Μικρό κομμάτι … Παραδείσου, απόψε
κατέβηκε εκεί.
Μικρό κομμάτι… Παραδείσου, έγινε απόψε
τούτη η μοναστική φωλιά,
που κρύβει στ’ άγιο χώμα της,
το γέροντα των Ελλήνων,
τον παγκόσμιο γέροντά μας!
Μικρό κομμάτι …Παραδείσου,
οι γλυκές και ανυπόκριτες,
αγγελικές φωνές των μοναζουσών
που ψάλλουν, που μιλούν στον άγιό τους,
στον άγιό μας.
Μικρό κομμάτι …παραδείσου,
το ήρεμο κι αλλοιωμένο «εν Χριστώ»
βλέμμα των προσκυνητών,
το γεμάτο υπομονή και καρτερία.
Το νοιώθεις, τούτα τα βλέμματα μιλούν,
τούτες οι καρδιές μιλούν,
μιλούν στο Θεό, στο γέροντα,
μιλούν στους άγνωστους τους διπλανούς τους.
Οριζόντια και κατακόρυφη επικοινωνία!
Κι αγγίζονται οι καρδιές γνωστών κι αγνώστων
-σημάδι Παραδείσου-
κι ενώνονται
κι όλες μαζί,
στο άκουσμα «όσιε Παΐσιε»,
σκιρτούν και χαίρονται κι αναθαρρούν.
Κι είναι κι αυτά τα δένδρα γύρω
και τ’ άστρα ψηλά,
που χαίρονται κι αναθαρρούν.
Όλα είν’ αλλιώτικα απόψε…
Γιατί όλα είν’ αλλιώτικα μες στις καρδιές μας!
Και τότε έκλεισα τα μάτια μια στιγμή
για να κρατήσω μέσα μου βαθιά
κάθε εικόνα κι εμπειρία της Βραδιάς.
Και τότε είδα, λέει, τον …Κύριό μας!
Τον είδα να ’ναι εκεί!
Τον είδα να βαδίζει ανάμεσά μας ανάλαφρα,
αθόρυβα και διακριτικά
κι αγαπητικά
συνάμα και δυναμικά.
Το σπλαχνικό Του βλέμμα,
ν’ αγκαλιάζει όλους
-δεν ξέρω πώς-.
Το στοργικό Του χέρι
να ψηλαφεί όλους
-δεν ξέρω πώς-.
Κι ακολουθώντας Τον,
χωρίς, ούτε μια κίνησή μου,
με την καρδιά μονάχα
ν’ αναπολώ, να ζω μάλλον σκηνές αγιογραφικές:
επί του ΄Ορους ομιλία,
χορτασμός των πεντακισχιλίων,
κολυμβήθρα του Σιλωάμ…
Είναι κι ο γέροντας εκεί, λέει,
που χαριτολογεί με τα παιδιά κάτω απ’ το δένδρο
κι έπειτα, βρίσκεται, λέει, πιο πέρα
και σα να μην πατά ολότελα στη γη,
τα βήματά του δείχνουν.
Κόσμος!…ουρά…
Κι αυτός ολόρθος!
κι ακούει…
κι ακούει…
και κάποτε χτυπάει στον ώμο
φιλικά, πατρικά
και «ρήματα ζωής αιωνίου» προφέρει.
Ο νους μου τώρα κατακλύζεται
από δικά του λόγια.
«Εσύ παιδί τι θες εδώ τώρα;»
Κι ειν’ έτοιμος να επωμιστεί
και την αρρώστια του άλλου ακόμη.
Δικά του λόγια…
«Αυτό που λέει η καρδιά μου,
είναι να πάρω το μαχαίρι,
να την κόψω κομματάκια,
να την μοιράσω στον κόσμο
κι ύστερα να πεθάνω!»
«Πάρε τούτο το κομποσχοίνι.
Σαν θα βρεθείς σ’ ανάγκη,
παίρνε τηλέφωνο μ’ αυτό!»
«Προσεύχου εσύ
και θα ’ρχεται μέσα σου
ειρήνη!»
«Στην αγάπη, στην ταπείνωση,
σε τούτη τη συχνότητα εργάζεται,
αναπαύεται ο Θεός!»
Κείνη την ώρα είδα, λέει, δίπλα του
τον άγιό του, τον άγιο Αρσένιο,
φανερά ευχαριστημένο
από του μαθητή τις επιδόσεις,
να του χαϊδεύει το κεφάλι
κι αμέσως να πορεύονται μαζί
και σ’ άλλους να χαρίζουν ίαση
και σ’ άλλους την παρηγοριά
και σ’ άλλους μια εργασία
και σ’ άλλους «κατά την καρδία»
κι ό,τι επιτρέπει Εκείνος,
ο ουράνιός μας σπλαχνικός Πατέρας.
