου Όρους Σπανδωνή, οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, φυλακίσθηκαν και με διαταγή του Ρουμπούτ πασά τους βασάνισαν σκληρά με το αιτιολογικό ότι δεν απεκάλυψαν τους κρυμμένους θησαυρούς των μοναστηριών. Επί δυόμιση χρόνια οι μοναχοί, και μαζί μ’ αυτούς και ο Συνέσιος, φυλακισμένοι υφίσταντο τα σκληρά βασανιστήρια, μαρτυρώντας τελικά για την πίστη τους το 1824 μ.Χ.
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Τιμόθεος
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Τιμόθεος συναριθμείται και αυτός μαζί με τους μοναχούς Βενέδικτο, Συνέσιο και Παύλο της ιεράς μονής Κωνσταμονίτου που μαρτύρησαν στις 12 Ιουνίου. Εκτενείς πληροφορίες για το βίο και το μαρτύριο του Οσιομάρτυρα Τιμοθέου μας παραθέτει ο μοναχός Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στο έργο του «Νέον Υπόμνημα των νεοφανών Ιερομαρτύρων και Οσιομαρτύρων».
Ο Οσιομάρτυς Τιμόθεος καταγόταν από τα χωριά της Βεροίας και συγκεκριμένα την περιοχή που υπαγόταν εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Βεροίας, όπως παραθέτει χαρακτηριστικά ο βιογράφος Δοσίθεος Κωνσταμονίτης. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι εξαιρετικά λιγοστές. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι, όταν ο Τιμόθεος ήταν νέος, νυμφεύθηκε. Μετά το θάνατο όμως της συζύγου του, ήλθε στο Άγιον Όρος και τα κελλιά των Καρυών. Επέλεξε τη μονή Κωνσταμονίτου, όπου όμως ο κοινοβιακός βίος της αδελφότητος ήταν σκληρός και εκεί τελικά εκάρη μοναχός και έζησε στην ησυχία για αρκετό χρονικό διάστημα.
Όταν ο Τιμόθεος συνελήφθη μαζί με τους άλλους πατέρες της Μονής και οδηγήθηκε με τη βία στη Θεσσαλονίκη, όπου φυλακίσθηκε, ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία (πάνω από εξήντα ετών). Βασανίσθηκε και μαρτύρησε επί Ρουμπούτ πασά, πιθανώς το 1822 μ.Χ. Έτσι αξιώθηκε του στεφάνου του μαρτυρίου.
Άγιος Παύλος ο νέος Οσιομάρτυρας από τα Ιωάννινα
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Παύλος γεννήθηκε στα Ιωάννινα περί τα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ. και το κοσμικό του όνομα ήταν Πέτρος. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του τον έστειλε στο Ελληνικό σχολείο του Μπαλάνου για να διδαχθεί τα Ιερά γράμματα από τον Αναστάσιο Μπαλάνο ή Καμικάρη. Ήταν φιλακόλουθος και συμμετείχε στην εκκλησιαστική ζωή και τις ιερές Ακολουθίες στο ναό του Αγίου Ιωάννου της Μπουνίλας ή της Παναγίας της Περιβλέπτου.
Ο Πέτρος, μέσω της κυράς Βασιλικής, ευνοουμένης του Αλή Πασά, συνδέθηκε με τους πατέρες της μονής Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους, τον ηγούμενο Χρύσανθο και τον ιερομάρτυρα Βενέδικτο (βλέπε ίδια ημέρα), οι οποίοι είχαν έλθει στα Ιωάννινα για υποθέσεις της μονής τους. Όταν αυτοί επέστρεψαν στο Άγιον Όρος, τους ακολούθησε και ο Άγιος, και μετά από δοκιμή εκάρη μοναχός στη μονή Κωνσταμονίτου και έλαβε το όνομα Παύλος.
Ο Άγιος συνελήφθη μαζί με άλλους συμμοναστές του κατά την Επανάσταση του 1821, από τον ηγεμόνα Αμπλούτ Ρομπούτ πασά, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προέτρεψε τον αρχηγό της Μακεδονίας Εμμανουήλ Παπά να αρχίσει την Επανάσταση από το Άγιον Όρος, και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έλαβε μαρτυρικό τέλος, μετά από φρικτά και βάρβαρα βασανιστήρια το 1824 μ.Χ.