«Τῇ Κυριακῇ πρό τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῶν μητροπολιτῶν καί ἐθνομαρτύρων
Χρυσοστόμου Σμύρνης, Ἀμβροσίου Μοσχονησίων,
Προκοπίου Ἰκονίου καί Εὐθυμίου Ζήλων
καί πάντων τῶν ἀπό τοῦ ἱεροῦ κλήρου, τοῦ φιλοχρίστου
στρατοῦ καί τοῦ πιστοῦ καί ὀρθοδόξου λαοῦ θυμάτων,
τῶν ἀναριθμήτων νεομαρτύρων, ἀνδρῶν, γυναικῶν
καί παιδίων, τῶν ἀναιρεθέντων καί τελειωθέντων
ἐν τῷ παμμικρασιατικῷ διωγμῷ.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός,
ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν».
Ἡ Ἐκκλησία μας ἀνέδειξε Ἱεράρχες πού ὄχι μόνο ἀποδείχθηκαν ἀντάξιοι τῆς ἀποστολῆς τους, ἀλλά φανέρωσαν καί τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τους, τήν γενναιότητα καί τήν πίστη τους στά ὕψιστα ἰδανικά τῆς πατρίδος καί τῆς πίστεως. Ἀρνούμενοι νά ἐγκαταλείψουν τό ποίμνιό τους σφαγιάσθηκαν κατά τήν Μικρασιατική Καταστροφή καί τό μαρτύριό τους ἠχεῖ προσκλητήριο νά ὀρθωθοῦμε καί νά ἐπιδοθοῦμε σέ ἀγῶνες ἱερούς ἀντάξιους τῶν προγόνων μας.
Ὁ Ἅγιος Ἐθνοϊερομάρτυς Χρυσόστομος,
Μητροπολίτης Σμύρνης
καί τό χριστομίμητο φρικτό μαρτύριό του
Τήν ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του σέ Μητροπολίτη Δράμας, Φιλίππων καί Ζιχνῶν, ἀπευθυνόμενος στόν Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ΄, εἶπε: «Ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ θά ὑπηρετήσω τήν Ἐκκλησίαν καί τό Γένος, καί ἡ μίτρα …ἐπί τῆς κεφαλῆς μου, ἄν πέπρωται νά ἀπολέσει ποτέ τήν λαμπηδόνα τῶν λίθων της, θά μεταβληθεῖ εἰς ἀκάνθινον στέφανον μάρτυρος ἱεράρχου».
«Ζητῶ μεγάλον Σταυρόν, ἐπί τοῦ ὁποίου θά δοκιμάσω τήν εὐχαρίστησιν, καθηλούμενος καί μή ἔχων ἕτερόν τι νά δώσω πρός σωτηρίαν τῆς ἡμετέρας λατρευτῆς πατρίδος, νά δώσω τό αἷμα μου».
«Δέν μπορῶ νά φύγω», ἐπαναλάμβανε σέ ὅσους τόν πίεζαν νά φύγει γιά νά σωθεῖ. «Ποῦ θά ἀφήσω τό ποίμνιό μου χωρίς ποιμένα; Τό καθῆκον μου εἶναι νά μείνω ἐδῶ μεταξύ τῶν χριστιανῶν μου».
Στίς 27 Αὐγούστου 1922, μετά τό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας στόν Ἱ. Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, συνελήφθη ἀπό τόν Τοῦρκο φρούραρχο τῆς πόλης Νουρεντίν πασά καί παραδόθηκε στόν ἐξαγριωμένο τουρκικό ὄχλο μέ τήν κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας. Τόν χτύπησαν μέ ρόπαλα, τοῦ ξερίζωσαν τήν γενειάδα, τοῦ ἔκοψαν τά αὐτιά, τοῦ ἔβγαλαν μέ ξιφολόγχη τά μάτια καί ἀφοῦ τόν ἔσυραν σιδηροδέσμιο στούς τουρκομαχαλάδες, τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι, τό ὁποῖο αἱματοστάλαχτο τό ἔμπηξαν στήν πατερίτσα του. Ὁ μαρτυρικός του θάνατος τόν ἀνέδειξε ἅγιο καί ἐθνομάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἅγιος Ἀμβρόσιος Μητροπολίτης Μοσχονησίων
Πιστός στίς Ἑλληνορθόδοξες παραδόσεις, χειροτονημένος σέ Ἐπίσκοπο ἀπό τόν ἅγιο Χρυσόστομο Σμύρνης, συνελήφθη βίαια, σέ ἡλικία 50 ἐτῶν, λίγους μῆνες μετά τήν ἐπίσημη ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του. Μέ φωτεινό βλέμμα κοίταξε τούς διῶκτες του καί ξέροντας τί τόν περιμένει, θαρρετά τούς εἶπε: “Δέ μέ φοβίζει νά πεθάνω γιά τόν Χριστό μου καί τήν Πατρίδα μου. Ἄς γίνει ὅ,τι ἔχει ἀποφασίσει, ὅ,τι θέλει ὁ Κύριός μου”. Στίς 15 Σεπτεμβρίου τοῦ 1922 τάφηκε ζωντανός ἀπό τούς Τούρκους, μαζί μέ ἐννέα ἱερεῖς σέ λάκκο ἔξω ἀπό τήν πόλη τῶν Κυδωνιῶν.