Γυρνώντας, λέει, προς τα δεξιά,
προς τη μικρή την εκκλησία,
είδα στον ώμο του Χριστού ακουμπισμένο,
τον άγιο θεολόγο Ιωάννη…
να του ζητά την προστασία της Μονής
και «όσων προσερχομένων».
Και συγκατένευσε ο Χριστός.
Και τότε άνοιξα τα μάτια.
Το όνειρο της μιας στιγμής
έφυγε, χάθηκε,
μα η θύμησή του
έχει γραφτεί μες στα κατάβαθά μου,
παρηγοριά στις μπόρες μου,
φως μες στη σκοτεινιά μου,
ελπίδα στ’ αδιέξοδά μου,
χαρά και μες στη λύπη μου
-ω! θεία χαρμολύπη!-
χαρά και στη χαρά μου.
Πόσο αλλιώτικα ειν’ όλα απόψε!
Γιατί όλα ειν’ αλλιώτικα μες στις καρδιές μας.
Τ’ αστέρια λαμπυρίζουν πιο πολύ
γιατί το φως των προσευχών μας τα αγγίζει.
Τα δένδρα γύρω κλέβουν τη ματιά
κι εκεί στις κορυφές τους την κρατούν
και μυστικά την οδηγούν ψηλά, πολύ ψηλά,
όσο μπορεί κάθε καρδιά
και γεύεται θαρρείς «κάτι» φτωχό έστω
της ακατάληπτης θείας Παρουσίας.
Κι αυτό το πενιχρό το «κάτι» αυξάνει
και γίνεται πιο πλούσιο
καθώς δεν είσαι μόνος,
πορεύονται δίπλα σου κι άλλοι
στον ίδιο δρόμο προς τον τάφο του,
δρόμο που σου χαρίζει,
μικρή πρόγευση του Παραδείσου.
Πρόγευση που φέρνει δάκρυα
και ιερής συγκίνησης ρίγη,
-άγγιγμα θείας χάρης!-
και νοιώθεις την καρδιά
πως « πάει να σπάσει».
«Ο Θεός, σου δίνει εδώ κάτω
μια καραμέλα,
για να δεις πως πάνω εκεί ,
υπάρχει… ζαχαροπλαστείο!»,
έλεγε ο γέροντας.
Κι έλεγε γιατί ήξερε,
όπως ήξεραν και ξέρουν
όλοι οι άγιοί μας.
Μικρή πρόγευση του Παραδείσου,
κοιτώντας όλο αυτό τον κόσμο
που έρχεται σε σένα ΄Αγιέ μας.
Γιατί νομίζω πως έχω εμπρός μου
εκείνη την εικόνα
που συντροφεύει σκέψη και καρδιά
από τα παιδικά μου ακόμη χρόνια;
«Τους δύο δρόμους»
αυτή την εικόνα λέω,
που πάντα τη «χάζευα» κι ονειρευόμουν
αλλά κι ευχόμουν
να’ μουν σ’εκείνο το δρόμο,
να’ μουν σ’εκείνο το μονοπάτι
που στην κορφή του ο Χριστός καρτερικά
μας περιμένει με λαχτάρα.
Μικρή πρόγευση του παραδείσου.
Άραγε πώς να ’ναι τούτη ολοκληρωμένη;
Άραγε πώς να ’ναι;
Και θυμάμαι:
«…ηρπάγη εις τον παράδεισον
και ήκουσεν άρρητα ρήματα,
α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι…»
(Απ. Παύλος, Β΄Κορ.ιβ΄,4)
«…α οφθαλμός ουκ είδε
και ους ουκ ήκουσε
και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη,
α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν…»
(Απ. Παύλος, Β΄Κορ.β΄,9)
Και θυμάμαι:
«Άλλοτε φώναζα δυνατά,
Πάτερ μου! Πάτερ μου!
Κι άλλοτε φώναζα:
Θεέ μου, Θεέ μου,
κράτησε λίγο σφιχτά την καρδιά μου
μέχρι να ιδώ τι θα απογίνει απόψε!»
(΄Οσιος Παϊσιος, στο βιβλίο για τον άγιό του, σελ.32)
Μικρό κομμάτι…Παραδείσου, απόψε
κατέβηκε εκεί…
όπου ο γέροντάς μας κατοικεί!
΄Οσιε Παΐσιε, πρέσβευε υπερ ημών!
I was looking through some of your content
on this site and I believe this site is real instructive!
Retain posting.Raise your business