- ΑΠΟ ΤΗ ΧΙΟ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ
- Αρχίζουμε! Πώς έγινε στη Χίο η πολιτικοποίηση σε ηλικία… μιας μέρας;
Κατά σύμπτωση γεννήθηκα στο ίδιο σπίτι που γεννήθηκε και ο Πεσμαζόγλου, ο οποίος ήταν ευρωβουλευτής μετά, και κοντά στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο πατέρας του Ανδρέα, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ήταν τότε διοικητής νήσων, και ο πατέρας μου, που ήταν βενιζελικός τον καιρό εκείνο, ήταν διευθυντής της νομαρχίας του διοικητηρίου. Κι έτσι οι σχέσεις μας με τον Ανδρέα ξεκινάνε από τη Χίο…


Στη Μυτιλήνη οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι από ένα προάστιο που λέγεται Βαριά. Εκεί σήμερα είναι το μουσείο του Θεόφιλου, του μεγάλου ζωγράφου. Ήταν ένα παραδείσιο μέρος για μένα. Είχαμε μια βίλα όπου έμενε όλη η οικογένεια. Τα καλοκαίρια με εντυπωσίαζε το χρώμα της θάλασσας. Το θυμάμαι πολύ έντονα αυτό. Είχα διαβάσει ότι ο σπουδαίος συγγραφέας της Μυτιλήνης, ο Πανσέληνος, είπε ότι έγινε συγγραφέας κοιτάζοντας τη θάλασσα από τη Βαριά.
- Φαίνεται ότι όποιος κοιτάζει αυτή τη θάλασσα κάτι γίνεται…
Πρώτα από όλα θυμάμαι τον Θεόφιλο. Είχε μια καλύβα, έμενε κοντά σε εμάς, ζητιάνευε, φορούσε φουστανέλα. Εμείς, τα παιδιά, παίζαμε με τον Θεόφιλο και τον κοροϊδεύαμε, γιατί μας έβαζε να ουρούμε μέσα σε μικρά κουβαδάκια, επειδή έτσι αραίωνε τις μπογιές…
Η διαμονή μας στη Βαριά ήταν μαγευτική. Οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ νέοι τότε. Η μητέρα μου με γέννησε δεκαοχτώ δεκαεννιά χρονών, ο πατέρας μου ήταν είκοσι πέντε χρονών και όλοι γύρω ήταν αυτής της ηλικίας. Εγώ, επειδή τότε ήμουν το μόνο παιδί της οικογένειας, είχα όλη τους την προσοχή.
- Ο Ανδρέας Παπανδρέου σάς… πέταγε πέτρες;
Δεν τον θυμάμαι τότε. Θυμάμαι όμως κάποιον που με έπαιρνε στα γόνατά του στη νομαρχία, στο διοικητήριο. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Γεώργιος Παπανδρέου μού έλεγε: «Σε κρατούσα στα γόνατά μου». Είχα πάντα μεγάλη φιλία με τον Γεώργιο Παπανδρέου, με αγαπούσε πάντοτε, μέχρι το τέλος της ζωής του.
- Μπορεί γι’ αυτό να μη σας αγαπούσε ο Ανδρέας…
Και ο Ανδρέας μ’ αγαπούσε και εγώ τον αγαπούσα επίσης. Αλλά ο Ανδρέας αγαπούσε πάνω από όλα την εξουσία. Και μπροστά στην εξουσία εμένα με έβλεπε είτε πολύ δικό του είτε ως μεγάλο εχθρό του. Κι εγώ δεν ήμουν πολιτικά μαζί του, το κατάλαβε και χτύπησε…
- Πάμε πίσω…
Εκεί, λοιπόν, ένας θείος μου, αδερφός της μάνας μου, ο οποίος ήταν πρόξενος στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, μας έφερε ένα γραμμόφωνο, που ήταν πρωτοφανές για εκείνη την εποχή.
- Δεν θα υπήρχε άλλο στη Μυτιλήνη…
Σε όλη την Ελλάδα δεν θα υπήρχε! Σιγά σιγά, αργότερα, με βάζανε και το κούρδιζα και άλλαζα και τις βελόνες. Θυμάμαι ότι είχαμε τρία άλμπουμ: ένα με άριες από όπερες, ένα με ελληνικά τραγούδια της εποχής και το τρίτο ήταν τζαζ της δεκαετίας του ’20. Είχαμε όλη την γκάμα της εποχής, δηλαδή. Σιγά σιγά προστέθηκαν τα διάφορα φοξ τροτ και χορεύαμε τους μοντέρνους αμερικάνικους χορούς…
- Ποιο τραγούδι χορεύατε πιο πολύ;
Υπήρχε ένα τραγούδι τότε που βγήκε το τηλέφωνο, και οι στίχοι του -θυμάμαι χαρακτηριστικά- έλεγαν τα εξής: «Αλό, αλό, παρακαλώ, μίστερ, πέστε μου ποιος είστε…» Υπήρχε κι ένα άλλο ωραίο ελληνικό τραγούδι με πολύ πρωτότυπους στίχους: «Η μπαρμπουνάρα»!