Ἅγιος Γρηγόριος Μητροπολίτης Κυδωνιῶν
Ἀρνούμενος νά ἐγκαταλείψει τό ποίμνιό του, συνελήφθη ἀπό τούς Τούρκους καί φυλακίσθηκε μαζί μέ ἄλλους ἱερεῖς καί προκρίτους τῶν Κυδωνιῶν. Ὕστερα ἀπό τέσσερις μέρες φυλακή καί φρικτά βασανιστήρια, τούς ὁδήγησαν ἔξω ἀπό τήν πόλη. Τούς γυμνώσανε, τούς δείρανε καί τούς ἀνάγκασαν νά περπατοῦν ξυπόλυτοι. Κάπου ἔξω ἀπ’ τό Ἀϊβαλί οἱ Τοῦρκοι τόν ξεχωρίσανε μαζί μέ μερικούς ἄλλους καί τόν παραδώσανε σ’ ἕνα ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα. Σάν πέρασε λίγη ὥρα, ἀκούστηκαν ντουφεκιές. Ἕνας Τοῦρκος τοῦ ἀποσπάσματος εἶπε: «Τόν Δεσπότη τόν θάψαμε ζωντανό. Οἱ ντουφεκιές ἦταν γιά τούς ἄλλους». Ἦταν 3 Ὀκτωβρίου τοῦ 1922.
Ἅγιος Εὐθύμιος Μητροπολίτης Ζήλων
Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1921 συνελήφθη καί φυλακίστηκε μαζί μέ ἄλλους προκρίτους τῆς ἐπαρχίας Ἀμασείας. Μέ αἴτησή του, ζήτησε ἀπό τήν κεμαλική κυβέρνηση τῆς Ἄγκυρας νά θεωρηθεῖ μόνο αὐτός ἔνοχος καί νά ἀπαλλαγοῦν οἱ ὑπόλοιποι συλληφθέντες. Τό αἴτημά του ὅμως δέν ἔγινε δεκτό. Στή φυλακή, ἀφοῦ τόν βασάνισαν σκληρά, τόν ἐγκατέλειψαν χωρίς τροφή καί νερό καί πέθανε στίς 29 Μαΐου τοῦ 1921.
Ἅγιος Προκόπιος Μητροπολίτης Ἰκονίου
Πρωτοστάτησε στήν ἀναχαίτιση τῆς προσπάθειας τῶν Νεότουρκων νά ὀργανώσουν τουρκο-ορθόδοξη “Ἐκκλησία”, ἡ ὁποία χρησιμοποιοῦσε ἀποκλειστικά τήν τουρκική γλῶσσα πρός παραπλάνηση τῶν πιστῶν. Γιά τό λόγο αὐτό ὑπέβαλαν τούς Ὀρθοδόξους σέ φοβερές κακώσεις μέχρι νά ἀποσκιρτήσουν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1920 ὁ Μουσταφά Κεμάλ διέταξε τήν ἐξορία του Μητροπολίτη Προκοπίου, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τόν ἐπίσκοπο τῶν Ἀρμενίων καί πλῆθος λαϊκῶν, φυλακίστηκε μέ τήν κατηγορία, ὅτι εἶχε ὑποστηρίξει τό ἀντικεμαλικό κίνημα τοῦ Μεχμέτ Ντελημπάς στό Ἰκόνιο. Ἐν μέσῳ αὐτῆς τῆς καταδυναστεύσεως τοῦ ποιμνίου καί τῶν ποιμένων του, προμαχώντας καί συμπάσχοντας μέ τούς στενάζοντες Ὀρθοδόξους Ἕλληνες τῆς Ἀνατολίας καί μετά ἀπό ἔντονες ψυχικές καί σωματικές ταλαιπωρίες στίς ὁποῖες εἶχε ὑποβληθεῖ, ὁ Μητροπολίτης Προκόπιος, ἀπομονωμένος στή Μονή Τιμίου Προδρόμου στά Φλαβιανά, παρέδωσε τήν ψυχή του στίς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1923.
«Ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα, ὁ Σμύρνης Χρυσόστομος καί οἱ μετ’ αὐτοῦ μαρτυρήσαντες ἐπίσκοποι Γρηγόριος Κυδωνιῶν, Ἀμβρόσιος Μοσχονησίων, Προκόπιος Ἰκονίου, Εὐθύμιος Ζήλων καί οἱ σύν αὐτοῖς κληρικοί τε καί λαϊκοί ζήσαντες εἰς χρόνους δυσχερεῖς, πιστῶς δέ καί θεαρέστως τόν ἐπίγειον διανύσαντες δόλιχον, ἀπολαμβάνουν τήν προσήκουσαν τοῖς ἁγίοις τιμήν».
(Ὑπ’ ἀριθμ. 2556/5-7-1993 ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος)