Ὁμιλία εἰς τὸν Πύργο, ἕδρα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἠλείας, τὴν Κυριακὴ 1η Μαΐου 2022,
παρουσίᾳ τοῦ Μητροπολίτου Ἠλείας κ. Γερμανοῦ, τῶν Ἐπισκόπων Ἀνδρούσης καὶ Ὠλένης,
τῶν πολιτικῶν, αὐτοδιοικητικῶν καὶ στρατιωτικῶν ἀρχῶν, τῶν μελῶν τοῦ Συνδέσμου Γορτυνίων «Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄» καὶ πλήθους κόσμου.
Χριστὸς Ἀνέστη!
Εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἠλείας κ. Γερμανὸ γιὰ τὴν τιμητική του πρόσκληση νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ πέτυχε ὁ Μικρασιατικὸς Ἑλληνισμός, νὰ διατηρήσει ὑπὸ αἰῶνες ἀπάνθρωπης δουλείας τὴν ταυτότητά του. Ἐπίσης γιὰ τὸ ἱστορικὸ μυθιστόρημα ποὺ ἔγραψα γιὰ τὸ θέμα μὲ τίτλο «Μέρες Ἀποκάλυψης στὴν Ἰωνία – Τὸ δράμα τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἰωνίας (1914-1922).
Σὲ συντομία σᾶς καλῶ ἐπιγραμματικὰ νὰ διανύσουμε τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τοῦΜικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ Ἕλληνες ἐγκαταστάθηκαν στὴ Μικρὰ Ἀσία πρὸ τοῦ 1000 π.Χ. Ἀπὸ τότε οἱπρόγονοί μας συνεχῶς ἕως τὸ 1922 ἔζησαν ἐκεῖ καὶ ὅταν ἦσαν ἐλεύθεροι, ἀνέπτυξαν σπουδαῖο πολιτισμό. Ὁ Ὅμηρος στὴν ποίηση, οἱ σπουδαῖοι προσωκρατικοὶ φιλόσοφοι Θαλής, Ἀναξίμανδρος, Ἀναξιμένης καὶ Ἡράκλειτος, ὁ ἱστορικὸς Ἡρόδοτος, ὁ πολεοδόμος Ἱππόδαμος εἶναι μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Μικρασιάτες ποὺ προσέφεραν πολλὰ στὸν πολιτισμό. Εἰδικότερα ἡ Μαγνησία, ἰδιαίτερη πατρίδα τῆς μητέρας μου καὶ οἱ Σάρδεις τῆς Λυδίας συνδέονται μὲ τὴν τραγικὴ Νιόβη, μὲ τὸν χρυσοφόρο ποταμὸ Πακτωλὸ καὶ μὲ τὸν γνωστὸν διάλογο τοῦ Κροίσου μὲ τὸν Σόλωνα, ποὺ τὸ ἐπιμύθιο ἦταν τὸ «μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε» ἀπὸ τὸν Ἀθηναῖο σοφὸ νομοθέτη. Ἐπίσης μὲ τὸ τέλος τοῦ Θεμιστοκλῆ, ποὺ εὑρισκόμενος στὴ Μαγνησία, προτίμησε νὰ αὐτοκτονήσει παρὰ νὰ προδώσει τὴν Πατρίδα του στοὺς Πέρσες.
Μετὰ περνᾶμε στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν ἐπιγόνων του, ὅταν οἱ Ἕλληνεςἀναπτύχθηκαν σὲ ὅλους τους τομεῖς. Ἐπὶ Ρωμαιοκρατίας οἱ Μικρασιάτες Ἕλληνες δέχονται τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ ἄλλους Ἀποστόλους καὶ ἱδρύουν τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ ἑπτὰ ἀναφέρονται στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (Ἐφέσου, Φιλαδελφείας, Σμύρνης, Περγάμου, Θυατείρων, Λαοδικείας, Σάρδεων). Στὴ Μικρὰ Ἀσία χύνεται πολὺ αἷμα Μαρτύρων. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἐκ τῶν πρώτων τὸ αἷμα τῶν Ἁγίων Πολυκάρπου Ἐπισκόπου Σμύρνης καὶ Χαραλάμπους.
Κατὰ τὴ Βυζαντινὴ περίοδο, ποὺ ἀκολουθεῖ, σὲ πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (Νίκαια, Ἔφεσο, Χαλκηδόνα, Λαοδίκεια, Νεοκαισάρεια, Γάγγρα, Ἄγκυρα) συγκαλοῦνται Οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς Σύνοδοι, ποὺ διαμόρφωσαν τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Μικρασιάτες εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁΘεολόγος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης.
Ὁ Μικρασιατικὸς Ἑλληνισμὸς δοκιμάστηκε ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν Περσῶν πρῶτα καὶ στὴσυνέχεια τῶν Ἀράβων. Οἱ Τοῦρκοι ἐμφανίστηκαν ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα. Μετὰ τὴ μάχη τοῦ Μαντζικὲρτ ἐγκαταστάθηκαν στὴ Μικρὰ Ἀσία καταδυναστεύοντες τοὺς Ἕλληνες. Τὴν ἀπώθησή τους ἀνέλαβαν οἱ Αὐτοκρατορίες Νικαίας καὶ Τραπεζοῦντος καὶ τὸ ἐπέτυχαν ἕως τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰώνα. Τότε οἱΤουρκομάνοι καὶ μετὰ οἱ Τοῦρκοι κατέλαβαν τὰ περισσότερα ἐδάφη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ μὲ τὴν ἄσκηση ἀπάνθρωπης βίας πίεζαν τοὺς Ἕλληνες νὰ ἐξισλαμισθοῦν. Οἱ περισσότεροι Ἕλληνες ἄντεξαν, πολλοὶ μαρτύρησαν, ἀρκετοὶ ἐξισλαμίστηκαν, σημαντικὸς ἀριθμὸς τοὺς ἔγιναν κρυπτοχριστιανοί… Ἔτσι ὁἙλληνισμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὸ μεγάλο του μέρος, ἔμεινε σκλαβωμένος στοὺς Ὀθωμανοὺς ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα ἕως τὸ 1918, δηλαδὴ γιὰ ἕξι αἰῶνες περίπου.
Εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο πὼς ἡ διατήρηση τῆς ταυτότητας τῶν Ἑλλήνων, παρὰ τὰ δυσαρίθμητα βάσανα ποὺ ὑπέστησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, εἶναι ἕνα θαῦμα, ποὺ ὀφείλεται στὴν καθοριστικὴ παρουσία καὶ στὴν ἐργώδη καὶ θυσιαστικὴ προσφορὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κλήρου καὶ λαοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες διατηροῦσε ἄσβεστη τὴ φλόγα τῆς ἑλληνικῆς συνείδησης καὶ προετοίμαζε τὴν ἐθνεγερσία. Ἂν δὲν ὑπῆρχε Ἐκκλησία, τὸ Ἔθνος θὰ εἶχε ἐξαλειφθεῖ καὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ1821.
Δύο ἦσαν οἱ θανάσιμοι κίνδυνοι ἀφανισμοῦ τοῦ Γένους. Ὁ ἕνας ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὸν Ὀθωμανὸ τύραννο, λόγῳ τῶν συστηματικῶν διωγμῶν σὲ βάρος τῶν Χριστιανῶν, τοῦ παιδομαζώματος καὶτῶν ἐξισλαμισμῶν, τῶν κινήτρων ποὺ ἔδιδε στοὺς ἐξωμότες, τῶν ταπεινώσεων καὶ τῶν ὑπερβολικῶν φορολογικῶν ἐπιβαρύνσεων, ποὺ ἐπέβαλλε σὲ ὅσους παρέμεναν Ἕλληνες, δηλαδὴ Ὀρθόδοξοι.
Ὁ ἄλλος κίνδυνος ἦταν ἀπὸ τὴ Δύση καὶ τὸν Πάπα, ὁ ὁποῖος ἐπιδίωκε τὸν βίαιο προσηλυτισμὸ καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῆς ἰδιοπροσωπίας τῶν «αἱρετικῶν» καὶ «ἀνταρτῶν» Ἑλλήνων. Καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς κινδύνους ἀντιμετώπισε μὲ πάρα πολλὲς θυσίες, ἀλλὰ τελικῶς μὲ ἐπιτυχία ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁδήγησε τὸ Ἔθνος στὴν ἐλευθερία Του.