Του πατέρα μου του άρεσε πολύ το βαλς, με τη μάνα μου χόρευε πάντα βαλς. Βέβαια, εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε και «Το γελεκάκι που φορείς», αυτά ήταν τα ωραία τραγούδια…
- Σας άρεσαν, τα τραγουδούσατε;
Ου, βέβαια, όλοι μαζί. Ήταν πραγματικά μια ζωή παραδεισένια, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν το πρωί, από το μεσημέρι όμως ήταν στη θάλασσα, και μετά κοιμόμαστε όλοι στρωματσάδα. Ξυπνάγαμε, πηγαίναμε εκδρομές, -ήταν ένας φάρος εκεί κοντά- και το βράδυ πάλι φαΐ και χορός μέχρι αργά – που μιλάνε τώρα για διασκέδαση… Τότε διασκεδάζαμε πραγματικά. Αυτό μου άφησε μια ευδία μέσα μου.
Και ένα άλλο πράγμα που ήταν πολύ σημαντικό για μένα ήταν το ότι το βράδυ κοιμόμαστε στρωματσάδα έξω, κοντά στη θάλασσα. Γι’ αυτό ξυπνάγαμε το πρωί και πηγαίναμε κατευθείαν στη θάλασσα, όλοι μαζί, περίπου τριάντα άνθρωποι.
Εκεί κοντά στη θάλασσα ο πατέρας μου, το βράδυ, όταν ήταν έναστρος ο ουρανός, άρχιζε να μου μιλάει για τα ουράνια σώματα.
Τα ήξερε κάπως, μπορούσε να τα διακρίνει…
Θυμάμαι, μου έλεγε: «Αυτός είναι ο Σείριος, εκεί είναι η Αφροδίτη»… Αυτά με εντυπωσίαζαν πάρα πολύ και, αν κατέληξα κάποτε στο νόμο της Παγκόσμιας Αρμονίας, είναι γιατί τότε με εντυπωσίασε αυτό. Φαίνεται στην παιδική ψυχή έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο…
- Και πέσατε από τη βεράντα;
Ναι, βέβαια. Ήταν ένας μεγάλος τοίχος, δυόμισι τρία μέτρα, που χώριζε το κτήμα από το δρόμο. Μετά το δρόμο ήταν η θάλασσα. Εμένα με επέβλεπε ο παππούς μου, της μάνας μου ο πατέρας, ο Ιωάννης Πουλάκης από τον Τσεσμέ. Φοβόντουσαν αυτά τα πράγματα, τις «μεταμορφώσεις» μου. Πού να ήξερε ότι εγώ εκεί σκέφτηκα να πετάξω. Πήρα φόρα μεγάλη και πάνω από το κεφάλι του παππού μου πέταξα… στο δρόμο κι έμεινα εκεί. Έπεσα σαν πουλί.
Αλλά το τραγικό είναι ότι έπεσε και ο παππούς μου από πάνω για να με σώσει και μετά από αυτό το επεισόδιο πέθανε. Ήταν το πρώτο θύμα μου! Δεν πέθανε από την πτώση, από αυτή έσπασε τα κόκαλά του κι έμεινε ξαπλωμένος. Πέθανε λίγο αργότερα, επειδή είχε τύψεις για το ότι δεν με φύλαξε καλά κι έκανε «απεργία πείνας», δεν έτρωγε καθόλου. Θυμάμαι που μου έλεγαν «Πήγαινε να πεις στον παππού σου να πιει το γάλα του», και όταν πήγαινα με κοίταζε στα μάτια, έτσι, με παράπονο ότι δεν έκανε το καθήκον του.

2. ΑΠΟ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΣΤΗ ΣΥΡΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Αυτή είναι η Μυτιλήνη και, σε αυτά μέσα, βλέπεις ότι υπάρχει όλος ο Θεοδωράκης, εκεί διαμορφώθηκε…
Όταν έγινα περίπου πέντε χρονών, πηγαίνουμε στη Σύρο. Άλλαζαν συνέχεια οι κυβερνήσεις, ο δε πατέρας μου, που ήταν βενιζελικός, έπαιρνε ευμενή μετάθεση όταν έρχονταν οι βενιζελικοί. Από νομαρχία σε νομαρχία υπήρχε μεγάλη μισθολογική διαφορά. Διπλάσια και τριπλάσια. Υπήρχαν οι φτωχές και οι πλούσιες νομαρχίες.
Από τη Σύρο, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έπρεπε να βάψουμε το σπίτι από την αρχή για να κατοικήσουμε και ότι γοητεύτηκα από τη μυρωδιά της μπογιάς. Γι’ αυτό ήθελα να γίνω ζωγράφος αργότερα, για τη μυρωδιά της μπογιάς, γιατί τα χρώματα μυρίζουν πολύ ωραία. Μοσχομύριζε το σπίτι, θυμάμαι, έβαφαν τα παράθυρα πράσινα και από κάτω βλέπαμε το λιμάνι της Σύρου. Αλλά εκεί μείναμε πολύ λίγο.
- Ήσασταν τυχερός, γιατί πήγατε σε πολύ όμορφα μέρη, τη Μυτιλήνη και τη Σύρο. Είδατε την πιο ωραία πλευρά της Ελλάδας…
Μετά ήρθαμε στην Αθήνα, αλλά μείναμε πολύ λίγο. Να σου πω δύο εμπειρίες: Μέναμε σ’ ένα σπιτάκι στη Μιχαήλ Βόδα. Το θυμάμαι αυτό, διότι τότε πήρα το πρώτο μου «Μεκανό», αυτά τα παιχνίδια που ήταν μαγευτικά, τα κουτάκια που μ’ αυτά μπορείς να φτιάχνεις σπίτια, τρένα και άλλα. Θυμάμαι και ότι εκεί, απέναντι από τον «Ορφέα», ήταν ένα μεγάλο κατάστημα, του Δραγώνα, νομίζω, κι επειδή δεν μου πήρε ο πατέρας μου ένα ποδήλατο, δεν είχε χρήματα, εγώ σταμάτησα όλη την κυκλοφορία στο μέσον της οδού Σταδίου. Κάθισα στη μέση του δρόμου και δεν έφευγα, ούρλιαζα!
- Για το ποδήλατο;
Ναι, δεν μου πήρε τελικά το ποδήλατο. Αυτό ήταν πολύ άσχημο για μένα. Δεν καταλάβαινα ότι δεν έχει λεφτά, νόμιζα ότι δεν θέλει να μου το πάρει…
- Σας το είπε ότι δεν είχε λεφτά ή όχι;
Τι να πει ο άνθρωπος… Δεν ήμασταν και φτωχοί, δεν πεινούσαμε -γιατί τα περισσότερα παιδιά ήταν ξυπόλητα-, αλλά δεν ήμασταν και πλούσιοι για να πάρουμε αυτό το ποδήλατο.
Από την Αθήνα θυμάμαι ακόμη ότι, όταν παίζαμε με τα άλλα παιδιά, ένα από αυτά είχε μια δυσλειτουργία, δεν είχε αρμονία, ο ρυθμός που έτρεχαν τα πόδια του είχε μια κατεύθυνση άλφα και το κεφάλι του είχε βήτα. Αυτό με ενοχλούσε τρομερά. Του είπα «Μην τρέχεις μπροστά μου». Δεν μπορούσα να το βλέπω. Και, χωρίς να το καταλάβω, πήρα μια πέτρα και του άνοιξα το κεφάλι. Το παιδί πήγε στο νοσοκομείο, ήταν πολύ δυνατό το χέρι μου. Πήγα και κρύφτηκα πάνω σε μια σιφονιέρα. Δεν κατέβαινα, ο πατέρας μου έβγαλε τη ζώνη του, έφτασε κι η αστυνομία. Ήμουν πλέον τότε…
- Καταζητούμενος!
Ναι. Είδα λοιπόν την αστυνομία, ήμουν πέντε χρονών παιδί, καταζητούμενο όμως! Μετά το θάνατο του παππού μου, αυτό το παιδί παραλίγο να γίνει το δεύτερο θύμα μου. Αλλά είχα κι ένα δίκιο! Δεν μπορούσε να κουνάει το κεφάλι του σε διαφορετικό ρυθμό από το σώμα του! Βέβαια, σήμερα το κάνουν όλοι αυτό. Όλοι οι μοντέρνοι συνθέτες αυτό κάνουν. Αν μπορούσα, θα τους πετροβολούσα. Σίγουρα θα είχε γίνει μουσικός αβανγκάρντ…
- Η Αθήνα πόση διαφορά είχε από τη Σύρο και από τη Μυτιλήνη;
Τεράστια! Θυμάμαι έναν περίπατο που κάναμε εδώ στην Ακρόπολη και μάλιστα έχουμε βγάλει και φωτογραφίες με τους γονείς μου. Όταν κατεβήκαμε και πήραμε την Αρεοπαγίτου -ήταν ένας μικρός δρόμος-, εκεί είδαμε πρώτη φορά πολλά αυτοκίνητα. Ήταν ξεσκέπαστα. Στο πεζοδρόμιο έκαναν περίπατο κυρίες με μακριά φορέματα, με ωραία καπέλα, με ομπρέλες, και όλα αυτά ήταν το κάτι άλλο, σαν ντεκόρ κινηματογράφου… Όλοι οι κύριοι φορούσαν ψαθάκια, είχαν τα μπαστουνάκια τους, ήταν ένας άλλος κόσμος…
Αυτή η βόλτα, η μοναδική που κάναμε στην Ακρόπολη, είναι μέσα στην καρδιά μου, δεν την έχω βγάλει ποτέ. Ήταν ένας άλλος κόσμος, που δεν τον ξανάδαμε μετά, γιατί μόνο εδώ, σε αυτή την περιοχή, ήταν έτσι.

3. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ – Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΙ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ
- Πόσο μείνατε στην Αθήνα;
Πάρα πολύ λίγο, διότι ο πατέρας μου, ο οποίος δεν έβαζε ποτέ μέσον, φαίνεται ότι εδώ στην Αθήνα πήγε πια σε κάποιον, ίσως να ήταν ο εκδότης του Ελευθέρου Βήματος Δημήτρης Λαμπράκης, τον οποίο ο πατέρας μου τον ήξερε από τα Χανιά της Κρήτης, γιατί πήγαιναν στο ίδιο γυμνάσιο.
