Ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν εἶναι δομικὸ στοιχεῖο τοῦ ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ καὶ θεμελιώδης πρακτικὴ τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ἱστορικὰ ἀποδεικνύεται πεπλανημένη καὶ κυρίως παραπειστικὴ ἢ θέση, ὅτι ἡ ταφὴ συνδέεται μὲ τὸν ἑβραϊκὸ πολιτισμό, ἐνῶ ἡ καύση μὲ τὸν ἑλληνικό. Τὸ ὀρθὸ ἱστορικὰ εἶναι, ὅτι ὑπῆρχαν περιπτώσεις καύσεως τῶν νεκρῶν στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, ἀλλὰ ὁ κανόνας ἦταν ἡ ταφή τους. Κλασσικὲς ἀποδείξεις: ὁ τύμβος τοῦ Μαραθῶνος, τὰ πάμπολλα ταφικὰ εὑρήματα (σκελετοὺς ἀνακαλύπτουμε) ὡς σήμερα, ὁ ἐπιτάφιος τοῦ Περικλέους (περιεφέρετο κλίνη κενὴ γιὰ τοὺς μὴ ταφέντες στὸν πόλεμο), στοὺς τάφους τῶν Μυκηνῶν ἀνακαλύπτουμε σκελετούς, ὁ ἀββᾶς Σισώης εἶδε τὸν 4ο μ.Χ. αἰώνα τὸ λείψανο (σκελετὸ) τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ τὸ κλασσικότερο παράδειγμα ἡ τραγωδία τοῦ Σοφοκλέους «Ἀντιγόνη», ποὺ ἔθαψε τὸν «προδότη», κατὰ τὸν Κρέοντα, ἀδελφό της (ἦταν ἐξευτελισμὸς ἡ μὴ ταφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπιβαλλόμενη ποινὴ γιὰ τοὺς προδότες).
Ἡ καύση συνδέεται παντοῦ (Ἑλλάδα, Ἀνατολὴ καὶ Δύση) μὲ ὑποτίμηση τοῦ σώματος καὶ θεώρησή του ὡς κακοῦ καί, τελικά, περιφρόνησή του. Χριστιανικὰ τὸ σῶμα γίνεται «ναός» τοῦ Θεοῦ, θεώνεται κατὰ χάριν μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ («τὸ συναμφότερον») καὶ συνδοξάζεται. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἐτάφη καὶ ἔκτοτε ὅλοι οἱ Χριστιανοί, Ἅγιοι καὶ μή, ἀπὸ τὸν Πρόδρομο καὶ τὸν Στέφανο ὡς σήμερα. Μέσῳ τῆς ταφῆς σώθηκαν τὰ ἄφθαρτα καὶ ἀκέραια λείψανα τῶν Ἁγίων (ὡς οἱ ἅγιοι Σπυρίδων, Διονύσιος, Γεράσιμος κ.λ.π.), φανερώσεις τῆς θεώσεως. Ἡ Νεκρώσιμος Ἀκολουθία, ἀπὸ τὰ σημαντικότερα κείμενα τῆς παγκοσμίου φιλολογίας, ἀναπτύσσει θεολογικά τη φυσικὴ λύση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ὅπως φυσικὴ (χάριτι Θεοῦ) εἶναι καὶ ἡ σύστασή του ἀπὸ τὸ «μὴ Εἶναι» στὸ «Εἶναι» (ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη).
Χριστιανικὰ ἡ ἀστασίαστη ἐπὶ 20 αἰῶνες ταφὴ (μιλῶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία) εἶναι, παρὰ τὶς δηλώσεις τῶν μοντεριζόντων θεολόγων, «δόγμα» (διδασκαλία) πίστεως. Ἀνήκει δέ, στὰ κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο «ἄγραφα» τῆς πίστεως, ὅπως τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, ἡ στροφὴ τῶν ναῶν κατ᾿ ἀνατολάς, ἡ τριπλὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση στὸ Βάπτισμα κ.π.ἄ., ποὺ δὲν διετυπώθησαν γραπτῶς ποτὲ καὶ ἐν τούτοις εἶναι μόνιμη καὶ ἀπαρασάλευτη ὁμολογία τοῦ Ὀρθοδόξου Σώματος, ἔχουν δὲ «τὴν αὐτὴν ἰσχὺν πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ταφή. Κανεὶς θεολόγος, ὅσο «σπουδαῖος» καὶ ἂν φαίνεται, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κανόνας πίστεως, παρὰ μόνο ἡ πράξη τῶν Ἁγίων μας, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος.