Τέσσερα ἦσαν τὰ σημαντικὰ στοιχεῖα ποὺ βοήθησαν τοὺς Ἕλληνες νὰ διατηρήσουν τὴν ἰδιοπροσωπία τους. Τὸ πρῶτο ἦταν ἡ ἀκράδαντη καὶ ζέουσα Πίστη τους στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Πίστη ποὺ συνοδευόταν μὲ ἀνάλογη ζωή. Ἀπόρροια αὐτῆς τῆς Πίστης ἦταν τὸ δεύτερο, ἡ βίωση τῆς Ἐλευθερίας ὡς ζωτικοῦ στοιχείου τῆς ψυχῆς τους. Τὸν 14ο αἰώνα χριστιανοί, ποὺ ἀναγκάστηκαν ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς νὰ ἐξισλαμισθοῦν, φοβοῦνταν γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους καὶ ἀπευθύνθηκαν στὸν Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν γεμάτη ἀγαπητικὴ φροντίδα καὶ κατανόηση: «Καὶ ὅσοι ἀποφασίσουν νὰ ζοῦν κρυφὴ ζωὴδιατηρώντας μὲ τὶς πράξεις τους καὶ στὴν καρδιά τους τὸν Χριστὸ καὶ αὐτοὶ θὰ σωθοῦν». Τὸ 1340 ὁ Πατριάρχης γράφει στοὺς κατοίκους τῆς Νικαίας: «Ἀκόμα καὶ ἂν σᾶς κυβερνοῦν οἱ ἐχθροί, ἐσεῖς εἴσαστε κύριο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ σας καὶ ἀπὸ ἐσᾶς ἐξαρτᾶται ἡ διαφύλαξη ἢ ὄχι τοῦ καλοῦ». Παρένθεση – σχόλιο: Σὲ τέτοιες καταστάσεις ποὺ ἔζησαν στοὺς πολὺ ζοφεροὺς αἰῶνες οἱ Ἕλληνες, ποῦ καὶ πῶς νὰ γίνει σκέψη γιὰ ἀνοικτὸ σχολεῖο, ἀφοῦ μὲ τὸ ζόρι διατηρήθηκαν μερικὲς ἐκκλησιὲς καὶ δὲν ἔγιναν ὅλες τζαμιά, ἢ δὲν γκρεμίστηκαν…
Τὸ τρίτο σημαντικὸ στοιχεῖο ἦταν ἡ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἀναπτυσσόμενη φιλοπατρία στὶς συνειδήσεις τῶν Ἑλλήνων. Οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἁπλοὶ λαϊκοὶ ὑπὸ ἰδιαίτερα δυσμενεῖς συνθῆκες μάθαιναν στὰ ἑλληνόπουλα, τὴν Πίστη τους, λίγα γράμματα καί, κυρίως, τοὺς ὑπενθύμιζαν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους καὶ τοὺς μεσαιωνικοὺς (βυζαντινοὺς) Ἕλληνες. Καλλιεργοῦσαν ἔτσι στὴν ψυχή τους τὴν ἐπιθυμία νὰ διεκδικήσουν τὴν ἐλευθερία τους. Τὸ 1593 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Β΄ ὁ Τρανὸς συνεκάλεσε Σύνοδο, ἡ ὁποία, μεταξὺ ἄλλων, ἀποφάσισε: «Ἐπιτάσσεται εἰς ἕκαστον ἐπίσκοπον τῇ ἑαυτοῦ φροντίδι καὶ δαπάνῃ ποιεῖν οὕτως ὥστε τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ γράμματα διδάσκεσθαι βοηθεῖν δὲ κατὰ δύναμιν τοῖς ἐθέλουσι διδάσκειν καὶ τοὺς μαθεῖν προαιρουμένοις ἐὰν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἔχωσιν». Τὰ ἑλληνικὰ γράμματα καὶ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση προώθησαν ὑπὸ τεράστιες ἀντιξοότητες, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, οἱ Πατριάρχες Μελέτιος Πηγᾶς καὶ Κύριλλος Λούκαρης, οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Εὐγένιος Βούλγαρης καὶ Νικηφόρος Θεοτόκης καὶ οἱ ἱερομόναχοι Νεκτάριος Τέρπος καὶ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, ὁ ἐξ Οἰκονόμων, μιλώντας πρὸς τοὺς νέους τῶν Κυδωνιῶν, τὸ 1819, τόνισε, μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Λέγω πρῶτον, ὅτι χρεωστεῖς χριστιανέ, καθὸ χριστιανός, νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ εὐεργετῆς τὴν πατρίδα… Τόσον ἱερὸν καὶ θεῖον δῶρον εἶναι ἡ Πατρὶς ἀγαπητοί, ὥστε ἓν τῶν μεγίστων σημείων τῆς κατὰ τῶν ἀνθρώπων δικαίας ὀργῆς τοῦ Θεοῦ γίνεται πολλάκις ἡ στέρησις τῆς Πατρίδος».