Ίσως ο Λαμπράκης μίλησε σε κάποιον για τον πατέρα μου και φαίνεται ότι τότε τον πρόσεξε ο Βενιζέλος, με τον οποίο είχαμε και μια στενή συγγενική σχέση. Ο Βενιζέλος είχε μια αδερφή…
- Εσείς τον είδατε ποτέ τον Βενιζέλο;
Πώς, η αδερφή του Βενιζέλου παντρεύτηκε τον αδερφό της γιαγιάς μου. Λεγόταν Σπυριδάκης ο αδερφός της γιαγιάς μου και ήταν ο καλύτερος γιατρός των Χανίων. Αυτοί έζησαν στο Παρίσι και ο γιος τους, ο Γιώργος Σπυριδάκης, ήταν καθηγητής στη Σορβόνη.
Όταν έκανα το τελευταίο μου κοντσέρτο με το Άξιον Εστί στη Σορβόννη, πριν από είκοσι χρόνια, καθόταν στο πρώτο κάθισμα μαζί με τον Ζορζ Μαρσέ. Καθώς καθόμουν στην καρέκλα την ώρα της απαγγελίας, τον είδα και του λέω: «Θείε, για σένα την κάνω σήμερα τη συναυλία». Ευτυχώς που το είπα, δάκρυσε κιόλας, γιατί μετά από λίγο καιρό πέθανε. Στο σπίτι του πήγε και έζησε ο Βενιζέλος το ’32, μετά την εξορία του, κι εκεί πέθανε…
- Εσείς λοιπόν τον είδατε τον Βενιζέλο;
Ναι, θα σου πω πώς τον είδα τον Βενιζέλο. Αμέσως μετά από αυτές τις συναντήσεις που έγιναν, ο πατέρας μου πήρε μια ευμενή μετάθεση, την καλύτερη που είχε στη ζωή του. Δεν έγινε διοικητής Ηπείρου, γιατί δεν ήταν πολιτικό πρόσωπο. Επειδή ήταν υπάλληλος, έγινε αναπληρωτής διοικητής Ηπείρου – ήταν η υψηλότερη θέση που υπήρχε.
Εκεί πια, στα Γιάννενα, εγώ ήδη είμαι έξι χρονών, μείναμε μέχρι τα εφτά μου. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά ότι για πρώτη φορά πήγα εκεί και στο κατηχητικό, για πρώτη φορά τραγούδησα με άλλα παιδιά διάφορες θρησκευτικές μελωδίες. Θυμάμαι τη γειτονιά μου, τη λίμνη των Ιωαννίνων…
Φυσικά όλα τα παιδιά ήταν ξυπόλητα στα Γιάννενα εγώ ντρεπόμουν που φορούσα παπούτσια. Τα έβγαζα και εγώ βέβαια και τρέχαμε όλα μαζί.
Με τον πατέρα μου πηγαίναμε στη λίμνη, στο νησί, κάναμε εκδρομές. Θυμάμαι μια φορά έναν ωραίο κάμπο με παπαρούνες, όπου ξαφνικά βγήκε ένα φίδι και φοβηθήκαμε. Θυμάμαι τα χέλια που τρώγαμε, θυμάμαι τα κυνήγια που μας φέρνανε οι διάφοροι φίλοι του πατέρα μου. Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν ότι το πουλάκι είναι σκοτωμένο. Μου άρεσε, γιατί τα σκοτωμένα πουλιά είχαν καταπληκτικά ωραία φτερώματα, με φοβερά χρώματα – ήταν μπεκάτσες.
Θυμάμαι και τα φοβερά πάρτι που γινόντουσαν μια φορά την εβδομάδα στο σπίτι μας. Άνοιγαν όλα τα σαλόνια και εγώ με το γραμμόφωνο να βάζω μουσική και να έρχεται ο διοικητής χωροφυλακής και να μου λέει: «Παιδί μου, βάλε μου αυτό το τανγκό»…
Εκεί, λοιπόν, ήρθε και έμεινε μαζί μας ο παππούς μου ο Κρητικός, ο Μιχάλης, ο οποίος ήταν πολύ ψηλός, με μεγάλα μουστάκια…
- A! Από εκεί πήρατε…
Ναι, ναι. Ο πατέρας μου ήταν πολύ διαφορετικός. Και μπροστά στον πατέρα του ήταν παιδάκι. Του μιλούσε στον πληθυντικό, δεν κάπνιζε μπροστά του ποτέ, όταν μιλούσε γι’ αυτόν έλεγε «ο πατήρ». Όμως ο παππούς μου ήταν φοβερά αντιβενιζελικός.
- Άρα ο πατέρας σας ήταν και αυτός αμφισβητίας;
Ξεκίνησε ως αντιβενιζελικός, αλλά όταν ο πατέρας μου διορίστηκε από τον Στεργιάδη βοηθός του στη Σμύρνη, εκεί είδε όλη την προδοσία των βασιλοφρόνων στην πράξη…
- Είχε ζήσει την Καταστροφή, δηλαδή, ο πατέρας σας;
Ήταν αναπληρωτής του αρμοστού στα Βουρλά. Είχε μεγάλη θέση. Εκεί γνώρισε και τη μητέρα μου, γιατί ο αδερφός της μητέρας μου ήταν διευθυντής του ταμείου των Βουρλών. Εκεί πήγαινε η μητέρα μου και έτσι τη γνώρισε. Ο πατέρας μου, λοιπόν, ήταν βοηθός του Στεργιάδη.