Πιστεύω ὅμως, ὅτι ὁ ἰσχυρότερος λόγος, γιὰ νὰ μείνουμε στὴν παράδοση τῆς ταφῆς οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες, εἶναι ὁ πολιτιστικός. Ἡ ταφὴ εἶναι ἀστασίαστο συστατικὸ τοῦ πολιτισμοῦ μας.Πολιτισμὸς δέ, εἶναι ἡ πραγμάτωση χωροχρονικὰ τῆς ψυχῆς μας. Ὅσοι, μέσα ἀπὸ βουδισμοὺς καὶ ἰνδουϊσμοὺς ἢ ὅ,τι ἄλλο, οἰκοδόμησαν μέσα τοὺς ἄλλη συνείδηση, δὲν μποροῦν νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἄποψή τους στοὺς πολλούς, διότι αὐτὸ θὰ εἶναι ὄντως «φασιστική» καὶ μὴ δημοκρατικὴ στάση. Θὰ ἔλεγα μάλιστα, ὅτι αὐτὸ ἰσχύει ὄχι μόνο μὲ τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν μας, ποὺ συνδέθηκε μὲ τόσες πρακτικὲς καὶ ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας (καρδιὰ τοῦ πολιτισμοῦ μας βάπτιση, γάμος, κηδεία – ὑπαρξιακὰ γεγονότα τῆς ζωῆς), ἀλλὰ καὶ μὲ φαινομενικὰ ἀσήμαντα στοιχεῖα, ὅπως λ.χ. τὸ σουβλάκι, τὸ κοκορέτσι, ἡ ρετσίνα κ.τ.ὁ. Οἱ Εὐρωπαῖοι Ἑταῖροι μας θέλουν ἕνα – ἕνα νὰ μᾶς καταργήσουν (π.χ. τὸ κοκορέτσι), γιὰ νὰ τρῶμε γερμανικὰ «χάμπουργκερ» καὶ νὰ πίνουμε ζεστὴ μπύρα Βαυαρίας. Αὐτό, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ἀστεῖο, ἀποκαλύπτει τὴ μόνιμη πρόεση κάποιων δικῶν μας, 2-3 αἰῶνες τώρα, νὰ μεταστοῦμε («ἐκ -στάση») σὲ ἄλλη ἱστορικὴ σάρκα, διότι ντρεπόμεθα γιὰ τὴ δική μας πολιτισμικὴ σάρκα. Νὰ γίνουμε κάτι ἄλλο. Καὶ ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι «βγάλε-βάλε», δὲν θὰ μείνει τίποτε, πνευματικὸ ἢ βιοτικό, ποὺ νὰ κρατεῖ τὴν ἑλληνική μας ταυτότητα. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὑπ᾿ ἀριθμὸν 1 πρόβλημα καὶ μὲ τὴν ἐπιβολὴ τυχὸν τῆς καύσεως. Πορεία πρὸς τὴν πολιτική μας ἀποσύνθεση. Ὁ μεγάλος λαογράφος μας, καθηγητὴς Δημ. Λουκᾶτος, ἔχει δηλώσει: «Δὲν ἔχουν ἴσως τὰ λείψανα τῶν νεκρῶν τὴν ἀνάγκη μας, ἐμεῖς ὅμως τὴν ἔχουμε πολύ. Τὸ κάψιμο θὰ ἦταν ἕνας πλήρης ἀφανισμὸς μιᾶς ζωντανῆς συνέχειας καὶ μιᾶς ἐπικοινωνίας, ποὺ τὴ θέλουμε»!