Τὰ τρία προηγούμενα στοιχεῖα ὁδηγοῦν στὸ τέταρτο, ποὺ εἶναι ἡ θέληση καὶ ἡ διάθεση τοῦἝλληνα νὰ θυσιαστεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Πατρίδα. Αὐτὴ ἡ θέληση γιὰ θυσία προϋποθέτει τὴν Πίστη, τὴν Φιλοπατρία καὶ τὴν ἀγάπη στὴν Ἐλευθερία. Οἱ νεομάρτυρες ἐκτελοῦντο μετὰἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια λέγοντας «Προτιμῶ τὸν θάνατο, παρὰ νὰ ἀλλαξοπιστήσω» ἢ « ἐγὼ γραικὸς γεννήθηκα καὶ γραικὸς θὲ νὰ πεθάνω».
Ἂς ἐπανέλθωμε στὶς ἀλησμόνητες Πατρίδες. Μελετώντας τὴν πορεία τοῦ ἐκεῖ Ἑλληνισμοῦκατανοοῦμε ὅτι τὰ γεγονότα τοῦ 1922 εἶναι πράγματι ἡ μεγαλύτερη ἕως σήμερα καταστροφὴ στὴν 3000ετῆ Ἱστορία του. Μετὰ τὸ 1850 καὶ ἐνῶ μικρὸ μέρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶχε ἀπελευθερωθεῖ ὁ πολυπληθὴς αἰχμάλωτος Ἑλληνισμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀναπτύσσεται ραγδαία χάρη στὴν Ἐκκλησία. Γιὰ τοὺς Μικρασιάτες Ἕλληνες ἄλλος θεσμός, πλὴν τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ὑπῆρχε γιὰ νὰ τοὺς προστατεύσει καὶ νὰ τοὺς καθοδηγήσει. Αὐτὴ ἕνωνε πρὸς τὴν πρόοδο καὶ τὴν ἀνάπτυξη ὅλους τοὺς Ἕλληνες: πλούσιους, πτωχούς, προεστούς, ἀγρότες, ἐμπόρους, γραμματισμένους, ἀγράμματους. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ τοὺς Μικρασιάτες Ἕλληνες ἦταν ταυτόχρονα Ὑπουργεῖο Παιδείας, Συντονισμοῦ, Ὑγείας, Προνοίας, Πολιτισμοῦ…
Ὅταν ἄρχισαν οἱ διωγμοὶ ἀπὸ τοὺς Νεοτούρκους, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς φρόντισαν νὰπροστατεύσουν τὸ ποίμνιό τους. Οἱ ἀπὸ τὸ 1914 ἀναφορὲς τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Σμύρνης, πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ διασώθηκαν, ἀποτελοῦν ἀψευδὲς στοιχεῖο περὶ αὐτῆς τῆς μερίμνης. Καὶ πρῶτοι οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς θυσιάστηκαν γιὰ τὸ ποίμνιό τους. Στὸ ἱστορικό μου μυθιστόρημα «Μέρες ἀποκάλυψης στὴν Ἰωνία – Τὸ δράμα τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἰωνίας 1914-1918» (Ἔκδοση «Ἀρχονταρίκι») πρωταγωνιστεῖ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἱερεῖς, ὁ παππούς μου, ὁ παπὰ Γιώργης.
Οἱ ὑπηρεσίες τῆς Ἐκκλησίας στὸν Ἑλληνισμὸ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας φαίνονται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ περιοχὴτῆς Ἰωνίας, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ μηδέν, ὅταν αὐτὴ ἀπελευθερώθηκε, τὸ 1919, διέθετε 698 Σχολές, στὶς ὁποῖες φοιτοῦσαν 91.935 μαθητὲς καὶ μαθήτριες καὶ δίδασκαν 1.805 δάσκαλοι καὶ δασκάλες. Ἐπίσης στὶς περὶ τὴΣμύρνη ἐκκλησιαστικὲς ἐπαρχίες λειτουργοῦσαν τὰ ἀκόλουθα εὐαγῆ ἱδρύματα, ποὺ ὅλα τὰ κατέστρεψαν οἱΤοῦρκοι: 20 Νοσοκομεῖα, 2 Βρεφοκομεῖα, 2 Φρενοκομεῖα, 3 Γηροκομεῖα, 1 Ἄσυλο Ἀνιάτων, 1 Στέγη Συσσιτίου, 2 Λαϊκὰ Κέντρα, 19 Θρησκευτικὲς Ἀδελφότητες, 18 Γυμναστικοὶ Σύλλογοι, 88 Ὀργανώσεις Ἀμύνης, 21 Φιλαρμονικοὶ Σύλλογοι, 6 Ὀρφανοτροφεῖα, 3 Ἰδιωτικὰ Γυμνάσια, 4 Διδασκαλεῖα Ἀρρένων καὶΘηλέων, 1 Ἐμπορικὴ Σχολή, 225 Συντεχνίες, 209 Σύλλογοι καὶ Ἀδελφότητες, 27 Φιλόπτωχα Ταμεῖα, 19 Βιβλιοθῆκες καὶ Μουσεῖα, 2 Οἰκοτροφεῖα, 4 Γεωργικὲς Ἑνώσεις.