- Σας μίλησε ποτέ για τον Στεργιάδη και το τι έγινε εκείνα τα χρόνια;
Πώς! Μα έχει γράψει κι ένα βιβλίο, Ημερολόγιο Πολέμου, που για μένα ήταν το ευαγγέλιό μου, και τα λέει όλα αυτά εκεί μέσα. Ο παππούς μου ήταν εναντίον του Βενιζέλου για λόγους ιδεολογικούς. Είχε φοβηθεί ότι ο Βενιζέλος δεν ήθελε την ένωση με την Ελλάδα, γιατί υπήρχε κυβέρνηση στην Κρήτη, υπήρχε Βουλή. Κάτι σαν τον Μακάριο και την Κύπρο δηλαδή. Έτσι, ο παππούς μου έγινε πριγκιπικός. Αγαπούσε τον πρίγκιπα, διότι ήταν το σύμβολο της ένωσης με την Ελλάδα, αντιπροσώπευε τους Κρήτες που ήθελαν να ενωθούν με την Ελλάδα. Φυσικά δεν ήταν αυτή η αλήθεια για τον Βενιζέλο, αλλά υπήρχαν τέτοιες υποψίες, και για λόγους ιδεολογικούς ήταν εναντίον του.
- Πού τον γνωρίσατε λοιπόν τον Βενιζέλο;
Εκεί, λοιπόν, στην Ήπειρο, προεκλογικά, το ’32, ο Βενιζέλος ήρθε κατευθείαν στο σπίτι μας. Είχε έρθει με ένα αεροπλάνο τότε, μάλιστα είχε πάει και ο πατέρας μου με το αεροπλάνο, με τρεις τέσσερις επιβάτες.
Θυμάμαι ότι ο Βενιζέλος μπήκε στο ανοιχτό αυτοκίνητο με τον πατέρα μου, αφού του κάνανε και μια υποδοχή. Εγώ ήμουν με τα παιδιά στο δρόμο· είδα τον πατέρα μου ξαφνικά με έναν κύριο με άσπρο μούσι να είναι μέσα στο αυτοκίνητο και πήγα κατευθείαν στο σπίτι μας.
Εκεί λοιπόν η μητέρα μου είχε κάνει ετοιμασίες. Είχαν έρθει κι άλλοι… Ο Βενιζέλος ήταν πρωθυπουργός, αλλά έχασε τις εκλογές και βγήκε το Λαϊκό Κόμμα. Η μητέρα μου ήταν λοιπόν στην κουζίνα με τις υπηρέτριες και μαγείρευαν. Ετοιμάστηκα κι εγώ να πάω στην τραπεζαρία. Η μητέρα μου μου έδωσε και φόρεσα ένα κοστούμι ναυτικό που είχα. Πήγα μέσα στην τραπεζαρία κι είδα αυτούς τους κυρίους και, όταν ήρθε το φαγητό, πήγα κι εγώ να φάω. Ο πατέρας μου σηκώθηκε πάνω και μου είπε: «Στην κουζίνα! » Εγώ δεν το δέχτηκα αυτό. Άρχισα να φωνάζω, να ουρλιάζω, και ο Βενιζέλος λέει:
«Γιατί φωνάζει το παιδί; Έλα εδώ, παιδί μου. Πώς σε λένε, παιδί μου;»
Ο πατέρας μου του απαντάει:
«Μίκης, δηλαδή Μιχάλης».
«Α! Σαν τον παππού σου, Μιχαλάκης», μου λέει ο Βενιζέλος και με παίρνει κοντά του.
Εγώ όμως δεν τον ήθελα καθόλου, γιατί ήθελα μια δικαίωση από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε γίνει άγριος και έλεγε «Να πάει στην κουζίνα», οπότε κατούρησα τον Βενιζέλο και έχασε και τις εκλογές!
- Πώς αντέδρασε;
Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως ότι έφαγα πολύ ξύλο την άλλη μέρα…
- Από τους Κρητικούς χωροφύλακες ή από τον πατέρα σας;
Απ’ τον πατέρα μου! Ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Θυμάμαι, την τελευταία φορά, ήμουν πολύ μεγάλος, δεκαπέντε χρονών, έσπασε μια ομπρέλα επάνω μου. Ποιος ξέρει τι έκανα… Έκανα πολλά πράγματα, δεν τα άντεχε, ήταν καλός άνθρωπος…
Να σου πω επίσης ότι στην Ήπειρο είχε αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα, παρόμοια με αυτή που είχαμε αργότερα εμείς οι αριστεροί. Επειδή το κράτος δεν είχε χρήματα, έκανε λαϊκές συνελεύσεις και πήγαινε στα χωριά και τους έλεγε: «Θέλετε να γίνει δρόμος; Εμείς, ως κράτος, μπορούμε να σας βάλουμε τους μηχανικούς, τα σχέδια, τα υλικά. Εσείς θα βάλετε προσωπική εργασία».
Τα περισσότερα έργα, δρόμοι, υδραγωγεία και άλλα, έγιναν με αυτό τον τρόπο.