Ὑπάρχει λύση στὸ προβλεπόμενο «πρόβλημα» (ἐδῶ ἔχουμε καπιταλιστικὴ δημιουργία προβλήματος ἐκεῖ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ΜΗΝ ὑπάρχει) : Ἤδη ἡ ἑλληνικὴ δικαιοσύνη, πρόσφτατα, ἔχει ἀποφανθεῖ: «ἡ καθιέρωση τῆς καύσης τῶν νεκρῶν ἀντιβαίνει στὴ δημόσια τάξη καὶ στὰ χρηστὰ ἤθη» («Τὰ Νέα», 5.11.1992). Ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δυὸ φορές, ἐπίσημα, ἔχει ἐκδηλώσει, ὅτι «ἡ καύση ἀντίκειται στὰ θέσμια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλήσιας». Ἄν, ὑπάρχει οὐσιαστικὸ πρόβλημα, αὐτὸ τὸ δημιούργησε ὁ συνωστισμός μας στὴν πρωτεύουσα. Ἄν, λοιπόν, γνωρίζουμε τί σημαίνει πολιτικὴ ταυτότητα καὶ ἔχουμε τὴ διάθεδη νὰ τὴ σώσουμε, θὰ ἐνισχύσουμε κινήσεις, ὅπως οἱ ἀκόλουθες: δημιουργία νέων νεκροταφείων (κοιμητηρίων) ἐκτὸς τῶν κατοικημένων περιοχῶν – μεταφορὰ τῶν νεκρῶν μας στὶς ἐπαρχίες μας, στὴ γενέτειρα γῆ. Τὸ οἰκονομικὸ ἐπιχείρημα ἀποδεικνύεται σαθρό, ἀφοῦ ἡ καύση ἀπαιτεῖ τεράστια ἔξοδα (ἤδη ὑπάρχουν δημόσιες τοποθετήσεις σ᾿ αὐτὸ π.χ. «Τὰ Νέα», 5.11.1992). Ἂς ἀφήσουμε δὲ τοὺς κινδύνους μολύνσεως ἀπὸ τὰ κρεματόρια, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχουν γραφεῖ πολλὰ στὸ Ἐξωτερικό.
Μία πρώτη, καὶ μάλιστα πολὺ φθηνὴ λύση, εἶναι ἡ ὄντως «δημοκρατική». Νὰ παύσει τὸ ἐμπόριο ταφῶν ἀπὸ τοὺς Δήμους. Δὲν μπορεῖ μέσα σὲ μιὰ εὐνοούμενη χώρα ἄλλοι νὰ διαθέτουν τεράστιους τάφους, διότι εἶναι πλούσιοι, καὶ οἱ φτωχοὶ νὰ καιγόμαστε (…καὶ πεθαμένοι). Προτείνουμε κανονικὴ ταφὴ ΟΛΩΝ καὶ συγκέντωση τῶν ὀστῶν σὲ μικρὲς λειψανοθῆκες, σὲ ἀλλεπάλληλα ἐπίπεδα, ὅπως λ.χ. στὸ Κοιμητήριο τοῦ Δήμου Ζωγράφου. Ἀλλ᾿ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ΟΛΟΥΣ! Εἶναι εὐνόητο πόσος χῶρος ἐξοικονομεῖται.
Ἡ δημοκρατικὴ συνείδηση ἐπιβάλλει, βέβαια, νὰ δεχθοῦμε τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ καύσεως ἀπὸ τοὺς μὴ ἑλληνορθόδοξα φρονοῦντες καὶ σκεπτόμενους. Ὄχι ὅμως νὰ τὴν ἐπιβάλουμε καὶ σ᾿ ὅσους τὴν ἀρνιοῦνται. Περιττὸ νὰ πῶ, ὅτι εἶναι ἀδιανόητο συνειδητὸς ὀρθόδοξος ἕλληνας νὰ ἐπιλέξει τὴν καύση.
Θὰ ἔλεγα, μάλιστα, καὶ ὁ εὐρύτερα χριστιανός. Ὅσοι ζητοῦν τὴν ἐπιβολὴ (ἰδοὺ ἡ δημοκρατικότητά τους) τῆς καύσεως, εἰς βάρος τῆς ἐθνικῆς μας παραδόσεως ἀνήκουν στοὺς «ἐκτός», ποὺ ὅμως θέλουν νὰ νομοθετοῦν …δημοκρατικότατα καὶ γιὰ τοὺς «ἐντός». Ἐπειδὴ δὲ κάποιοι ἐπικαλοῦνται τὸ παράδειγμα τῆς Μαρίας Κάλλας, δηλώνω ὅτι οὔτε ἡ μακαρίτισσα ἀοιδός, οὔτε ὁ μακαρίτης Δημήτρης Μητρόπουλος, ποὺ προηγήθηκε (1960), εἶναι μέτρα πίστεως καὶ ἑλληνορθοδόξου συνειδήσεως. Ἄλλο ἡ τιμὴ στὴν προσφορὰ τῶν προσώπων καὶ ἄλλο ἡ μίμηση τῶν ἐπιλογῶν τους.