Τὸ ἱστορικό μου μυθιστόρημα, ποὺ μνημόνευσα προηγουμένως, ἀναφέρεται στὰ γεγονότα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὸ 1914, ποὺ ἐντείνονται οἱ διωγμοὶ ἀπὸ τοὺς Νεοτούρκους, ἕως τὸ 1922. Στὴν τρίτη ἔκδοση, ποὺ πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν κυκλοφορήθηκε, τὸ φτάνω ἕως τὴ δεκαετία τοῦ 1950. Τὸ ἔγραψα, γιὰ νὰὑπάρχει ἡ ἱστορία τῶν Ἑλλήνων τῆς Μαγνησίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουν πολλὰ γραφεῖ, ἂν καὶ εἶναι ἀξιόλογη. Τὴν ἀπέδωσα ὡς ἱστορικὸ μυθιστόρημα, ποὺ σημαίνει ὅτι γράφω ἱστορία δοσμένη μὲμυθιστορηματικὰ στοιχεῖα. Εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ εἶναι εὐκολοδιάβαστη. Πρότυπά μου ἡ Πηνελόπη Δέλτα, ὁ Θανάσης Πετσάλης Διομήδης καὶ ὁ Ἠλίας Βενέζης ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ὁ Οὐγκὸ καὶ οἱ Δουμά, πατέρας καὶ γιός, ἀπὸ τὴν Γαλλία, ὁ Οὐόλτερ Σκὸτ ἀπὸ τὴ Σκωτία.
Ἕνας ἀκόμη λόγος μὲ ἔκαμε νὰ γράψω αὐτὸ τὸ μυθιστόρημα. Θέλησα νὰ εἶναι πρωταγωνιστής του ἕνας καλός, ἕνας ἅγιος γιὰ μένα, ἔγγαμος ἱερέας, ὁ παππούς μου, ποὺ φέρω τὸ ὄνομά του. Ἔτσι ἔμμεσα πλὴν σαφῶς προβάλλω τὸν ρόλο τοῦ παπᾶ στὸν Μικρασιατικὸ Ἑλληνισμό. Στὸν ἱερέα συσπειρώνονταν οἱ Ἕλληνες στὶς λύπες καὶ στὰ προβλήματά τους, μαζί του καὶ στὶς χαρές τους, κοντά του στὶς συζητήσεις καὶ στοὺς προβληματισμούς τους. Ὁ καλὸς παπὰς ἐμπνέει, ἁγιάζει, εἶναι ἡ ζωντανὴ ἐλπίδα, εἶναι ὁ πατέρας μὲ πάντοτε ἀνοικτὴ τὴν ἀγκαλιά του, ὁ ἀνάργυρος καὶ ὁ ἕτοιμος νὰ θυσιαστεῖ γιὰ τὸ ποίμνιό του. Τέτοιος ἦταν ὁ παππούς μου, ὅπως μοῦ τὸν περιέγραψαν καὶ οἱ ἐκ Μαγνησίας «θεῖες» καὶ οἱ«θεῖοι» μου – ἔτσι μου εἶχε πεῖ ἡ μητέρα μου νὰ προσφωνῶ ὅλους καὶ ὅλες τους Μαγνησαλῆδες, ὅταν ἔρχονταν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴν γιαγιά μου, τὴν παπαδιά, ἀνεξάρτητα ἂν ἦσαν συγγενεῖς ἢ ὄχι. Στὸ σεβάσμιο πρόσωπό της ἔβλεπαν καὶ τὸν παπὰ Γιώργη…