Και έτσι, το καλοκαίρι με έπαιρνε ο μηχανικός της διοικήσεως μαζί του και έμενα επάνω στη σκηνή όταν χάραζαν δρόμους. Έτσι γνώρισα την Ήπειρο, μικρό παιδί – πήγαινα με το μουλάρι. Θυμάμαι μια φορά πέσαμε σε έναν ξεροπόταμο που ήταν γεμάτος οχιές και εγώ ήμουν μόνος μου. Έπεσα κάτω στο δρόμο και έτρεχαν οι χωριάτες να με σώσουν από τις οχιές. Θυμάμαι, στο Πωγώνι, επάνω στα σύνορα, ήταν οι χωριατοπούλες εκεί με τα φλουριά και χορεύανε αυτό τον ηπειρώτικο, το βαρύ χορό, και κάποιοι μου είπαν ότι τα φλουριά είναι ραμμένα επάνω στο μέτωπό τους…
1935, Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον πατέρα του, α.Γενικό Διοικητή Ηπείρου, από τις εργασίες του δρόμου Ελάτη -Δίκορφο
4. ΟΙ ΗΧΟΙ ΠΟΥ ΑΚΟΥΓΑ ΤΟΤΕ
- Τι ήχους ακούγατε όλα αυτά τα χρόνια;
Οι ήχοι που άκουγα τότε ήταν κατ’ αρχάς οι εκκλησιαστικοί ύμνοι από το κατηχητικό. Μετά άρχισε να με παίρνει ο πατέρας μου στην εκκλησία, όπου πήγαινε κάθε Κυριακή το πρωί. Με έπαιρνε λοιπόν μαζί του και άρχισα να ακούω τους ψαλτάδες. Αργότερα, στην Κεφαλλονιά, πήγα και εγώ στη χορωδία και κρατούσα το ίσο… Αυτό με συγκινούσε πάρα πολύ. Και, βέβαια, στις μεγάλες γιορτές, με κορύφωση τον Επιτάφιο και την Ανάσταση, αυτά τα ζούσαμε πολύ.
Επίσης, μέσα στο σπίτι μας, είχαμε πάντα μαζί τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου η Σταματία, η μάνα της μάνας μου, ήταν πάρα πολύ θρήσκα. Το μόνο που ήθελε ήταν να έχει ένα δωμάτιο δικό της, το οποίο το μετέβαλε σε εκκλησία, δηλαδή είχε πάρα πολλές εικόνες και θυμιατά και από το πρωί ως το βράδυ έψελνε. Και γι’ αυτό, όταν έκανα την πρώτη μου καντάδα -θα μιλήσουμε αργότερα αναλυτικά- στην Κεφαλλονιά, σε μια κυρία που την είχα ερωτευτεί πολύ, πήγα απέναντι από το σπίτι της και είπα το «Την ωραιότητα της παρθενίας σου»!
- Δηλαδή η βυζαντινή μουσική ήταν το κέντρο του μουσικού σας κόσμου…
Περισσότερο ήταν πράγματι αυτό, αυτά τα ακούσματα τα είχα μέσα στο σπίτι μου.
Τώρα για τη λαϊκή μουσική… Τα τραγούδια που λέγαμε στα πάρτι που γινόντουσαν στο σπίτι -δεν τα λέγαμε πάρτι, τα λέγαμε βραδιές χορευτικές- ήταν τραγούδια της εποχής, κανταδορίστικα. Τότε έγραφαν τραγούδια και για ορισμένα δραματικά γεγονότα. Όταν αυτοκτόνησε ο γιος του Μανόλη Καλομοίρη, δεν ξέρω για ποιους λόγους, γράφτηκε ένα πάρα πολύ ωραίο τανγκό, «Αγόρι μου, έλα, ξύπνα και γείρε στην αγκαλιά μου», πάρα πολύ ωραίο. Ένα άλλο, «Φύγε, θλίψη»…
Αλλά υπήρχαν και πολλά άλλα τραγούδια: «Γεια σου, Δημητρούλα, τρούλα, τρούλα», που το τραγουδάγαμε και εμείς μετά, «Η ανθισμένη αμυγδαλιά», καντάδες, αυτά τραγουδάγαμε. Η μητέρα μου ήξερε και ορισμένα σμυρνέικα. Ο πατέρας μου, στο κορύφωμα πλέον, έλεγε και κανένα ριζίτικο: «Σε ψηλό βουνό»… Αυτά ήταν.
5. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΕΙ
- Εσείς τραγουδούσατε;
Εγώ άρχισα να τραγουδάω με τη μητέρα μου ορισμένα τραγούδια, όπως το «Τώρα που θα φύγεις και θα πας στα ξένα», πατριωτικό τανγκό, αλλά σε καντάδα, πρίμο-σεκόντο. Η μητέρα μου είχε μια φωνή καθαρά λαϊκή, ήταν «σοπράνο», αλλά η φωνή της είχε τόσο πόνο μέσα, που, όταν τραγουδούσε, όλοι κλαίγαμε. Πολύ ωραία φωνή επίσης είχε η θεία μου η Φρόσω – ήταν από τη Σμύρνη. Φαίνεται, αυτές οι φωνές, όπως και οι λαϊκές φωνές, που είναι αξιοπρεπείς, λιτές, έχουν πάρα πολύ πόνο μέσα τους.
- Είχατε φανταστεί ποτέ ότι θα γίνετε μουσικός εσείς;
Μα δεν ήξερα καν ότι υπάρχει η μουσική. Εγώ τη μουσική την ανακάλυψα πολύ αργότερα. Τότε, ακόμη, δεν ήξερα ότι υπάρχει. Αργότερα, στην Κεφαλλονιά, έγινε για μένα η μεγάλη τομή. Διότι η Κεφαλλονιά ανήκει στα Ιόνια Νησιά, και εκεί είχαν περισσότερη ιταλική επίδραση. Επομένως είχαν και την ιταλική μουσική, δηλαδή την κλίμακα ματζόρε-μινόρε, που είναι η λεγάμενη «ευρωπαϊκή μουσική». Εκεί ήταν και οι μουσικές μπάντες. Μέχρι τότε δεν είχα ακούσει ποτέ αρμονίες. Την πρώτη φορά που είδα μαέστρο ήταν στην πλατεία Βαλιάνου, στο Αργοστόλι…
- Ποιο έτος;
Πρέπει να ήταν το ’35, όταν πια ήμουν δέκα χρονών. Αυτός διεύθυνε την μπάντα και η μητέρα μου καθόταν με τον πατέρα μου στο καφενείο.
- Σας έκανε εντύπωση αυτό;
Ναι! Μάλιστα πήγα στη μητέρα μου και τη ρώτησα: «Τι κάνει αυτός; Γιατί κουνάει τα χέρια του έτσι;» Και η μητέρα μου μου είπε μια λέξη μαγική. Μου λέει: «Αυτός υποφέρει»! Ήξερα λοιπόν ότι ο μαέστρος υποφέρει. Πώς ήξερε η μητέρα μου τώρα ότι ένας μαέστρος υποφέρει -γιατί έπρεπε να υποφέρει πραγματικά, διότι αν κουνούσε τα χέρια του έτσι, χωρίς να υποφέρει, δεν είχε νόημα- αυτό είναι άγνωστο…
6. Η ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΠΛΑ ΚΑΙ Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ
Όταν έχασε ο Βενιζέλος, ήρθε το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο αμέσως μετέθεσε τον πατέρα μου στην Κεφαλλονιά. Εκεί ήταν ίσως η πιο φτωχή νομαρχία της Ελλάδος. Όμως για μένα, που ήμουν παιδί, ήταν καλύτερη η Κεφαλλονιά, διότι το Αργοστόλι ήταν πολύ όμορφη πόλη, συμμαζεμένη, ενώ τα Γιάννενα ήταν ακόμη ένα τουρκοχώρι με μικρούς λασπωμένους δρόμους. Στα Γιάννενα δεν θυμάμαι καλή εικόνα, εκτός από τη λίμνη, ιδιαίτερα όταν ήταν χιονισμένη, που ήταν κάτι το μαγικό.
Η Κεφαλλονιά ήταν πιο ευρωπαϊκή. Ήταν μεν μικρή, αλλά για μένα ήταν πολύ μεγάλη. Και είχε ωραία σπίτια, ωραία ρυμοτομία, καθαρούς δρόμους.
- Εσάς σας «πονούσαν» καθόλου όλες αυτές οι μετακινήσεις από τόπο σε τόπο;
Εκείνο που με συνόδευσε σε όλη μου τη ζωή ήταν ο πόνος για τα έπιπλα του σπιτιού μας. Είχαμε πάντα τα ίδια έπιπλα που είχαμε αγοράσει όταν ήμουν μικρός, και αυτά έπρεπε να πηγαίνουν από πόλη σε πόλη. Ο δε πατέρας μου είχε ένα σύστημα και τα έβαζε σε κουτιά από ξύλο, κλουβιά ας το πούμε, κιβώτια. Και όπως ήταν άνθρωπος της τάξης, τα αριθμούσε: κιβώτιον 1, κιβώτιον 2, εκεί έμπαινε η βιβλιοθήκη, εκεί έμπαινε η σιφονιέρα, εκεί έμπαινε η κρεβατοκάμαρα… Και τα έβαζε με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να μεταφέρονται με βίντσι σε πλοία. Εν τω μεταξύ, εγώ ζούσα με τα έπιπλα αυτά, τα αγαπούσα, και όταν έβλεπα το φορτηγό που πήγαινε μπροστά και ήταν μέσα η κρεβατοκάμαρα, η σιφονιέρα, οι καρέκλες μας και κουνιόντουσαν στενοχωριόμουν…
Στην Πρέβεζα θυμάμαι ότι τα ανέβαζαν επάνω με το βίντσι, αυτά τρίζανε και εγώ πονούσα κι έλεγα: «Κοίταξε τώρα τι θα πάθει η κρεβατοκάμαρά μου, το γραφείο μου»… Τα αγαπούσα τόσο πολύ, που τη βιβλιοθήκη την είχα στο Βραχάτι συνέχεια, για πολλά χρόνια. Και ξέρεις τι έπαθε; Εξανεμίστηκε! Σιγά σιγά, το ξύλο έγινε αέρας! Την έβλεπα εκεί που την είχα κάτω στα βαρέλια… Με αυτή τη βιβλιοθήκη έζησα όλη τη ζωή μου. Και μια μέρα δεν υπήρχε πια τίποτα, την πήρε ο αέρας και έφυγε. Πέθανε βιολογικά!