Πρέπει νὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ ὅτι τὸ μυθιστόρημα γράφτηκε μὲ πολλὴ συγκίνηση. Πολλὲς φορὲς γράφοντας ἔχυνα δάκρυα ἀναπολώντας τὸ τί εἴχαμε καὶ τί χάσαμε. Ἀναπολώντας τὶς τραγικὲς στιγμὲς ποὺ ἔζησαν οἱ δικοί μου ἄνθρωποι κατὰ τὴν καταστροφή, στὴ Μαγνησία, κατὰ τὴ φυγὴ πρὸς τὴΣμύρνη καὶ τὴν ἐναγώνια ἀναμονὴ σὲ νεκροταφεῖο κοντὰ στὴν προκυμαία της, νὰ ἔρθει κάποιο πλοῖο νὰτοὺς σώσει ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ νὰ τοὺς πάει σὲ ἄγνωστο καταφύγιο… Συνταρακτικὴ καὶ ἡ σκηνὴ τοῦ λυντσαρίσματος τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης, ποὺ βίωσε ἡ γιαγιά μου. Πάντα ὁ κλῆρος ἦταν πρῶτος στόχος γιὰ τοὺς Τούρκους… Περιγράφω ἀκόμη τὶς πολὺ δύσκολες μέρες ποὺ πέρασαν ὡς πρόσφυγες οἱ δικοί μου ἄνθρωποι, ἕως ὅτου ἐνσωματωθοῦν στὸν ἐθνικὸ κορμό. Συγκινητικὴ εἶναι καὶ ἡθυσία τοῦ παπποῦ μου ἱερέα, πρὶν ἀπὸ τὴν καταστροφή, ὅταν στὴν καταιγίδα δὲν σκέφθηκε τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ τὴν ἑτοιμοθάνατη Χριστιανή, ποὺ ἤθελε νὰ τὴν κοινωνήσει…
Οἱ Ἕλληνες ζοῦμε στὶς μέρες μας κατάσταση χειρότερη ἀπὸ αὐτὲς τῆς Ἁλώσεως τοῦ 1453 καὶ τῆς Καταστροφῆς τοῦ 1922. Τὸ 1453 χάσαμε τὴν ἐλευθερία μας, ἀλλὰ διατηρήσαμε τὴν ταυτότητά μας, τὴ γῆ μας. Τὸ 1922 χάσαμε τὴ γῆ μας, τὸ βιός μας, τοὺς ἱεροὺς τόπους μας, ἀλλὰ διατηρήσαμε τὴν ταυτότητά μας καὶ μεταφέραμε ὅσα ὅσια καὶ ἱερὰ μπορέσαμε στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Τώρα ὅλοι μαζὶ οἱἝλληνες κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε τὴν ταυτότητά μας, δηλαδὴ τὸ εἶναι μας, τὴν ψυχή μας! Ἂς ἔχουμε ὅμως Πίστη καὶ Ἐλπίδα, ὑπάρχουν ἀκόμη ἑστίες πνευματικῆς ἀντίστασης, ὑπάρχουν ἀκόμη Ἕλληνες ποὺ δὲν ἔχουν προσκυνήσει τὸν Βάαλ τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τοῦ κοσμοπολιτισμοῦ.
Καὶ κάτι τελευταῖο. Ὁ ἀείμνηστος παλαιοελλαδίτης, ἀπὸ τὴν Ἄνδρο, ἐξαίρετος καθηγητὴς καὶ ἄνθρωπος Βασίλειος Τατάκης ἔγραψε: «Ἡ ζωντανὴ ἀγάπη ὕψωσε τὶς πατρίδες τῶν προσφύγων σὲ ἰδανικά, σὲ ἀψεγάδιαστα πρότυπα, ποὺ ὠθοῦν τὸν καθένα μας νὰ τὶς τιμήσει, μὲ τὴ δράση του, νὰ μὴν φανεῖκατώτερός τους, νὰ τὶς κρατήσει στὴ ζωή…Ἔτσι ὁ πόνος γιὰ τὴν πατρίδα ποὺ χάθηκε γίνεται δημιουργικός. Χάθηκαν ὅμως ἀλήθεια οἱ πατρίδες; Ὄχι! Γιατί ὅ, τι ἀγαπᾶμε δὲν πεθαίνει». Ἐμεῖς ὅλοι ἀγαπᾶμε τὴν Ἑλλάδα,ἀγαπᾶμε τὶς Πατρίδες ποὺ ἄφησαν πίσω οἱ γονεῖς μας, οἱ συμπατριῶτες μας, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς εἶναι ἀλησμόνητες.-