- Μικρός διαβάζατε;
Ο πατέρας μου είχε χιλιάδες βιβλία, από τα οποία βέβαια τα περισσότερα χάθηκαν. Ο πατέρας μου διάβαζε πολύ, αγόραζε πάντα βιβλία, και περνούσαμε ώρες μαζί όταν μου διάβαζε. Του άρεσε μάλιστα να δένει τα βιβλία του, αλλά και να γράφει μέσα διάφορες σημειώσεις. Πολύ συχνά διαβάζαμε μαζί.
- Θυμάστε ιδιαίτερα κάποιο από αυτά;
Θυμάμαι τα Κατά Συνθήκην Ψεύδη, που μου έκαναν εντύπωση. Ακόμη, τον Γκαίτε, τον Φάουστ, που τον διάβαζα όχι τότε, λίγο αργότερα. Επίσης μου άρεσε πάρα πολύ να ξεφυλλίζω την εγκυκλοπαίδεια, γιατί είχε πάρα πολλά πράγματα. Ήταν ακόμη οι Σκληροί και Πικροί Στίχοι, μια καταπληκτική έκδοση με μπλε εξώφυλλο, του Παλαμά. Σε κόκκινο χρώμα ήταν δεμένος ο Σολωμός με του Πολυλά τον πρόλογο.
Είχαμε επίσης τον Σαίξπηρ: «Ταΐζομεν τα πετεινά του ουρανού ίνα ταΐσωμεν εαυτούς και ταΐζομεν εαυτούς ίνα ταΐσωμεν τους σκώληκας της γης», στον Άμλετ.
Είχαμε πολλά βιβλία, τα οποία όσο μεγάλωνα τα διάβαζα περισσότερο. Φυσικά, τα πρώτα βιβλία που διάβασα ήταν του Ιουλίου Βερν, είχαμε όλο τον Ιούλιο Βερν σε βιβλία αρκετά, μεγάλες εκδόσεις. Οι 20.000 Λεύγες υπό την Θάλασσαν, τα είχα διαβάσει όλα, τον Βερν τον ρουφούσα, τον ήξερα καλά. Το άλλο στάδιο ήταν ο Ουγκό.
Μετά, μπήκα λίγο πιο βαθιά σιγά σιγά. Στην Τρίπολη πια, είχα πάρει τη σειρά του Παπύρου, τα Άσπρα Βιβλία, που από τη μια μεριά ήταν το κείμενο με σχόλια και δεξιά ήταν η μετάφραση. Ήταν όλοι οι μεγάλοι αρχαίοι συγγραφείς.
Ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας… Υπήρχαν επίσης κάποιες άλλες πολύ ωραίες εκδόσεις με μεταφράσεις από τον Γρυπάρη, η Αντιγόνη και άλλες τραγωδίες. Αυτά ήταν της ώριμης ηλικίας, τα διάβασα δεκαπέντε, δεκάξι χρόνων. Του πατέρα μου του άρεσε η βιβλιοθήκη του. Τα βράδια τη «σκάλιζε», την έφτιαχνε, και εγώ από κοντά τον παρακολουθούσα και πήρα την αγάπη του για το βιβλίο.
- Πάμε πίσω στην Κεφαλλονιά…
Εκεί, λοιπόν, στο Αργοστόλι, βρήκαμε ένα σπίτι, το οποίο υπάρχει μέχρι τώρα, το είδα. Έχει διασωθεί, δεν ξέρω αν είναι το ίδιο κτίσμα, αφού από τους σεισμούς γκρεμίστηκε το Αργοστόλι. Πήγα ακριβώς στο δρόμο εκείνο πριν από τέσσερα χρόνια, και μάλιστα την ώρα που ήμουν έξω από το σημείο που βρίσκεται το σπίτι, «της κυρίας Λαγκούση» το λεγόμενο, βγήκε μια κυρία από απέναντι και έφερε ένα μικρό καροτσάκι. Μου λέει «Το φύλαξα αυτό, είναι το δικό σας καροτσάκι». Εγώ δεν είχα πια καροτσάκι, θα ήταν του αδερφού μου, του Γιάννη…
- Συγκινηθήκατε πηγαίνοντας εκεί;
Πάρα πολύ! Γιατί εκεί ήταν που άρχισα να αντιλαμβάνομαι καλά, στο Αργοστόλι. Γοητεύομαι από την πόλη, γοητεύομαι και από το λιμάνι. Το Αργοστόλι ήταν πάρα πολύ σημαντικό για μένα. Πρώτα απ’ όλα, είχα πολλές παρέες, αφομοιώθηκα με την παρέα της γειτονιάς μου, μάλιστα είχα δύο γειτονιές. Η πρώτη γειτονιά ήταν στη νομαρχία, που είναι κοντά στην πλατεία του «Μέταλλα». Το «Μέταλλα» είναι μια παράφραση του Μέτλαντ. Ο Μέτλαντ ήταν ένας διοικητής των Ιονίων Νήσων και η πλατεία του ονομάστηκε «Μέταλλα» …
- Τον εκδικήθηκαν με αυτό τον τρόπο οι Επτανήσιοι…
Ναι, τον εκδικήθηκαν όμως κι αργότερα, μετά την πτώση της χούντας, κατεβάζοντας το ορειχάλκινο άγαλμά του. Είχε ένα τεράστιο άγαλμα. Εκεί ανεβαίναμε καμιά φορά εμείς, η μαρίδα, για να βλέπουμε το ποδόσφαιρο.